«Ὁ Υἱός ἐνούσιός τε καί ζῶν ὡς ἰδίαν ἔχων ἐν Πατρί καί μετά Πατρός τήν ὕπαρξιν», ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ διδασκαλία του γιά τήν ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ-Θεοῦ
«Ὁ Υἱός ἐνούσιός τε καί ζῶν ὡς ἰδίαν ἔχων ἐν Πατρί καί μετά Πατρός τήν ὕπαρξιν», ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καί ἡ διδασκαλία του γιά τήν ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ-Θεοῦ
Dr. Εἰρήνη Ἀρτέμη
Θεολόγος –Φιλόλογος
MA & Phd Θεολογίας
Ὁ Κύριλλος ἐπανελάμβανε τήν εὐαγγελική φράση «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρός τόν Θεόν» , γιά νά ἐπισημάνει ὅτι ὁ Υἱός εἶναι Θεός καί συναῒδιος μέ τόν Πατέρα. Στή συνέχεια, ὑπογράμμιζε ὅτι ὁ Υἱός προέρχεται «ἐκ τοῦ Πατρός» , ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν πηγή προελεύσεως, γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ . Γεννήθηκε ἀπό τόν Θεό Πατέρα, ὅπως τό φῶς ἐκπέμπεται ἀπό τό φῶς, «Υἱός καί οὐ Πατήρ νοούμενος». Ἑπομένως, ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα , χωρίς ὅμως νά ταυτίζεται τό πρόσωπο τοῦ Πατρός μέ ἐκεῖνο τοῦ Υἱοῦ , διότι, τότε, θά φτάναμε στήν αἵρεση τοῦ Σαβελλίου. Ἀκόμα καί ὅταν ἀποκαλεῖ τόν Υἱό πρόσωπο τοῦ Πατρός, δέ φτάνει στό σημεῖο νά υἱοθετεῖ τή διδασκαλία τῆς Σαβελλιανικῆς κακοδοξίας, ἀλλά ἐννοεῖ τήν ἔνσαρκη φανέρωση τοῦ Υἱοῦ στόν κόσμο, κάτι πού ἐπιβεβαιώνεται καί μέσα ἀπό τά λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ, ἑώρακε τόν Πατέρα» καί «Ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἕν ἐσμεν» . Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, εἶναι «ὁ ἐνυπόστατος, ἡ οὐσιώδης καί τελεία καί ζῶσα εἰκών τοῦ ἀοράτου Θεοῦ» καί ὄχι «ἀνυπόστατος», ὅπως ὁ ἀνθρώπινος λόγος , «οὐδὲ ὡς ρῆμα ψιλόν ἐν ἀνθρώπῳ γεγονώς» . Εἶναι «ἐνούσιός τε καί ζῶν ὡς ἰδίαν ἔχων ἐν Πατρί καί μετά Πατρός τήν ὕπαρξιν» , δηλαδή ὁμοούσιος καί συναῒδιος μέ τόν Πατέρα. Ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἐνυπόστατος», προφανῶς, φανερώνει τήν ἐπίδραση τῆς χριστολογίας τοῦ Ἰσιδώρου στόν Κύριλλο .
Ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Πατρός εἶναι κατά τή θεία φύση Του πλήρης , λεπτός καί ἀσώματος , γιατί «μόνος ἐξέφυ, καί ἐξ αὐτῆς γεγέννηται τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καί Πατρός» . Τόνιζε, λοιπόν, «σαφῶς Θεόν ὄντα καί ἐκ Θεοῦ Λόγον» καί «Υἱός ἐστιν ἀληθῶς, καί ἐκ Θεοῦ Θεός» . Ἑπομένως, ὁ Λόγος εἶναι Θεός «ἐν ἰσότητί τε καί ὁμοιότητι τοῦ Πατρός» . Ὡς Θεός εἶναι συναιώνιος μέ τόν Πατέρα, «οὐκοῦν ἦν ὁ Λόγος ἐν ἀρχῇ» , ἀκόμα καί ὅταν ἔγινε ὅμοιος μέ ἐμᾶς, δηλαδή ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος . Στό χωρίο αὐτό τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννου, ἡ σημασία τῆς «ἀρχῆς» εἶναι ἀπόλυτη, δέν ἀναφέρεται σέ σχέση μέ κάτι ἄλλο καί σημαίνει τήν ὕψιστη φύση . Ἄλλωστε, γιά ὅλα τά κτίσματα ἀρχή θεωρεῖται ὁ χρόνος, γιά τό Λόγο, ὅμως, τοῦ Θεοῦ, πού ὑπάρχει ἀχρόνως, ἡ ἀρχή δέν ἔχει χρονική σημασία. Ἀρχή τοῦ Λόγου εἶναι ὁ Πατήρ, ἀπό τόν ὁποῖο γεννιέται ἀϊδίως, καί προϋπάρχει μαζί Του προαιώνια . Ἑπομένως, ὁ Πατήρ εἶναι ὁ ἀίδιος αἴτιος τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ, τοῦ ἀιδίου αἰτιατοῦ, καί αὐτή εἶναι ἡ διαφορά τῆς καθ̉ ὑπάρξεως σχέσεως τοῦ Πατρός σέ σχέση πρός τόν Υἱόν Του .
