Απόστολοι αθηναϊκών προαστίων
Πόσες φορές οι συγχωριανοί ή οι συμπολίτες των Αποστόλων δεν θ’ απόρησαν γι’ αυτούς; Πράγματι, πρώτα απ’ όλα γιατί ο Χριστός κάλεσε σε συντροφιά ανθρώπους ανόμοιους. Οι Απόστολοι ήταν άνθρωποι τόσο της υπαίθρου, όσο και της πόλης και προέρχονταν απ’ όλα τα επαγγέλματα και τις τάξεις. Ωστόσο, είχανε κάτι κοινό. Αναζητούσαν τον Θεό με κάποιο τρόπο. Ο Πέτρος, Ανδρέας και Ιωάννης… Δεν είναι απλά ψαράδες. Ήταν μεν άνθρωποι του καμάτου, σαν τους γονείς των περισσότερων. Αλλά αναζητούσαν την Αλήθεια: ήταν μαθητές του Προδρόμου Ιωάννη πριν γνωρίσουν τον Χριστό. Απ’ την άλλη, παρέμεναν ψαράδες, άνθρωποι που σήμερα θα μπορούσαν να έμεναν στις εργατικές κατοικίες της Ν. Φιλαδέλφειας.
Απ’ την άλλη, ο Παύλος, πλούσιος Ιουδαίος, αστικής καταγωγής, με μόρφωση και δυνατότητες. Σπουδαστής του Μωσαϊκού Νόμου. Αναζητούσε μιαν αλήθεια μέσα στο Νόμο και ήταν ένθερμος, φτάνοντας σε ακρότητες. Αυτός που ήταν παρών στο θάνατο του Στεφάνου από τους Ιουδαίους, στερέωσε την Εκκλησία του Χριστού. Ο τελώνης Ματθαίος; Τα χειρότερα. Φίλος των Ρωμαίων, προδότης του έθνους -είν’ αυτός που μαζεύει τους φόρους. Περνά τη ζωή του με τις πόρνες, άνθρωπος μέθυσος και δούλος των παθών του εξ’ ου η σκληρή “συνεργασία” με τους Ρωμαίους. Ξέρει από ταπείνωση. Ανήκε στο περιθώριο κι ονειδισμός δεν του ήταν ξένος. Γη χέρσα που νερό τελικά ποθούσε.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι για τα μάτια των Ιουδαίων, η συντροφιά των μαθητών του Χριστού θα φαίνονταν παράταιρη προξενώντας ερωτηματικά. Ιδιαίτερα δε, όταν είδαν τον εύελπη Ιουδαίο Παύλο, να κηρύττει τον Χριστό. Διατηρούσαν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι τους μίλησε ο Χριστός κι απάντησε, αργά ή γρήγορα, σε όλα τους τα ερωτηματικά και τούτο ως ανθρώπους, ως Πρόσωπα. Για την κοινωνία, όφειλαν ν’ ακολουθούν τον συγκεκριμένο δρόμο που όριζε ο Νόμος. Κι οι μαθητές του Χριστού: Μεστοί Χάριτος και Αληθείας, σεβόμενοι την Αλήθεια του Νόμου κι όχι την παραχάραξή του, κηρύσσουν την Καινή Διαθήκη, τον ερχομό της Βασιλείας, μη πετώντας τον Νόμο.
Η αμφισβήτηση της υποκρισίας του Νόμου έπαψε να προβάλει τους φόβους τους στο “θέλω” του Θεού. Έπαψε το θέλημα του Θεού να είναι γι’ αυτούς καταναγκασμός, αλλά ελευθερία. Το θέλημα τους ενώθηκε, λόγος και πράξη με τον Χριστό και τούτο γινότανε ενόσω ακόμα κι αυτοί τελούσανε την Θεία Ευχαριστία, όπως εμείς σήμερα. Η άποψη λοιπόν ότι στους Αποστόλους ο καθένας μπορεί να δει τον διπλανό του θα έμενε κούφια, αποκτώντας ίσως μια χροιά σχεδόν κοινωνική. Αλλά εδώ, στην Ορθοδοξία, μιλάμε για Ευχαριστία. Την πλήρη συνάντηση του ανθρώπου με τον Χριστό. Όχι μόνο τα ανθρώπινα “θέλω”, αλλά σύνολος ο άνθρωπος, και Σώμα και Πνεύμα, γίνεται Χριστός, όπως κι Απόστολοι πράττανε.
“Εσύ είσαι ο Πέτρος και σ’ αυτήν την πέτρα θα στερεώσω την Εκκλησία”: κι έγινε η κάθε Αγία Τράπεζα, Τάφος του Χριστού, Τάφος των Αποστόλων και των Μαρτύρων. Έβαλεν ο Επίσκοπος τα Ιερά Λείψανα στο “φυτό” της Αγίας Τραπέζης και πάνω τελούμε το ίδιο Μυστήριο, σε Αποστολική Διαδοχή, δηλαδή σε ιστορική συνέχεια στην ανθρώπινη ιστορία. Αυτό είναι η Εκκλησία. Δεν είναι εξώκοσμη κατάσταση. Πώς θα έσωζε σ’ Αυτήν ο Χριστός τον σύνολο άνθρωπο αν δεν έμπαινε στην απτή ανθρώπινη ιστορία; Την ίδια Ευχαριστία που τελούσαν οι Απόστολοι, τελούμε κι εμείς σήμερα. Το ίδιο Άγιο Πνεύμα λάβαμε και εμείς και αυτοί. Αυτοί κατά την Πεντηκοστή στο Υπερώο, εμείς στις γειτονιές μας, των αθηναϊκών προαστίων, της Ν. Ιωνίας και της Φιλαδέλφειας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος.
Ιάσων Ιερομ.