Η έννοια της Αγιότητος στην Ορθοδοξία και στα σύγχρονα προτεσταντικά ρεύματα
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ Ν. ΠΕΝΤΕΛΗΣ
Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018
Η έννοια της αγιότητος ή καλύτερα ο όρος «άγιος» αποτελεί βασικό γνώρισμα της φύσεως και της ενέργειας του Θεού στις πολλαπλές εκδηλώσεις Της προς τις ελεύθερες πράξεις των λογικών κτισμάτων. Υπό την έννοια αυτή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, οντολογικά «άγιος» είναι μόνο ο Θεός που αποτελεί την πηγή της αγιότητος, δηλαδή την αυτοαγιότητα, την αυτοαγαθότητα και από Αυτόν και μόνο και τη σχέση μαζί Του πηγάζει κάθε αγιότητα. Άλλωστε, όπως αναφέρει ο Προφήτης Ησαΐας, «άγιος» είναι το όνομά του Θεού: «ἅγιος ἐν ἁγίοις ὄνομα αὐτῷ» και έτσι Τον είδαν και Τον άκουσαν οι Άγγελοι στο όραμά του: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γη τῆς δόξης αὐτοῦ».
Έτσι, κάθε Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι Θείο και Άγιο. Ο Ιησούς επικαλείται το Θεό δια της προσφωνήσεως «πάτερ ἅγιε» . Ο Θεός Πατήρ είναι «ὁ ἅγιος καί ἀληθινός», όπως αναγράφεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννου , είναι ο «καλέσας ὑμᾶς ἅγιον» κατά την A’ Καθολική Επιστολή Πέτρου .
Άγιος επίσης είναι ο Χριστός. Ο Ιησούς είναι ο «ἅγιος τοῦ Θεοῦ» , ο «ἅγιος παῖς» του Θεού, ο «ἅγιος καί δίκαιος» , ο τους πιστούς χρίσας άγιος , αλλά και ο δια της θυσίας εαυτού, τους «αδελφούς» αγιάζων. Ομοίως, άγιος είναι και το Άγιο Πνεύμα, το Οποίο είναι η ιδιότητα της θείας αγιότητος, η υποστατική αγιότητα σύμφωνα με το Μέγα Βασίλειο.
Αγία βεβαίως είναι και η Εκκλησία. «Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν» αναγινώσκουμε στο Σύμβολο της Πίστεως και η αγιότητά Της πηγάζει τόσο από την ίδια τη φύση Της, την οποία αντλεί από τη μυστική κεφαλή της τον Χριστό, καθώς και από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που την καθοδηγεί και την εμπνέει, όσο και από τον σκοπό της υπάρξεώς Της που είναι η θέωση του ανθρώπου, δηλαδή η αναγέννηση και τελειότητά του μέσα στην άκτιστη θεϊκή Χάρη, δηλαδή ο αγιασμός – «ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν» , αναφέρει ο απ. Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή του.
Αναμφίβολα, η σπουδαιότερη από τις αξιολογικές τάσεις ή και προδιαθέσεις της ανθρώπινης ψυχής, είναι αυτή της βιώσεως της αξίας του Αγίου , δηλαδή η πραγματική ένωσή της με τη φωτεινή ακτίνα της θείας ενέργειας, με την πηγή της αγιότητας, τον ίδιο το Θεό. Με την ένωση αυτή ο άνθρωπος φτάνει στο καθ’ ομοίωσιν, δημιουργεί πνευματική συγγένεια με τον Δημιουργό του, δεν είναι πλέον ξένος, αλλά γίνεται «οικείος του Θεού» και «θείας φύσεως κοινωνός» .
Παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με θεωρήσεις ευρωπαίων θρησκειοφιλοσόφων η αγιότητα αποτελεί για τον άνθρωπο κάτι το υπερφυσικό, κάτι το οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, το εντελώς αλλότριο (das ganz Andere) και απρόσιτο μυστήριο , λαμβάνοντας μία καθαρά ηθικιστική διάσταση, εντούτοις για την Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί τον ύψιστο και τελικό σκοπό κάθε ανθρώπινης υπάρξεως. Για την Εκκλησία ο άνθρωπος πλάσθηκε για να αγιασθεί, για να ενωθεί με το Θεό, για να αυξηθεί «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» και η αποτυχία αυτής της πραγμάτωσης ισοδυναμεί με την μεγαλύτερη τραγωδία του ανθρώπου.