Ἡ προσωνυμία «Υἱός» ἀποδόθηκε στό Λόγο, διότι «…γεγέννηκεν ἐξ ἑαυτοῦ (=τοῦ Πατρός) τὸν Υἱόν, ἴδιον δὲ αὖ τοῦ Υἱοῦ τὸ Υἱὸς ὄνομα τὴν αἰτίαν ἐπάγοντες ὅτι γεγέννηται παρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός» . Ὁ ἱερός Πατήρ σημείωνε μέ ἔμφαση ὅτι μεταξύ Πατρός καί Υἱοῦ δέν ὑπάρχει «μήτε ροπή, μήτε διάστημα, μήτε ἄλλο τι ἔστι» . Δέν προϋπάρχει, δηλαδή, ὁ Πατήρ τοῦ Υἱοῦ, παρ̉ όλο πού λέγεται ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι ἀγέννητος καί ὁ Υἱός γεννητός . Τά ἐπίθετα αὐτά χρησιμοποιοῦνται μέ καταχρηστική σημασία, γιά νά δηλώσουν τίς σχέσεις τῶν θείων Προσώπων μεταξύ τους καί δέν ἔχουν τό νόημα πού τούς δίνεται, γιά νά γίνει λόγος γιά τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους.
Πολλές φορές, ὁ Υἱός ὀνομάζεται «δύναμις» , «ἰσχύς» καί «βραχίονας» τοῦ Θεοῦ , μέσῳ τοῦ ὁποίου ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν κόσμο καί τιμωρεῖ τούς Αἰγυπτίους μέ τίς ἀβάστακτες πληγές, γιά νά τούς ὑποχρεώσει νά ἐλευθερώσουν τούς Ἰσραηλῖτες ἀπό τή δουλεία καί νά τούς ἐπιτρέψουν νά φύγουν ἀπό τήν Αἴγυπτο . Παραλληλίζεται μέ τό μάννα ἐξ οὐρανοῦ, τόν οὐράνιο ἄρτο , ὁ ὁποῖος χορηγεῖται σέ ὅλη τή λογική κτίση, γιά νά τή θρέψει πνευματικά καί νά τή βοηθήσει νά γνωρίσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τόν ἴδιο τόν Θεό μέσῳ τοῦ ἴδιου τοῦ Λόγου. Εἶναι «ἡ δεξιά τοῦ Θεοῦ, δι᾽ ἧς τά πάντα κατορθοῖ καί πάντα ἐργάζεται» . Εἶναι ἡ μοναδική Ἀλήθεια, ἡ ὁποία φανερώνει τόν Πατέρα καί τό θέλημα Αὐτοῦ. Ὅλος ὁ οὐρανός, ἐννοώντας τό σύμπαν ὁλάκερο, Τόν προσκυνᾶ, διότι Αὐτός εἶναι ὁ ποιητής τῶν ὅλων, ἐπιβεβαιώνοντας τά λόγια τοῦ Ἔσδρα: «πᾶσα ἡ γῆ τήν ἀλήθειαν (=ὁ Υἱός) καλεῖ, καί ὁ οὐρανός αὐτήν προσκυνεῖ, καί πάντα τά ἔργα αὐτήν σείεται καί τρέμει» . Ὁ Υἱός, ὡς ὀμοούσιος πρός τόν Πατέρα, ἔχει τή δυνατότητα νά εἶναι ὁ δημιουργός καί συντηρητής τοῦ κτιστοῦ σύμπαντος, ὁρατοῦ καί ἀοράτου, ὅπως καί ὁ Πατήρ .
Ὁ Υἱός, ὡς φύσει Θεός , συνυπάρχει ἀιδίως μέ τόν Θεό Πατέρα . Ἀπό αὐτό συνεπάγεται ὅτι «οὐκ ἄρα κτίσμα τυγχάνει» καί ἐπιπλέον ὅτι ὡς φύσει Θεός εἶναι «μόνος ἅγιος, μόνος Κύριος» . Εἶναι «τό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ καί Πατρός» , ἀφοῦ, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Ἴδιος, «ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ (=τό Χριστό) ἑώρακε τὸν Πατέρα» . Εἶναι, λοιπόν, «ἡ ἀπαράλλακτος εἰκών αὐτοῦ καί τῆς ὑποστάσεως χαρακτήρ» , δηλαδή «ἡ εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» . Σέ αὐτόν ὑπάρχει «ἀδιαλώβητόν τε καί ἀπαράσημον τό θεῖο», δηλαδή ἡ κοινή θεία οὐσία . Ὡς Θεός ὁ Χριστός δέν εἶναι μέσον ἀναγωγῆς πρός τόν Πατέρα, ἀλλά εὑρίσκεται ὁμοῦ μετά τοῦ Πατρός, πάντοτε καί ἀμετάβλητα, «τόν ἀεί καί ὡσαύτως ὄντα μετά Πατρός» .
