Εις Μνημόσυνον αιώνιον μακαριστού Αρχιμανδρίτου Τιμόθεου Καμπουρίδη
Πρωτοσυγκέλλου Ιεράς Μητροπόλεως Ν. Ιωνίας, Φιλαδελφείας,
Ηρακλείου και Χαλκηδόνος Αρχιμ. Επιφανίου Αρβανίτη
«Ὑψηλός μέν τοῖς ἔργοις, ταπεινῶς δέ τῷ φρονήματι• καί τήν μέν ἀρετήν ἀπρόσιτος, τήν ἐντυχίαν δέ καί λίαν εὐπρόσιτος, πρᾶος, ἀόργητος, συμπαθής, ἡδύς τόν λόγον, ἡδίων τῶν τρόπων… ἐπιτιμῆσαι γαληνός, ἐπαινέσαι παιδευτικός». (Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς τόν μέγαν Ἀθανάσιον ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας, PG35, 1092A)
Τα λόγια αυτά του Μεγάλου Ιεράρχου και Οικουμενικού Διδασκάλου της Εκκλησίας μας Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου προς τον Μέγα Αθανάσιο, θα λέγαμε, ότι αποδίδουν θαυμάσια τα πνευματικά χαρίσματα, τις αρετές και την φωτεινή προσωπικότητα του μακαριστού Αρχιμανδρίτου και αειμνήστου αδελφού ημών και φίλου κυρού Τιμοθέου Καμπουρίδη.
Πράγματι, είναι δύσκολο το εγχείρημα να προσπαθήσει κάποιος να ομιλήσει σε σύντομο χρόνο για τις αρετές του φίλου του, αφού «τοσούτον ἔργον ἤ τοῦ ἀνδρός εὐφημία, μή ὅτι γέ ἡμῖν τοῖς πάλαι πᾶν τό φιλότιμον καταλύσασιν, ἀλλά καί οἶς βίος ἐστίν ὁ λόγος» (PG36, 493A), μας λέγει πάλι ο Άγιος Γρηγόριος στον Επιτάφιο λόγο του για τον καλό και στενό του φίλο Mέγα Βασίλειο. Ειδικά για έναν κληρικό, ο οποίος με την ταπείνωσή του και την ευγένεια της ψυχής του, δίδαξε σε όλους μας ήθος και εκκλησιαστική αρχοντιά.
Ο μακαριστός Τιμόθεος ήταν ένας άνθρωπος ξεχωριστός, απλός και εργατικός, με βαθιά πίστη στον Θεό. Ένα αληθινό κόσμημα για την Ιερά Μητρόπολη Νέας Ιωνίας.
Η ζωή του ήταν μία διαρκής ευγνωμοσύνη προς τον Σωτήρα Χριστό και η αγάπη του Θεού τον προίκισε με πολλά χαρίσματα, εφαρμόζoντας έτσι έμπρακτα το λόγο του αγίου Ισαάκ του Σύρου, ο οποίος λέγει: «αυτό που οδηγεί τα χαρίσματα του Θεού προς τον άνθρωπο είναι η καρδία η κινουμένη προς ευχαριστίαν αδιάλειπτον».
Ο ίδιος είχε την ξεχωριστή ευλογία να ανατραφεί σε μία αληθινά χριστιανική οικογένεια. Οι γονείς του ήταν άνθρωποι ταπεινοί, ιδιαίτερα ευλαβείς, πιστοί, ενάρετοι και φιλακόλουθοι. Γνήσιοι Πόντιοι στην καταγωγή. Από αυτή, άλλωστε, την ποντιακή του καταγωγή, για την οποία αισθανόταν πάντοτε υπερήφανος, ο μακαριστός Τιμόθεος, αντλούσε τη δύναμη και το σθένος να αντιμετωπίζει με υπομονή κάθε δυσκολία της ζωής.
Είχε όμως και την μεγάλη ευλογία να γαλουγηθεί πνευματικά κοντά σε σπουδαίες προσωπικότητες της Εκκλησίας μας, όπως ο μακαριστός Μητροπολίτης Τιμόθεος Ματθαιάκης, πρώτος Μητροπολίτης της θεοσώστου ταύτης επαρχίας, από τον οποίο ο μακαριστός Τιμόθεος έλαβε την δωρεά του Αγίου Πνεύματος, που τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί, καταστάς στις 22 Ιανουαρίου του 1986 διάκονος και στις 22 Ιανουαρίου 1989 ιερουργός των Μυστηρίων του Θεού.