Για την Ορθόδοξη Εκκλησία λοιπόν η αγιότητα δεν είναι ανθρωποκεντρική, αλλά θεοκεντρική και δεν εξαρτάται ούτε από τα ηθικά επιτεύγματα, ούτε από τα πνευματικά κατορθώματα του ανθρώπου ή τα ιερά πράγματα, αλλά από τη δόξα και τη χάρη του Θεού καθώς και από την προσωπική σχέση που αναπτύσσει ο άνθρωπος μέσα από τα Μυστήρια της Εκκλησίας με τον προσωπικό Θεό .
Όλα μέσα στην Εκκλησία οδηγούν στον αγιασμό. Η Εκκλησία αποτελεί τον μοναδικό τόπο θεώσεως, αλλά και μοναδικό χώρο κοινωνίας του Θεού με τον άνθρωπο. Με τη Θεία Λειτουργία ενωνόμαστε με το Θεό και ζούμε τη νέα πραγματικότητα που έφερε ο Χριστός με την ενανθρώπισή του στον κόσμο: την καινή κτίση. Αυτή είναι η ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αυτή είναι η ζωή που προσφέρει ο Χριστός και γίνεται δική μας ως δωρεά του Αγίου Πνεύματος.
Αυτό που καλείται να καταβάλει ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο παρά απλά η επιθυμία του, η θέλησή του, η ελεύθερη βούλησή του, η προαίρεσή του να δεχθεί τον αγιασμό και την θέωση, την ένωσή του με το Θεό, ώστε να επιστρέψει από το παρά φύσιν στο κατά φύσιν . Τον λίγο κόπο, θα λέγαμε και Εκείνος τα υπόλοιπα.
«Οι άνθρωποι…», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «…δεν συνεισφέρουμε τίποτε άλλο εκτός από την προαίρεσή μας, χωρίς την οποία ο Θεός δεν ενεργεί, ο δε κόπος και η άσκησή μας δεν παράγει ως αποτέλεσμα την αγιότητά μας, αφού η προσπάθειά μας μπορεί να αποδειχθεί σκύβαλο χωρίς καμιά αξία, διότι μόνο η θεία Χάρις μπορεί να χαρίσει τη θέωση».
Έτσι, Χριστιανός για την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αυτός που αγαπά το Χριστό, αναγνωρίζει την θυσιαστική Του αγάπη και βαδίζει ελεύθερα, αβίαστα και φιλότιμα στην οδό της ζωής, στην οδό της σωτηρίας, στην οδό του αγιασμού. Άλλωστε, η αγιότητα είναι ελευθερία, είναι αγάπη, είναι τόλμη. Είναι όμως και υπέρλογη, δεν μετριέται, δεν ζυγίζεται, δεν κατανοείται, δεν ορίζεται με τα ανθρώπινα μέτρα και σταθμά , αλλά εκφράζεται μέσα από την αγάπη προς το Θεό .
Συνεπώς, η αγιότητα όχι μόνο δεν εξαρτάται από τον άνθρωπο, αλλά αποτελεί δωρεά του Θεού στον άνθρωπο, καρπό του Αγίου Πνεύματος και στον χώρο αυτό δεν μπορεί να έχει θέση η έπαρση και ο εγωισμός. Η μαρτυρία της αγιότητος ενός προσώπου, είναι η ταπείνωσή του μπροστά στο θέλημα του Θεού και η αρετή αυτή αποτελεί για τους Πατέρες της Εκκλησίας την απαρχή της πορείας προς τη θέωση.
Πράγματι, χωρίς την ευλογημένη αρετή της ταπείνωσης δεν μπορεί ο άνθρωπος να δεχθεί τη θεία Χάρη. Βεβαίως, και μόνο η προσπάθεια να παραδεχθεί κάποιος ότι σκοπός της υπάρξεώς του είναι η αγιότητα, ότι δηλαδή ο σκοπός της ζωής του είναι κάτι που δεν εξαρτάται από τον ίδιο και τον εαυτό του, χρειάζεται ταπείνωση. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία άλλωστε κέντρο όλων και κέντρο του κόσμου είναι ο θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Δεν είναι ο άνθρωπος, δεν είναι ο εαυτός μας. Είναι δύσκολο να παραδεχθούμε ότι δεν είμαστε εμείς το κέντρο του κόσμου, αλλά ο Χριστός. Είναι δύσκολο να είσαι Ορθόδοξος!