Ὡς Μονογενής τοῦ Θεοῦ Πατρός εἶναι ἴσος μέ τόν Πατέρα. Μέσῳ τοῦ Υἱοῦ «προσιτός … ὁ Πατήρ» καί γίνεται ὁ μεσίτης πού συνάπτει τόν Πατέρα μέ ἐμᾶς καί «ἐν τοῖς ὑπέρ φύσιν ὑψώμασιν ἀνακομίζων» . Παρατηροῦμε, λοιπόν, ὅτι ὁ Κύριλλος μιλοῦσε γιά τήν Ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ χρησιμοποιώντας ἁγιογραφικές φράσεις, ὥστε νά μήν μπορεῖ κανείς νά ἀμφισβητήσει τά λεγόμενά του καί νά δείξει στούς πολεμίους του ὅτι, ὅσα ἔλεγε, εἶναι σύμφωνα μέ τά γραφόμενα τῶν εὐαγγελιστῶν καί τῶν ἀποστόλων καί, μάλιστα, μέ τοῦ ἀποστόλου Παύλου . Δίδασκε, λοιπόν, ὅτι ἡ δόξα τοῦ Υἱοῦ εἶναι ἡ ἀντανάκλαση καί ἡ ἀκτινοβολία τῆς δόξας τοῦ Πατρός . Χρησιμοποιεῖ τή λέξη «χαρακτήρ», γιατί αὐτή δηλώνει μεγαλύτερη ἀκρίβεια σέ σχέση πρός τή λέξη «εἰκών». Κατά συνέπεια ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι τό ἀκριβές καί ἀπαράλλακτο ἀποτύπωμα τοῦ Πατρός, «ὁ Υἱὸς τῆς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς οὐσίας ἀκριβῆ τινα τύπον οἱονεὶ καὶ γραφὴν τὰ καθ΄ ἑαυτὸν ἀνιστάς» . Ἀποτελεῖ τό «κρυφιωδέστερον δὲ καὶ μυστικώτερον, πρόσωπον μὲν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός» . Προβάλλεται, λοιπόν, ἡ ὁμοουσιότητα τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα καί, συγχρόνως, γίνεται λόγος γιά τή διάκριση τῶν ὑποστάσεων Τους, γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀποφυγή τοῦ κινδύνου τῆς ταυτίσεως τῶν θείων ὑποστάσεων.
Ὁ Υἱός θεωρεῖται ἡ σοφία , ἡ δύναμη , ἡ ἀκτινοβολία, ἡ θέληση καί ἡ εἰκόνα τοῦ Πατρός . Δέν ὑπάρχει χρόνος κατά τόν ὁποῖο ὁ Πατήρ δέν εἶχε Υἱό˙ κατά συνέπεια, ἐξάγεται τό συμπέρασμα «ἀίδιον ὑπάρχειν τὸν Υἱόν, ὃς ταῦτά ἐστι τῷ ἀιδίῳ Πατρί» καί, ἑπομένως, δέν μπορεῖ νά θεωρεῖται μεταγενέστερος τοῦ Πατρός . Ὁ ζῶν , ἐνεργός καί ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται ποιητής καί δημιουργός τῶν ὅλων μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα. Εἶναι «ἡ ζῶσα καὶ ἐνούσιος τοῦ Πατρὸς βούλησις … δι᾽ οὗ τὰ πάντα ἐργάζεται» . Ἔτσι, ὁ Υἱός δέν εἶναι μία ἁπλή θέληση καί βούληση χωρίς ὑπόσταση, οὔτε ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα Του. Ταυτίζεται μόνο ὡς πρός τή βούληση καί τή θέληση Ἐκείνου˙ ἄποψη πού ὑποστήριζαν οἱ Εὐνομιανοί, ἀλλά εἶναι ὁ χαρακτήρας τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατρός . Ἑπομένως, ὁ Υἱός ζωοποιεῖ τά πάντα ὡς ὁμοούσιος καί ὁμόθρονος τοῦ Πατρός . Γίνεται, λοιπόν, ὁ βασιλιάς καί Κύριος ὅλης τῆς δημιουργίας . Παρομοιάζεται μέ τό καθαρό καί ζωοποιό νερό. Ὅπως τό νερό εἶναι διαυγές καί καθαρό, ἔτσι καί ὁ Λόγος εἶναι καθαρός καί «ἁμαρτίας ἀμέτοχος παντελῶς» . Εἶναι «ὁ ἄρτος ὁ ζῶν καὶ ἐξ οὐρανοῦ» , ὁ ὁποῖος τρέφει πνευματικά τόν κάθε πιστό, μέ τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀπό Αὐτόν οὐράνια ἀλήθεια, διότι Ἐκεῖνος εἶναι «ἡ ἀλήθεια και ἡ ζωή» . Ἡ ζωοποιός δύναμη Του δέν εἶναι στόν Υἱό κάτι τό ἐπείσακτο, «ἀλλὰ κατὰ φύσιν αὐτῷ προσοῦσα καὶ οὐσιωδῶς ὥσπερ καὶ τῷ Πατρί» . Ἄρα «ὁ Υἱὸς οὖν ἐστι ζωή» .