Πέρα όμως και πάνω από την συμβολή του πνευματικού περιβάλλοντος στο οποίο γαλουχήθηκε και πνευματικά ανατράφηκε, ήταν η χάρις του Θεού πού τον είχε επισκιάσει και ο δικός του ισόβιος πνευματικός αγώνας, που συνετέλεσαν στην διαμόρφωση της ολόφωτης ιερατικής του προσωπικότητας.
Από την στιγμή που ο μακαριστός Τιμόθεος έθεσε ευαγγελικά την «χεῖρα αὐτοῦ ἐπ᾽ ἄρωτρον» (Λουκ. θ´, 62) στον Αμπελώνα του Κυρίου, εργάσθηκε με ακαταπόνητο ζήλο «ἐν ἑσπέρᾳ καί πρωΐ καί μεσημβρίᾳ», σύμφωνα με τον Ψαλμό (Ψαλμ. 54), στην διακονία του πιστού λαού του Θεού.
Στα 37 συναπτά έτη της εκκλησιαστικής του διακονίας διακρίθηκε για την σεμνότητά του• για την καθηλωτική του ευγένεια• για την ανυπόκριτη ευλάβειά του• για την άδολη ευσέβειά του• για την ανεπιτήδευτη αρχοντιά στο παρουσιαστικό του, στις κινήσεις του και στα πάντοτε μετρημένα λόγια του. Προπάντων δε, για την στέρεη προσήλωσή του στην αμώμητο πίστη της Αγίας μας Εκκλησίας και στην Ελληνορθόδοξη παράδοσή μας.
Πάντοτε ιεροπρεπής και μειλίχιος. Προσηνής στην επικοινωνία με τους άλλους, γλυκύς στους τρόπους, διαλλακτικός στις απόψεις, αμετακίνητος στις αρχές του. Η παρουσία του σχεδόν αθόρυβη και διακριτική. Ενεργούσε πάντοτε με γνώμονα το καλό της Εκκλησίας και το όφελος του αδελφού. Τηρούσε μόνιμα την Ευαγγελική προτροπή να είναι «τό ναί ναί• καί τό οὐ οὐ» (Ματθ. 5,37). Τις θλίψεις και τις δοκιμασίες τις αντιμετώπιζε αγόγγυστα και τις κρατούσε για τον εαυτό του, μη θέλοντας να επιβαρύνει τους άλλους. Όλα έπρεπε να γίνονται με μέτρο, με σύνεση, με σοφία, άδολα και αθόρυβα, μέσα από την πίστη και την ελπίδα, μέσα από την προσδοκία και την χαρά της Αναστάσεως.
Ως λειτουργός, ο μακαριστός Τιμόθεος, ήταν ένας αληθινός και απαράμιλλος μυσταγωγός. Άριστος λειτουργός. Είχε φόβο Θεού, βαθιά αίσθηση του ιερού, αληθινή επίγνωση των τελουμένων Μυστήριων. Γνώριζε απόλυτα και τηρούσε την λειτουργική τάξη της Εκκλησίας και βίωνε το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Οι κινήσεις του ήταν πάντοτε ήρεμες, σοβαρές και ιεροπρεπείς. Οι εκφωνήσεις του μελωδικές, δίχως υπερβολές. Η έκφρασή του αποκάλυπτε το εσωτερικό βίωμα χαράς που τον διακατείχε κατά την ώρα του Μυστηρίου.
Το κήρυγμά του, κατά διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, ήταν πάντοτε σύντομο, περιεκτικό, σεμνό, και βαθύτατα θεολογικό. Σκοπός του ήταν να διδάξει, να μιλήσει ουσιαστικά, να νουθετήσει θεολογικά και να οικοδομήσει πνευματικά το εκκλησίασμα και όχι να εντυπωσιάσει.
Ο αείμνηστος αδελφός ημών Τιμόθεος αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ από ανθρώπους κάθε ηλικίας. Με την κρυφή, για τον κόσμο, και συνάμα έντονη φιλανθρωπική του δράση ανακούφισε τον πόνο πολλών αδελφών μας, δίνοντας ελπίδα σε ανθρώπους μόνους και παρηγοριά σε οικογένειες δοκιμαζόμενες.