Λαμπρά παραδείγματα ανθρώπων που διακρίθηκαν από την αρετή της ταπείνωσης αποτελούν οι άγιοι της Εκκλησίας μας. Οι άγιοι δεν είναι ήρωες, αλλά ταπεινοί δούλου του Θεού. Είναι τα μέλη του σώματος του Χριστού ή οι εικόνες Του μέσα στην ιστορία . Όλοι τους απλοί, καθαροί, μετανοημένοι, χριστιανοί της αγάπης, γνήσιοι φίλοι του Χριστού, οι οποίοι δεν επιζήτησαν ούτε επιδίωξαν τη δική τους δόξα, αλλά τη δόξα του Θεού και έτσι ο Θεός τους λάμπρυνε και τους δόξασε όχι με τη δική τους δόξα, αλλά με τη δόξα του Ουρανού και γίνεται «θαυμαστός ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ». Είναι τα πρόσωπα, τα ελεύθερα πρόσωπα που αποφάσισαν να βιώσουν την σχέση της αυτή με τον Θεό, εν ταπεινώσει και υπακοή, να γίνουν βιωματικοί φάροι της αποκαλυπτικής παρουσίας τοῦ Θεοῦ στη ζωή τους.
Πρότυπο τέτοιο αγιότητος είναι και ο όσιος Σιλουανός, του οποίου τιμούμε τα 80 Έτη από την οσιακή Κοίμησή του και τα 30 Έτη από την Αγιοκατάταξή του. Ο όσιος Σιλουανός αποτελεί μία από τις φωτεινότερες σύγχρονες προσωπικότητες του αγιορειτικοῦ και γενικότερα του ορθοδόξου μοναχισμού. Η ζωή του ολόκληρη ήταν διαποτισμένη από τη διαρκή μνήμη και αναζήτηση του Θεού. Αγαπούσε το Θεό και τους ανθρώπους δίχως όρια. Με στραμμένο το βλέμμα στην εικόνα του Κύριου μέρα και νύχτα φώναζε: «Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και με δάκρυα τον ζητώ. Πώς να μη σε ζητώ; Συ πρώτος με ζήτησες και μου έδωσες να γευθώ την γλυκύτητα του Πνεύματος του Αγίου, και η ψυχή μου σε αγάπησε ολοκληρωτικά».
Μέσα από τους σοφούς και ασκητικούς λόγους του εκφράζει με πόνο τόσο την έντονη αγάπη του για τον κόσμο, όσο και τη διαρκή αγωνία του για την διακύβευση της παγκοσμίου ειρήνης, δίνοντας μάλιστα και τη λύση: «Αν οι άρχοντες τηρούσαν τις εντολές του Κυρίου και ο λαός και οι υπήκοοι υπάκουαν με ταπείνωση, θα υπήρχε μεγάλη ειρήνη και αγαλλίαση πάνω στη γη. Εξαιτίας όμως της φιλαρχίας και της ανυπακοής των υπερηφάνων υποφέρει όλη η οικουμένη».
Αυτοί είναι οι Άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, οι αγαπητοί του Θεού , οι φίλοι του Χριστού! Είναι αυτοί για τους οποίους καυχάται η Εκκλησία μας, αφού αντικατοπτρίζουν τη δόξα του Κυρίου και η παρουσία τους είναι πολύτιμη για την ανθρωπότητα . Είναι οι λειτουργοί που προσκομίζουν τον εαυτό τους και με τον εαυτό τους ολόκληρο τον κόσμο στο Θεό. Άγιοι Οικουμενικοί, αφού ανήκουν στη Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, που βίωναν εν Χριστώ την οικουμενικότητα και την διαχρονικότητα της Εκκλησίας, η οποία εκτείνεται «πανταχού της οικουμένης» και «πανταχού των χρόνων» , όπως αναφέρει ο ιερός Χρυσόστομος και δεν εξαντλούνταν στην εφήμερη παγκοσμιότητα.
Μολονότι για την Ορθόδοξη Ανατολή, η Εκκλησία αποτελεί κατεξοχήν «κοινωνία της θεώσεως» , αποτελεί το «Σώμα του σαρκωθέντος Θεού Λόγου» και η σωτηρία ή και ο αγιασμός αποτελεί εύνοια, αγάπη και δωρεά, η οποία έχει ως αρχή την αγαθότητα του Θεού Πατρός, απορρέει από τη Σταυρική θυσία και Ανάσταση του Κυρίου Ιησού Χριστού και παρέχεται πλουσίως και με περίσσευμα ακόμη, όπως αναφέρει ο απ. Παύλος μέσω των Μυστηρίων της Εκκλησίας στα μέλη της από το Άγιο Πνεύμα, εντούτοις στα σύγχρονα προτεσταντικά ρεύματα δεσπόζει η αρχή της ατομοκρατίας.