Φανερό γίνεται, λοιπόν, ὅτι ὁ Υἱός δέν μπορεῖ νά εἶναι κτίσμα , ἀφοῦ διαφέρει ἀπό αὐτά μέ βάση τήν οὐσία Του καί τόν τρόπο τῆς ὑπάρξεώς Του . Ἐκεῖνος δημιουργεῖ καί κτίζει κάθε ποίημα . Ὅλα ἔγιναν καί ζωοποιήθηκαν μέσῳ Αὐτοῦ , διότι εἶναι «κατὰ φύσιν ζωὴ καὶ ἐκ ζωῆς ὑπάρχων ὁ Λόγος» . Τά κτίσματα δημιουργήθηκαν ἐν χρόνῳ, ἐνῶ Ἐκεῖνος γεννήθηκε πέρα ἀπό τό χρόνο , μέ τρόπο τόν ὁποῖο δέν μπορεῖ νά συλλάβει ἡ ἀνθρώπινη διάνοια. Γιά τό λόγο αὐτό, ὁ Κύριλλος χαρακτήριζε τόν Υἱόν «ἐξ ἀγενήτου ἀγένητος» , θέλοντας νά δηλώσει τή διαφορά Του ἀπό τά κτίσματα καί ὄχι νά ἀμφισβητήσει τό ὑποστατικό Του ἰδίωμα, ὅτι δηλαδή γεννᾶται προαιώνια ἀπό τήν οὐσία τοῦ Πατρός. Θεωρεῖται «ἀγένητος», σέ σχέση πρός τήν ἐν χρόνῳ γέννηση τῶν κτισμάτων, «γεννητός», ὅμως, σέ σχέση πρός τόν τρόπο ὑπάρξεώς Του ὡς Προσώπου τῆς Τριάδος. Κατά συνέπεια, μπορεῖ νά λεχθεῖ ὅτι, μέ τόν τρόπο αὐτό, ἔδινε μία ἀκόμα τεκμηριωμένη ἀναίρεση στή διατυπούμενη κακόδοξη διδασκαλία τῶν Ἀρειανῶν περί κτιστότητας τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ . Ταυτοχρόνως, φαίνεται ἡ ἐπίδραση πού ἔχει δεχθεῖ στό σημεῖο αὐτό ἀπό τό Μ. Ἀθανάσιο, ἀφοῦ, ὡς γνωστόν, καί ἐκεῖνος κινοῦταν στά πλαίσια τῆς ἀλεξανδρινῆς παραδόσεως.
Ὁ Υἱός εἶναι «ὁ ἀχώρητος, ὁ ἀπερίγραπτος, ὁ ἀναλλοίωτος» , ὅπως προσιδιάζει στή φύση τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τῶν κτισμάτων. Ὁ Υἱός, λοιπόν, εἶναι ἑτερούσιος ἀπό ὅλα τά κτίσματα, γήινα καί οὐράνια, μέσα στήν κατηγορία τῶν ὁποίων κατατάσσονται καί τά τάγματα τῶν ἀγγέλων . Ἀποδεικνύεται, λοιπόν, αὐτό πού προαναφέρθηκε, ὅτι δηλαδή εἶναι ὁ χορηγός τῆς ζωῆς, ἀφοῦ ὁ ἴδιος εἶναι ζωή . Ἔχει γεννηθεῖ «ἄριστος καί ἀγαθός» καί εἶναι ὁλοκληρωμένος ὅσον ἀφορᾶ στήν ἀρετή, διότι ἡ θεία φύση εἶναι τέλεια καί δέν ἐπιδέχεται καθόλου αὔξηση ἤ βελτίωση σέ τίποτα. Ἄλλωστε, δέν ὑπάρχει σ᾽ Αὐτόν κανένα ἴχνος ἁμαρτίας , εἴτε ὡς Θεός εἴτε ὡς ἄνθρωπος. Ὡς Θεός, ὅμως, ἔχει θεοπρεπῆ δόξα καί φυσική ὑπεροχή ἀπό ὅλη τήν κτίση .
Ὁ Υἱός χαρακτηρίζεται «δικαιοσύνη τοῦ Πατρός» , χάρη στόν ὁποῖο ἀπαλλάχθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα. Μέ τό συγκεκριμένο χαρακτηρισμό Τόν ἀποκαλεῖ ὁ Πατήρ μέσῳ τῶν προφητῶν: «Ἐγγίζει ταχύ ἡ δικαιοσύνη μου, καί τό ἔλεός μου ἀποκαλυφθῆναι» . Ὡς δικαιοσύνη ἐννοεῖται ὁ Υἱός. Ἐκεῖνος θά ἀποδώσει τό δίκαιον καί σέ αὐτόν ἀλλά, κυρίως, στό μέλλοντα αἰώνα, κατά τή Δευτέρα καί ἔνδοξη Παρουσία Του, κατά τήν ὁποία θά κρίνει ζωντανούς καί νεκρούς καί θά τούς ἀνταμείψει ὅλους ἀνάλογα μέ τά ἔργα τους .
