Άρθρο στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής Γ’ Ματθαίου ( Ματθ. 6, 22-35)

Δύσκολο το ευαγγελικό ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής, Γ’ Ματθαίου. Δύσκολο όχι για να καταλάβουμε τι λέει αλλά για να παραδεχτούμε αυτό που λέει. Διότι και τότε και τώρα, με τον ίδιο τρόπο οι άνθρωποι ακούν το Ευαγγέλιο. «Σκληρός έστιν ούτος ο λόγος. Τις δύναται αυτού ακούειν;», λένε.

Αλήθεια, ποιος μπορεί ν’ ακούει σήμερα Τον Χριστό να λέει: «Μην μεριμνάτε» και να φέρνει παράδειγμα τα πετεινά τ’ ουρανού και τα κρίνα του αγρού; Μακάρι να ‘ταν τόσο εύκολα τα πράγματα στη ζωή. Κι αν ήταν δυνατόν να είχαν εφαρμογή σ’ εκείνη την εποχή τα λόγια Του Χριστού, σήμερα μοιάζουν ανεφάρμοστα. Άλλοι καιροί, άλλες συνθήκες ζωής.

Η πιο αισθητή, η πιο χαρακτηριστική όψη της εποχής μας, είναι η βιασύνη και η δραστηριότητά της. Μια βιασύνη γεμάτη αγωνία, μια δραστηριότητα χωρίς ανάπαυση. Ένας διαρκής αγώνας δρόμου κατάντησε η ζωή μας. Αλλά γιατί τρέχουμε; Γιατί ασθμαίνουμε; Γιατί αγωνιούμε;

Αν θελήσουμε να χαρακτηρίσουμε με μια ευαγγελική λέξη ό,τι συμβαίνει, αυτή θα ήταν η «μέριμνα». Κι αν θέλαμε να συμπεριλάβουμε σε μια φράση της Αγίας Γραφής την εικόνα της ζωής του σημερινού ανθρώπου θα επαναλαμβάναμε τα λόγια του ψαλμού:

«Εγείρεσθαι μετά το καθήσθαι οι εσθίοντες άρτον οδύνης».

Πόσο παράδοξο! Μ’ όλα τα μέσα της εποχής μας και τις ευκολίες της ζωής, τρώμε «άρτον οδύνης».

Πικρό είναι το ψωμί μας και δεν βρίσκουμε ανάπαυση και δεν προφταίνουμε να το φάμε. Στο πόδι το τρώμε! Μεριμνάμε, δηλαδή μοιράζουμε και σκορπίζουμε τον εαυτό μας, βυθιζόμαστε και χανόμαστε στο πέλαγος της ζωής, χάνουμε την πνευματική μας πορεία, στενεύουμε τα όρια του προορισμού μας, μεταβαλλόμαστε σε δούλους της υλικής ανάγκης, δίνουμε την ψυχή μας σε πράγματα που δεν αξίζουν και ανταλάσσουμε την αιωνιότητα με τον ολιγόχρονο βίο μας.

Η σκέψη και η αγωνία μας είναι πως θα εξασφαλίσουμε επί της γης το αύριο και χάνουμε το σήμερα. Στην πραγματικότητα το αύριο δεν έρχεται ποτέ, γιατί κάθε μέρα που ξημερώνει το παραπέμπει στην επόμενη.

Με το στόμα λέμε ότι είμαστε δούλοι Χριστού και με την ψυχή δουλεύουμε στον κόσμο. Είμαστε προσκολλημένοι στην καθημερινότητα, τι θα φάμε, τι θα πιούμε, τι θα φορέσουμε, πως θα κερδίσουμε, τι θ’ αποκτήσουμε. Κι εκείνοι που δήθεν είναι πνευματικοί άνθρωποι, κινούνται μέσα σ’ έναν κύκλο πρακτικού υλισμού.

Όλ’ αυτά αποτελούν μια πλάνη και παρουσιάζουν έναν κόσμο που μιλά περί πίστεως ενώ έπαψε να πιστεύει, που εκτιμά μόνο τη μεγάλη δήθεν αξία της εργασίας του και δεν δίνει τόπο στη θεία πρόνοια.

Αλλ’ ακριβώς αυτό θέλει να προλάβει ο Χριστός όταν λέει «μη μεριμνάτε». Δεν θέλει τη νέκρωση και την αχρήστευση των δημιουργικών μας δυνάμεων, δεν κηρύσσει στους ανθρώπους την τεμπελιά και την απραξία, δεν υπόσχεται ότι θα μας ρίξει απ’ τον ουρανό την τροφη μας και τα ρούχα μας, τα οποία προφανώς και χρειαζόμαστε για την υλική και σωματική συντήρησή μας.

Αυτό που θέλει είναι να μην αφιερώνουμε όλη μας τη φροντίδα, να μη δίνουμε όλον μας τον εαυτό, να μη γινόμαστε δούλοι στην τροφη και στο ένδυμα και γενικά στα υλικά αγαθά. Έχουμε κι άλλες ανάγκες τις οποίες πρέπει να φροντίσουμε. Εκτός απ’ το σώμα έχουμε και την ψυχή. Ποιος θα μεριμνήσει ποιος θα φροντίσει γι’ αυτήν; Η μήπως αυτή αξίζει λιγότερο απ’ το σώμα;

Τείνουμε να ξεχάσουμε, δυστυχώς, ότι έχουμε και ψυχή και πνευματικές ανάγκες κι έτσι όλο και υλιστικότεροι γινόμαστε, όλο αυξάνεται χωρίς ικανοποίηση η μέριμνά μας για τα υλικά. Έτσι αυτό που ονομάζεται ελευθερία δεν το αντιλαμβανόμαστε, δεν το βιώνουμε, διότι είμαστε υποδουλομένοι στις καθημερινές ανάγκες του σώματός μας.

Δεν το υπηρετούμε απλά το σώμα και δεν το συντηρούμε όπως είναι φυσικό αλλά δουλεύουμε σ’ αυτό με την ψυχή μας. Η ελευθερία είναι έννοια πνευματική και την αντιλαμβάνονται και τη ζουν μόνον εκείνοι που στέκονται πάνω απ’ την ικανοποίηση των σωματικών τους αναγκών.

Βλέπουμε λοιπόν πως κατά τη θεωρία είμαστε πιστοί και κατά την πράξη υλιστές. Η λεγόμενη θρησκευτικότητα και η συμμετοχή στη θεία λατρεία, δεν φανερώνει την αληθινή πίστη. Πολλές φορές είναι ο μανδύας εκείνος που μας ξεγελά. Μήπως η βιοτική μέριμνα δεν μας ακολουθεί και στο ναό; Κι ας μας καλεί ο Χερουβικός Ύμνος σε κάθε Θεία Λειτουργία να την αφήσουμε στην άκρη.

Η ιδιοτέλεια, το ταπεινό συμφέρον, η κερδοσκοπία, η φιλαργυρία, είναι ακριβώς τα σημεία εκείνα που δείχνουν την αντινομία που αναφέραμε παραπάνω.

Μήπως ήρθε η ώρα, με αφορμή το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής, ν’ ακούσουμε τη φωνή Του Χριστού και να δώσουμε σωστή κατεύθυνση στις επιδιώξεις μας; Πνευματικότερο περιεχόμενο στον αγώνα της ζωής μας;

Ιερομ. Αυγουστίνος Βλάχος