Πράγματι, το ηθικιστικό και πουριτανικό ιδεώδες που καλλιεργήθηκε σε πολλούς προτεσταντικούς κύκλους, η θεωρία περί απολύτου προορισμού ενός αριθμού ανθρώπων, η οποία αρνείται την ελεύθερη συνεργία του ανθρωπίνου παράγοντα στην πραγμάτωση αγαθών έργων, σε συνδυασμό με τις πολλές διασπάσεις του Προτεσταντισμού σε πολλά μικρά και μεγάλα δόγματα, δείχνουν ότι δεσπόζει η αρχή της ατομοκρατίας, το γεγονός δηλαδή ότι η σωτηρία αφορά τον άνθρωπο και είναι ατομική υπόθεση αυτού που αναζητεί και βρίσκει το Χριστό με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος .
Στην ιστορική του εξέλιξη και κατόπιν εκρήξεως σφοδρών εσωτερικών ερίδων, ο Προτεσταντισμός δεν μπόρεσε να μείνει ενωμένος, αλλά διασπάσθηκε, γνώρισε πολλές μεταβολές και υποδιαιρέθηκε σε αναρίθμητες ομολογίες και κοινότητες, όπως ο Λουθηρανισμός, ο Καλβινισμός, ο Αγγλικανισμός και από αυτούς προήλθαν οι Μεννωνίτες, οι Βαπτιστές, οι Κογκρεγκασιοναλιστές, οι Κουάκεροι, οι Μεθοδιστές, οι Ουνιτάριοι, η Κίνηση των αδελφών, η εκκλησία της νέας Ιερουσαλήμ, οι ελεύθερες ευαγγελικές κοινότητες, οι χαρισματικοί, οι νέο-χαρισματικοί και άλλες πολλές άλλες χριστιανικές ομάδες και κοινότητες .
Ο Προτεσταντισμός, βασιζόμενος μόνο στην Αγία Γραφή (sola Scriptura) ως πηγή της πίστεως και της ζωής των Χριστιανών, διαμφισβήτησε το κύρος της ιστορικής Εκκλησίας και των Οικουμενικών Συνόδων και αρνήθηκε κάθε εκκλησιαστική αυθεντία. Έτσι, περιόρισε την δικαίωση μόνο δια της πίστεως (sola fidei) που σε συνδυασμό προς το εκ μόνης της χάριτος (sola gratia) είχε ως αποτέλεσμα να διολισθήσει στον άκρατο ατομισμό, υποκειμενισμό και ορθολογισμό, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα στα άτομα να ερμηνεύουν, κατά το δοκούν, την Αγία Γραφή με απόλυτη ελευθερία ή και αυθαιρεσία, αθετώντας έτσι το πνευματικό περιεχόμενό της .
Ωστόσο, ο Προτεσταντισμός, απορρίπτοντας την Ιερά Παράδοση, απέρριψε και την εικονογραφία ως έκφραση της θεολογίας της Εκκλησίας, η οποία στηρίζεται στην ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού, που μπορεί να εικονίζει τόσο τον Σεσαρκωμένο Λόγο του Θεού, όσο και τα δεδοξασμένα μέλη του Μυστηριακού Σώματός Του.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία του, ο άνθρωπος στην παρούσα ζωή είναι ταυτόχρονα δίκαιος και αμαρτωλός (simul justus et peccator) και η απελευθέρωση από την αμαρτία αναμένεται μόνο στα έσχατα. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος και μετά τη δικαίωσή του δεν ανακαινίζεται, δεν μεταβάλλεται εσωτερικά, δεν θεραπεύεται, δεν αγιάζεται και συνεπώς απορρίπτει την τιμή στους αγίους, την προσκύνηση στις ιερές εικόνες και στα ιερά λείψανά τους. Βεβαίως, η θεωρία αυτή έρχεται σε αντίθεση με την ορθόδοξη διδασκαλία και πίστη, κατά την οποία, η θεραπεία του ανθρώπου από την αμαρτία δεν αναμένεται στο εσχατολογικό μέλλον, αλλά παρέχεται πλήρως μέσα στον ανακαινιστικό χώρο της Εκκλησίας στην παρούσα ζωή , αφού και κατά τον ιερό Χρυσόστομο η Εκκλησία αποτελεί «ἱατρείο πνευματικό».