Ὁ Υἱός εἶναι ὁμοούσιος πρός τόν Πατέρα, «ὑπάρχων μέν γάρ ἐν μορφῇ καί ἰσότητι τῇ κατά πᾶν ὁ Υἱός τῷ Πατρί» . Ἑπομένως, εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ἀόρατου Θεοῦ Πατρός . Ἔχει ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, «δίχα μόνου τοῦ εἶναι Πατήρ» καί τοῦ «γεννᾶν» . Αὐτό, φυσικά δέ σημαίνει ὅτι ὁ Υἱός μπορεῖ να ἐκπορεύει ὑποστατικά τό Πνεῦμα, γιατί αὐτό ἀνήκει στά ὑποστατικά ἰδιώματα μόνο τοῦ Πατρός. Ἐκεῖνος εἶναι «μονογενής καί πρωτότοκος», ἀληθινός Υἱός καί ὄχι κτίσμα . Μέ τό χαρακτηρισμό «μονογενής» ἔχουμε τή σαφῆ δήλωση ὅτι ὁ Πατήρ δέν ἔχει ἄλλο Υἱό, ἐνῶ μέ τό χαρακτηρισμό «πρωτότοκος» δέ δηλώνεται ὅτι ὑπάρχουν καί ἄλλοι Υἱοί Θεοῦ, ἀλλά ὅτι ὁ Υἱός ὑπάρχει πρίν ἀπό ὅλα τά δημιουργήματα , καί λέγεται «πρωτότοκος» ὡς ἀναμάρτητος καί ἀρχή τῆς νέας ἀνθρωπότητας. Ὡς Θεός εἶναι μακριά ἀπό τήν ἁμαρτία καί δέν ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό τῆς θείας φύσεως, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει μέ τά κτίσματα .
Μέ ἄκρα σαφήνεια, βλέπουμε ὅτι ἡ διάκριση τῆς ἀίδιας ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, «πρό πάντων τῶν αἰώνων», ἐξαίρεται στόν θεηγόρο Πατέρα, σέ σχέση μέ τήν ἐν χρόνῳ ἔνσαρκη παρουσία Του ὡς Ἰησοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Ὁ ἀίδιος τρόπος ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ εἶναι ἡ γέννησή Του ἀπό τόν Θεό Πατέρα. Τοῦτο σημαίνει κοινότητα ἤ ταυτότητα οὐσίας Πατρός καί Υἱοῦ. Ἡ βασική αὐτή διδασκαλία ἐνισχύεται ἄκρως δυναμικά καί σωρευτικά μέ τίς ἐκφράσεις: «μονογενής, φῶς ἐκ φωτός, Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ» .
Συνοπτικά, ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἐπεσήμαινε τό ἀίδιο τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καταδίκαζε τήν αἵρεση τοῦ Σαβελλίου. Τόνιζε ὅτι ὁ Υἱός διαφέρει ἀπό τά κτίσματα ὡς πρός τήν οὐσία καί τόν τρόπο δημιουργίας τους. Ὁ Υἱός γεννιέται προαιώνια, ἐκ τοῦ Πατρός, ἐνῶ τά κτίσματα δημιουργήθηκαν ἐν χρόνῳ καί ἔχουν διαφορετική οὐσία ἀπό ἐκείνη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ φύση τοῦ Υἱοῦ χαρακτηρίζεται πλήρης, λεπτή καί ἀσώματη. Ὑπογραμμίστηκε ἀκόμη ὅτι ὁ Υἱός εἶναι συναῒδιος μέ τόν Πατέρα. Μέσῳ Αὐτοῦ ὁ Θεός δημιουργεῖ τόν κόσμο καί βοηθᾶ τόν ἰσραηλιτικό λαό νά ἀπαλλαχθεῖ ἀπό τά δεσμά τοῦ Αἰγύπτιου ἡγεμόνα. Ὁ Κύριλλος στηρίχθηκε καί πάλι σέ μαρτυρίες ἀπό τή Γραφή, γιά νά μήν μπορεῖ κανείς νά ἀμφισβητήσει τά γραφόμενά του. Τέλος, κατά τήν ἄποψή μας, ἔδωσε μία πολύ καλή ἐξήγηση, στίς ἔννοιες «μονογενής» καί «πρωτότοκος», μέ τίς ὁποῖες χαρακτήριζε τήν ὑπόσταση τοῦ Υἱοῦ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας, Ι-XVII, PG 68, 133A-1125D.
• Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τήν Γένεσιν, Α΄-Ζ΄, PG 69, 13A–385Α.
• Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τήν Ἔξοδον, Α΄-Γ΄, PG 69, 385Β-537D.
• Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τό Λευϊτικόν, PG 69, 540Α-589Β.
• Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τούς Ἀριθμούς, PG 69, 589C-641A.
• Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τό Δευτερονόμιον, PG 69, 643Α-677C.
• Τοῦ ἰδίου, Ὑπομνήματα εἰς τάς βίβλους Βασιλειῶν, Α΄-Ε΄, PG 69, 680Α-697Α.
• Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις εἰς τούς Ψαλμούς, PG 69, 717Α-1273Α.
• Τοῦ ἰδίου, ᾨδή Μωυσέως ἐν Ἐξόδῳ, PG 69, 1273Β.
• Τοῦ ἰδίου, ᾨδή Μωυσέως ἐν Δευτερονομίῳ, PG 69, 1273Β-1276Β.
• Τοῦ ἰδίου, ᾨδή Ἄννας μητρός Σαμουήλ ἐν Βασιλειῶν Πρώτῳ, PG 69, 1276C.
• Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τάς Παροιμίας, PG 69, 1277Α.
• Τοῦ ἰδίου, Εἰς τό ᾎσμα ᾀσμάτων, PG 69, 1277Β -1293Α.
• Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις Ὑπομνηματική εἰς τόν προφήτην Ἠσαῒαν, I-V,
PG 70, 9Α-1449C.
• Τοῦ ἰδίου, Ἀποσπάσματα εἰς τούς Ἱερεμίαν, Βαρούχ, Ἐζεκιήλ καί Δανιήλ προφήτας, 70, 1452Α-1461Β.
• Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τούς 12 προφήτας, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in xii prophetas, I-II vols., Bruxelles 19652 (=PG 71, 9A-1061C καί 72, 9A-364D).
• Τοῦ ἰδίου, Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ματθαῖον, J. Reuss, Matthäus-Kommentare aus der griechischen Kirche, [Texte und Untersuchungen 61], Berlin 1957, σσ. 153-269 (=PG 72, 365Α-472C).
• Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις εἰς τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιον, Α΄-ΚΔ΄, PG 72, 476Α-949C.
• Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἰωάννην, Ι-ΧΙΙ. Pusey: Τοῦ ἰδίου, Ἐξήγησις Ὑπομνηματική εἰς τό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιον, Ι-ΧΙΙ, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, I-III vols, Bruxelles 19652 (=PG 73, 9A-1056A καί 74, 9A-756C).
• Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τάς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Brussels 19652, σσ. 441-451 (=PG 74, 757A-773Α).
• Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολήν, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Bruxelles 19652, σσ. 173-248 (=PG 74, 773Β-856Β).
• Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Κορινθίους ἐπιστολήν Α΄ καί Β΄, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Bruxelles 19652, σσ. 249-360 (=PG 74, 856Β-952Α).
• Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολήν, PG74, 952Β.
• Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολήν, PG74, 952C.
• Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολήν, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, III vol., Bruxelles 19652, σσ. 362-423 (=PG 74, 953Α-1005C).
• Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς Καθολικάς ἐπιστολάς Ἰακώβου, Πέτρου καί Ἰωάννου, PG 74, 1008Α-1024Β.
• Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς ἐπιστολήν Ἰούδα, PG 74, 1024C.
• Τοῦ ἰδίου, Θησαυρός: τοῦ ἰδίου, Ἡ Βίβλος τῶν Θησαυρῶν περί τῆς ἁγίας καί ὁμοουσίου Τριάδος, Α΄ – ΛΔ΄, PG 75, 24Α-656D.
• Τοῦ ἰδίου, Περί ἁγίας τε καί ὁμοουσίου Τριάδος, Α΄-Ζ΄, G.M. de Durand, SC 231(1976), 237(1977), 246(1978) (=PG 75, 657Α-1124C).
• Τοῦ ἰδίου, Τά ἐγκείμενα τῷ λόγῳ τῷ περί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μετά προσθήκης ἑτέρων ἐννοιῶν, PG 75, 1124D-1145C.
• Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἁγίας καί ζωοποιοῦ Τριάδος, Α΄-ΚΗ΄, PG 75, 1148Α-1189Α.
• Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, G.M. de Durand, Cyrille d᾽Alexandrie, Deux dialogues christologiques, SC 97, Paris 1994 (=PG 75, 1189B – 1253B).
• Τοῦ ἰδίου, Ὅτι εἷς ὁ Χριστός, G.M. de Durand, Cyrille d᾽Alexandrie. Deux dialogues christologiques, SC 97, Paris 1994 (=PG 75, 1253C–1361C).
• Τοῦ ἰδίου, (Σχόλια) Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, Ι – XXXV, PG 75, 1369A-1412C.
• Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Πατρός, (νόθο), ACO, τ. 1, Ι, 5, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 3-6 (=PG 75, 1413A-1420A).
• Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς τοῦ Κυρίου ἐνανθρωπήσεως, Α΄-ΛΕ΄, PG 75, 1420Β-1477Β.
