Το φως του κόσμου

3.923 social media engagement

📖 Το Ευαγγέλιο της Κυριακής «τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ» (Ἰωάν. θ΄ 1-38) 🜋 29.05.2022

🙏 Τό φῶς τοῦ κόσμου
📜 «Καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που μ’ έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για τον κόσμο». Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού, και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ» –που σημαίνει «απεσταλμένος από το Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ο άνθρωπος, πήγε και νίφτηκε και, όταν γύρισε πίσω, έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος όμως έλεγε: «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς, λοιπόν, άνοιξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια και μου είπε: “πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου”· πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν, λοιπόν: «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω», τους απάντησε. Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός. Η μέρα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. Άρχισαν λοιπόν και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πώς απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία;» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης». Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός· πώς όμως τώρα βλέπει, δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν το ξέρουμε. Ρωτήστε τον ίδιο· ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί, οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν κιόλας συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του, «ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο». Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν πριν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού· εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω· ένα ξέρω: πως, ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τον ρώτησαν πάλι: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας», τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε· γιατί θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του;» Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή· εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευσή του». Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο, πως εσείς δεν ξέρετε από πού είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός τούς αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος τον σέβεται και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει. Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα». «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις το δάσκαλο σ’ εμάς;» Και τον πέταξαν έξω.Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι».Τότε εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε. »

🜋 ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΔΥΝΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ
Μιά ἀπό τίς διδακτικότερες τῆς ἁγίας περιόδου τοῦ Πεντηκοσταρίου, ἡ σημερινή Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς διηγεῖται μιά ἀκόμη θαυματουργική ἐπέμβαση τοῦ Κυρίου μας στά ἀνθρώπινα πράγματα. Παρακολουθοῦμε τήν κατάσταση τῆς ὑγείας ἑνός ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, ἑνός ἀνθρώπου πού δέν ἔχει ἀξιωθεῖ μέχρι τήν ὥριμη ἡλικία, στήν ὁποία βρίσκεται, νά γευθεῖ τή χαρά ἀπό τή θέα τῆς Δημιουργίας. Σέ δυό-τρεῖς προτάσεις περιγράφεται τό μεγάλο θαῦμα· σέ δυό-τρεῖς προτάσεις χωροῦν τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, πού συμβαίνουν γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔχει πάντοτε νά κάνει μέ τό χάρισμα τῆς ἐλευθερίας, μέ τόν τρόπο δηλαδή πού ἐκεῖνος ἀντιλαμβάνεται, ἀντιμετωπίζει καί βλέπει τά πράγματα, μέ τό ἄν δηλαδή θέλει ἤ δέν θέλει νά δεῖ αὐτό πού ὁ Θεός τοῦ προσφέρει.

🜋 Μιά ἄλλου εἴδους τύφλωση
Πολλές φορές συμβαίνει ἡ σωματική δυνατότητα ὅρασης τῶν ἀνθρώπων νά ὑφίσταται σέ τέλειο βαθμό· νά μποροῦν νά βλέπουν τόν συνάνθρωπο, τή φύση, τή Δημιουργία καί τόν κόσμο, νά θεωροῦν ὅτι γνωρίζουν ἔτσι ὅσους καί ὅσα ὑπάρχουν γύρω τους, ὅμως νά μήν ἀναγνωρίζουν πέρα καί πίσω ἀπό τήν ὄψη καί τήν ἐπιφάνειά τους. Κάτι τέτοιο συμβαίνει καί στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή. «Οἱ γείτονες, οἱ θεωροῦντες αὐτόν […] οἱ Φαρισαῖοι», εἶναι ὁμάδες ἀνθρώπων ἀναγνωρίσιμες σέ κάθε ἐποχή· ἀνθρώπων πού προβληματίζονται, ἀμφισβητοῦν, ταράσσονται μέ τό θαῦμα, κυρίως δέ μέ τόν θαυματουργό. Ἀρέσκονταν σίγουρα στό νά βεβαιώνουν τόν ταλαίπωρο πρώην τυφλό ὅτι ὁ Θεός ἤθελε καί εἶναι ἔτσι, ὅτι ὁ Θεός θά τόν βοηθήσει, θά τόν θεραπεύσει μέ τήν παρεμβολή πάντοτε τῆς δικῆς τους ἐξουσιαστικῆς μεσιτείας. Δέν τούς ἀρέσει ὅμως καθόλου τό ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τούς προλαβαίνει. Ἐκεῖ ὅμως ὁ Θεός, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα ἐπικαλοῦνταν χωρίς νά τόν πιστεύουν, ἔρχεται γιά νά παράσχει στό πλάσμα του τή σωτηρία, πού ἐκεῖνος πλάθει μέ τά ἴδια του τά χέρια καί πού μέ αὐτήν ἀναλαμβάνει ὁ ἴδιος προσωπικά νά καλύψει πατρικά τήν πληγή τοῦ πλάσματός του.