Ωστόσο, η αλήθεια είναι, ότι ο τελευταίος αιώνας βρήκε τον Προτεσταντισμό αρκετά βεβαρημένο από πολλά θεολογικά διλήμματα ή και αδιέξοδα του παρελθόντος, ο οποίος είχε εγκλωβισθεί στον λαβύρινθο ενός ηθικισμού ή πουριτανισμού υπό το προσωπείο μάλιστα του κοινωνισμού καθώς επίσης και σε μία ατελεύτητη ορθολογική επεξεργασία των αληθειών της πίστεως, προσδίδοντάς της ηθικές διαστάσεις και επενδύοντας στην βεβαιότητα του «εγώ».
Σε αντίθεση με την Ανατολή και το ορθόδοξο ήθος, το οποίο δεν εγκλωβίστηκε ποτέ μέσα σε κανόνες, μέσα σε καταλόγους αρετών και αμαρτιών, ο ηθικισμός αποτελεί για του Πατέρες της Εκκλησίας τη μεγαλύτερη αίρεση της ιστορίας, αφού αλλοιώνει όχι μόνο τη σωτηρία της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά και το γεγονός της Ενανθρωπήσεως και Αναστάσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Το περιεχόμενο του Ευαγγελίου του Χριστού δεν μπορεί να ληφθεί ως κώδικας αυστηρών ρυθμιστικών κανόνων ηθικής συμπεριφοράς, αλλά ως αναστάσιμο μήνυμα χαράς, ελπίδας και ελευθερίας που ανυψώνει τον άνθρωπο και τον διαβεβαιώνει για τη σωτηρία και λύτρωσή του.
Υπό την έννοια αυτή, η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελεί κάτι ολότελα ξένο και απόμακρο για τον δυτικό πειθαρχημένο ευσεβιστικό άνθρωπο και συχνά γίνεται τόπος αρνητικών σχολίων και κριτικών. Πώς μπορεί όμως αλήθεια να αποδεχθεί ο δυτικός άνθρωπος ότι η πηγή της χριστιανικής πίστεως δεν βρίσκεται μόνο στην Αγ. Γραφή, αλλά ότι η πηγή είναι «η εν Αγίω Πνεύματι» εμπειρία της Εκκλησίας διαχρονικά (δηλαδή η Ιερά Παράδοση), όταν ο ίδιος έχει απαρνηθεί κάθε εκκλησιαστική αυθεντία; Πώς μπορεί ένας ορθολογιστής να γνωρίσει το Θεό όταν προϋπόθεση για την προσέγγιση του απροσίτου Θεού είναι η αγνωσία, η γνώση δηλαδή ακριβώς της αδυναμίας μας να προσεγγίσουμε και να γνωρίσουμε τον Θεό διά της νοητικής οδού και ότι ο Θεός γνωρίζεται και αποκαλύπτεται στους ανθρώπους μέσω των Μυστηρίων της Εκκλησίας και διά των ακτίστων ενεργειών του; Πως μπορεί ακόμη να βιώσει την αλήθεια του Ευαγγελικού Λόγου όταν η Αποκάλυψη του Θεού αντιμετωπίζεται ως συμβατική θρησκευτική διδασκαλία, όταν η κίνηση αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο αντικαθίσταται με την κίνηση του ανθρώπου προς τον Θεό που δημιουργεί η ανθρώπινη λογική και φαντασία και όταν η άκτιστη χάρη του Αγίου Πνεύματος αντικαθίσταται με τις ανθρώπινες ενέργειες;
Οι Άγιοι της Εκκλησίας μας είναι τα πρόσωπα εκείνα που αποτελούν τους φωτεινούς οδοδείκτες προς την οδό της θεώσεως, τους αψευδέστερους μάρτυρες του Αγίου Πνεύματος και της ζωντανής παρουσίας του Θεού μέσα στον κόσμο. Αποτελούν το λαμπρότερο παράδειγμα ανιδιοτελούς αγάπης προς το Θεό, οι οποίοι προσέφεραν ολοκληρωτικά την καρδιά τους σ’ Αυτόν, ομολόγησαν την πίστη τους και έλαμψαν με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος τόσο στην πρόσκαιρη, όσο και στην αιώνια ζωή. Η Αγία μας Εκκλησία, ο τόπος της φανερώσεως του Θεού στον κόσμο, αποτελεί το κατεξοχήν εργαστήριο «αγιότητος και σωτηρίας» που καταρτίζει αγίους και αποτελεί την ασφαλή κιβωτό για τη σωτηρία του ανθρώπου .
Σας ευχαριστώ!
Ο Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος ΓΑΒΡΙΗΛ