Με οδηγό τον ένθερμο εκκλησιαστικό του ζήλο κατάφερε να επιτύχει μεγάλο και σπουδαίο ποιμαντικό έργο στην ενορία του Αγίου Στεφάνου Νέας Ιωνίας, την οποία τόσο πολύ αγάπησε και αφιέρωσε ολοκληρωτικά τη ζωή του, τόσο από τη θέση του Εφημερίου και του Προϊσταμένου ιερέως του Ναού, όσο και από την θέση του Προέδρου του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και του Προέδρου του Ενοριακού Φιλοπτώχου Ταμείου καθώς και του Υπευθύνου Νεότητας του Ιερού Ναού.
Έτσι, καθ’ όλη την διάρκεια της θεαρέστου εκκλησιαστικής του διακονίας στον Ιερό Ναό του Αγίου Στεφάνου, του Αγίου που ο ίδιος λάτρευε και βαθύτατα ευλαβείτο, οργάνωσε, κατά τρόπο ικανό και υποδειγματικό, την λατρευτική, κατηχητική και την εν γένει ενοριακή ζωή του Ιερού Ναού, εργαζόμενος άοκνα για την εκ βάθρων ανακαίνισή του.
Ως Πρόεδρος του Ενοριακού Φιλοπτώχου Ταμείου του Ιερού Ναού Αγίου Στεφάνου επιτέλεσε εξαίρετο φιλανθρωπικό έργο, καθώς βρισκόταν συνεχώς κοντά σε ανθρώπους που δοκιμάζονταν από τις συνθήκες της ζωής ή από ασθένειες, βοηθώντας τους με κάθε τρόπο υλικά και πνευματικά.
Στο ίδιο πλαίσιο και με τον ίδιο θαυμαστό τρόπο οργάνωσε τα κατηχητικά σχολεία του Ιερού Ναού, προβαίνοντας μάλιστα στην έκδοση Περιοδικού, υπό τον τίτλο: «εκ Περισσού». Όλοι μας αντιλαμβανόμαστε τί σήμαινε και πόσο πρωτοπόρα ήταν η ποιμαντική αυτή προσπάθεια, ειδικά την εποχή εκείνη.
Ο ίδιος υπήρξε επίσης ο κτήτορας του Κιοκμενιδείου Πνευματικού Κέντρου, του κτηρίου που βρίσκεται έναντι του Ιερού Ναού Αγίου Στεφάνου, στο οποίο σήμερα στεγάζεται η Σχολή Βυζαντινής Μουσικής της Ιεράς Μητροπόλεως μας «Άγιος Γεώργιος ο Νεαπολίτης».
Εμφορούμενος από υγιές εκκλησιαστικό πνεύμα διηκόνισε επίσης ευδοκίμως και επί σειρά ετών στη θέση του Αρχιερατικού Επιτρόπου της Α’ Αρχιερατικής Περιφέρειας Νέας Ιωνίας καθώς και στη θέση του Υπευθύνου του Γενικού Φιλοπτώχου Ταμείου της Ιεράς Μητροπόλεως, επιτελώντας θαυμάσιο έργο, όντας πολύτιμος συνεργάτης του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας κ. Γαβριήλ.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι το έργο και η προσφορά του μακαριστού και λίαν αγαπητού σε όλους μας πατρός, αδελφού και φίλου κυρού Τιμοθέου Καμπουρίδη τόσο στην ενορία του Αγίου Στεφάνου, την οποία υπηρέτησε θυσιαστικώς και με ανύστακτη αγάπη, όσο και εν γένει στην Ιερά Μητρόπολη Νέας Ιωνίας αποτελούν για όλους μας βαρύτατη παρακαταθήκη και θα μνημονεύονται για πάρα πολλά έτη.
Πεποιθότες στους λόγους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι «ὅπου εἰμί ἐγώ, ἐκεῖ καί ὁ διάκονος ὁ ἐμός ἔσται• καί ἐάν τις ἐμοί διακονῇ, τιμήσει αὐτόν ὁ πατήρ» (Ιω. 12, 26), εκ βάθους καρδίας και «ἔν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» προσευχόμασθε ο Θεός να αναπαύσει την ψυχήν αυτού μεταξύ των Αγίων και των Δικαίων!
Αιωνία του η μνήμη!