Ἀναδεικνύεται, λοιπόν, ἐδῶ μιά βαρύτερης μορφῆς τυφλότητα. Μιά διαταραχή πνευματική πού χαρακτηρίζει τούς ἄριστα βλέποντες καί τά πρῶτα φέροντες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλά καί κάθε ἐποχῆς. Μιά τύφλωση πού καταδικάζει τόν ἄνθρωπο στό πυκνό σκοτάδι «τῆς μακράν τοῦ Θεοῦ» αὐτοεξορίας του. Οἱ Φαρισαῖοι, βυθισμένοι στήν πλάνη πού γεννάει ἡ ἔπαρση καί ὁ ἐγωισμός τους, ἐθελοτυφλοῦν καί μέ τήν ἀντίδρασή τους συκοφαντοῦν γιά πλάνο τόν ζωοδότη. Εἶναι γαντζωμένοι στήν κοσμική τους ἐξουσία καί τήν κοινωνική δύναμή τους καί δέν διστάζουν μέσω αὐτῆς νά προσπαθοῦν νά διαρρήξουν τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τοῦ εὐεργετουμένου μέ τόν εὐεργέτη του. Αὐτό εἶναι τό δίχτυ τοῦ διαβόλου, μέ τό ὁποῖο τυλιγμένοι πολιτεύονται καί ἐπιθυμοῦν νά ἐπιβάλουν αὐτήν τους τήν πολιτεία στούς συνανθρώπους τους «ὡς ὁδηγοί τυφλοί».

🜋 Τό φῶς πού ὁ Χριστός χορηγεῖ
Ὁ Χριστός ὡς φωτοδότης χορηγεῖ σέ ὅλους μας τό φῶς πού μᾶς χρειάζεται ὥστε νά συνέλθουμε ἀπό τό σκοτάδι τῶν ἐπιλογῶν καί τοῦ «βολέματός» μας. Εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο γιά τά πνευματικά τό «βόλεμα». Βλέπουμε στή σημερινή εὐαγγελική διήγηση ὅτι στήν προοπτική τῆς ἀπώλειας τοῦ «βολέματος» αὐτοῦ, τῆς ἔκπτωσης δηλαδή ἀπό τή συν αγωγή, ἀκόμη καί οἱ γονεῖς τοῦ σημερινοῦ πρώην τυφλοῦ «νίπτουν τάς χεῖρας τους» καί ἀρκοῦνται, χωρίς κἄν νά φαίνεται ὅτι μετέχουν στή χαρά τοῦ παιδιοῦ τους, στό «ἡλικίαν ἔχει, αὐτόν ἐρωτήσατε».

Ἀδελφοί μου, ἀπέναντι στόν Χριστό, πού εἶναι ἡ χαρά τοῦ κόσμου, βρίσκονται πάντοτε οἱ ἀντίδικοι τῆς χαρᾶς. Αὐτοί πού στεροῦν ἑαυτούς ἑκούσια ἀπό τό πανηγύρι γιά τή σωτηρία τοῦ συνανθρώπου. Γιά ὅσους ὅμως θέλουμε νά ζοῦμε μέ τόν Χριστό «εἶν’ ἡ δουλειά μας ἡ χαρά». Ἄς ἱκετεύσουμε τόν ἀναστάντα Κύριο, πού εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου, νά μᾶς χορηγεῖ πάντοτε τή δυνατότητα νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τό θέλημά του, νά βαδίζουμε στόν δρόμο τοῦ εὐαγγελίου του, ἔχοντας προσανατολισμένα τά μάτια τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς μας στήν ἐργασία τῆς χαρᾶς πού ἐκεῖνος μόνο χορηγεῖ.

🖋️Ἀρχιμ. Ἄ. Ἀ.

📖 Το Ευαγγέλιο της Κυριακής «τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ» (Ἰωάν. θ΄ 1-38) 🜋 29.05.2022

🙏 Τό φῶς τοῦ κόσμου
📜 «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ Ἰησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, λέγοντες· Ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με, ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπών, ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε, νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται, ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον, ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; Ἄλλοι ἔλεγον· ὅτι οὗτός ἐστιν. Ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν· Ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος, καὶ εἶπεν· Ἄνθρωπος, λεγόμενος Ἰησοῦς, πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· Ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, καὶ νίψαι. Ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος, ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; Λέγει· Οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. Ἦν δὲ Σάββατον, ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι, πῶς ἀνέβλεψεν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ Σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ὁ δὲ εἶπεν· ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ, ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν αὐτούς, λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; Ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν, καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν· ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε· αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι, ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον· Ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον, ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος, καὶ εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν, οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα ὅτι, τυφλὸς ὤν, ἄρτι βλέπω. Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; Ἐλοιδόρησαν οὖν αὐτόν, καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν, ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς. Ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει· ἀλλ᾿ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ, καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. Ἀπεκρίθησαν, καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ, ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.»

🙏ΑΜΗΝ

«ΦΩΝΗ ⳩ ΚΥΡΙΟΥ», τῆς «Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» 📜 3600