• Τοῦ ἰδίου, Κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν: Πεντάβιβλος Ἀντίρρησις κατά τῶν Νεστορίου Δυσφημιῶν, Α΄-Ζ΄, ACO, τ. 1, Ι, 6, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 13-106 (=PG 76, 9A-248A).
• Τοῦ ἰδίου, Διάλεξις πρός Νεστόριον. Ὅτι Θεοτόκος ἡ ἁγία Παρθένος καί οὐ Χριστοτόκος, (νόθο), PG 76, 249A-256A.
• Τοῦ ἰδίου, Λόγος. Κατά τῶν μή βουλομένων ὁμολογεῖν Θεοτόκον τήν ἁγίαν Παρθένον, ACO, τ. 1, Ι, 7, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 19-32 (=PG 76, 256Β-292A).
• Τοῦ ἰδίου, Ἐπίλυσις τῶν Δώδεκα Κεφαλαίων, ACO, τ. 1, Ι, 5, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 15-25 (=PG 76, 293A-312D).
• Τοῦ ἰδίου, Ἀπολογητικός ὑπέρ τῶν Δώδεκα Κεφαλαίων: Τοῦ ἰδίου, Πρός τούς τολμῶντας συνηγορεῖν τοῖς Νεστορίου δόγμασιν ὡς ὀρθῶς ἔχουσι. Ἀπολογητικός ὑπέρ τῶν δώδεκα κεφαλαίων πρός τούς τῆς Ἀνατολῆς ἐπισκόπους, ACO, τ. 1, Ι, 7, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 33-65 (=PG 76, 316A-385Α).
• Τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή πρός Εὐόπτιον: τοῦ ἰδίου, Ἐπιστολή πρός Εὐόπτιον, πρός τήν παρά Θεοδωρήτου κατά τῶν δώδεκα κεφαλαίων ἀντίρρησιν, ACO, τ. 1, Ι, 6, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 110-146 (=PG 76, 385Β-452C).
• Τοῦ ἰδίου, Λόγος Ἀπολογητικός πρός τόν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον, ACO, τ. 1, Ι, 3, σσ. 75-90 (=PG 76, 453Α-488Α).
• Τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ: Ὑπέρ τῆς τῶν χριστιανῶν εὐαγοῦς θρησκείας πρός τά τοῦ ἐν ἀθέοις Ἰουλιανοῦ, Ι – ΧΙΧ, P. Évieux, Contre Julien, I, SC 322 (livres I-II), Paris 1985, σσ. 100-318 (PG 76, 504A-1064B).
• Τοῦ ἰδίου, Κατά ἀνθρωπομορφιτῶν, A΄-ΚΗ΄, P.E. Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, vol. 3, Bruxelles 19652, σσ. 547-602 (=PG 76, 1065A-1132B).
• Τοῦ ἰδίου, Πρός τόν εὐσεβέστατον βασιλέα Θεοδόσιον. Περί τῆς ὀρθῆς πίστεως τῆς εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, A΄-ME΄, ACO, τ. 1, Ι, 1, Berolini et Lipsiae 1928, σσ. 42-72 (=PG 76, 1133A-1200D).
• Τοῦ ἰδίου, Α΄ Προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις, ACO, τ. 1, Ι, 5, σσ. 62-118 (=PG 76, 1201A-1336B).
• Τοῦ ἰδίου, Β΄ Προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις, περί τῆς ὀρθῆς πίστεως, Α΄-ΝΘ΄, ACO, τ. 1, Ι, 5, σσ. 26-61 (=PG 76, 1336Α-1420D).
• Τοῦ ἰδίου, Ἀποσπάσματα δύο ἀπό δογματικά ἔργα (νόθο), PG 76, 1421Α-1426D.
• Τοῦ ἰδίου, Κατά συνουσιαστῶν, ACO, τ. 1, Ι, 4, σ. 10 (=PG 76, 1427A-1437B).
• Τοῦ ἰδίου, Κατά Διοδώρου Ταρσοῦ καί Θεοδώρου Μοψουεστίας, P.E Pusey, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, vol. 3, Bruxelles 19652, σσ. 492 -537.
• Τοῦ ἰδίου, 88 Ἐπιστολαί, PG 77, 9Α-390C.
• Τοῦ ἰδίου, Ἑόρτιοι Ὁμιλίαι, Ι-ΧΧΧ, P. Évieux, Lettres Festales, I-VI, SC 372 (1991), VII-XI, 392, (1993) καί W. H. Burns, Lettres Festales, ΧΙΙ-ΧVII – SC 434 (1998) (=PG 77, 401Α-981C). [Στούς τόμους τῆς SC περιλαμβάνονται μόνο οἱ δεκαεπτά πρῶτες ὁμιλίες].
• Τοῦ ἰδίου, Ὁμιλίαι, A΄-ΚΒ΄, PG 77, 981D-1116C.
• Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς παναγίας Τριάδος ἐν κεφαλαίοις κη΄, PG 77, 1120A-1173D.
• Τοῦ ἰδίου, Συναγωγή τῶν ἀναγωγικῶς ἑρμηνευομένων ρητῶν τῆς Παλαιᾶς Ἁγίας Γραφῆς, PG 77, 1176A-1289D.
ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Ἀλεβιζοπούλου, Ἡ Ὀρθοδοξία μας: Ἀλεβιζοπούλου, Ἀ., πρωτοπρ., Ἡ Ὀρθοδοξία μας, Ἀθήνα 1994.
• Ἀνδρούτσου, Χρ., Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. οἶκος Ἀστήρ, ἐν Ἀθήναις 1907.
• Τοῦ ἰδίου, Δογματικαί μελέται Α΄, ἐν Ἀθήναις 1907.
• Τοῦ ἰδίου, Συμβολική ἐξ ἀπόψεως Ὀρθοδόξου, ἐν Ἀθήναις 19302.
• Αρτέμη, Ε., «Τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως σέ δύο διαλόγους, «Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς» καί «Ὅτι εἷς ὁ Χριστός», τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας», μ. δ., Ἐκκλησιαστικός Φάρος, τ. ΟΕ (2004), 145-277.
• Βούλγαρη, Χρ. Σπ., Ἡ ἐν Χριστῷ τελείωσις τῆς θείας Οἰκονομίας κατά τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ἀθῆναι 1988.
• Gaultier, P., «L᾽ ὁμοούσιος de Paul de Samosate», RSR 12 (1922) 30-45.
• Χρήστου, Πατρολογία, Γ΄ καί Δ”: τοῦ ἰδίου, Ἑλληνική Πατρολογία, τ. Γ΄ καί Δ΄, Θεσσαλονίκη 1987, 1989.
• Καρμίρη, Ἰω. Ν., Σύνοψις τῆς Δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1960.
• Κασσομενάκη, Ἰω., – Κόμπου, Ἀ., Ἐγχειρίδιον Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1968.
• Κατερέλου, Κ., ἐπισκόπου Ἀβύδου, «Σημειώσεις ἀπό τίς παραδόσεις του στά μαθήματα «Ἱστορική Δογματική Θεολογία» καί «Δογματική»», Ἀθήνα 2011.
• Lohse, Ed., Ἐπίτομη Θεολογία τῆς Καινῆς Διαθήκης, Ἀθήνα 19333.
• Lossky, Vl., Ἡ μυστική Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, (μτφρ. Στ. Πλευράκη), Θεσσαλονίκη 1964.
• Ματσούκα, Ν. Ἀ., Γένεσις καί οὐσία τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, Θεσσαλονίκη 1969.
• Τοῦ ἰδίου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Α΄: Ματσούκα, Ν. Ἀ., Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Α΄. Εἰσαγωγή στή θεολογική γνωσιολογία, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, [Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη -2], Θεσσαλονίκη 1996.
• Τοῦ ἰδίου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄: Ματσούκα, Ν. Ἀ., Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄. Ἔκθεση τῆς ὀρθόδοξης πίστης σέ ἀντιπαράθεση μέ τή δυτική χριστιανοσύνη, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, [Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη -3], Θεσσαλονίκη 2001.
• Τοῦ ἰδίου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ΄: Ματσούκα, Ν. Ἀ., Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ΄. Ἔκθεση τοῦ οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, [Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη-34], Θεσσαλονίκη 1997.
• Τοῦ ἰδίου, Οἰκουμενική Θεολογία: Ματσούκα, Ν. Ἀ., Ἔκθεση τῆς χριστιανικῆς πίστης. Προϋποθέσεις ἑνός Oἰκουμενικοῦ διαλόγου, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, [Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη -55], Θεσσαλονίκη 2005.
• McGuckin, J. A, St Cyril of Alexandria the Christological controversy. (Its history, theology and texts), New York 1994.
• Mckinion, S. A., Words, Imagery and the Mystery of Christ. A reconstruction of Cyril of Alexandria’s christology, Leiden – Brill 2000.
• Παπαδοπούλου, Σ, Κύριλλος: τοῦ ἰδίου, Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἀθήνα 2004.
• Παπαδοπούλου, Χρ., Ὁ Ἅγιος Κύριλλος: Παπαδοπούλου, Χρ., Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἀλεξάνδρεια 1933..
• Θεοδώρου, Ἡ χριστολογική ὁρολογία: Θεοδώρου, Ἀ., Ἡ χριστολογική ὁρολογία καί διδασκαλία Κυρίλλου τοῦ Ἀλεξανδρείας καί Θεοδωρήτου τοῦ Κύρου, δ.δ., Ἀθῆναι 1955.
• Τρακατέλλη, Δ., μητροπ. Βρεσθένης, Χριστός ὁ προϋπάρχων Θεός, (μτφρ. ἀρχιμ. Νικολάου Χατζηνικολάου), ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1992.
• Ξεξάκη, Ὀρθόδοξος Δογματική Β΄: Ξεξάκη, Ν. Γ., Ὀρθόδοξος Δογματική Β΄. Ἡ Θεολογία τοῦ Ὁμοουσίου, ἐκδ. Ἔννοια, Ἀθήνα 2006.