Ομιλία Σεβασμιωτάτου για την Άλωση της Πόλης στην Εκδήλωση της Αδελφότητος Προκοπιέων Ν. Ιωνίας & Ν. Ηρακλείου
Ν. Ιωνία, 29 Μαΐου 2016
Είναι πραγματικά δύσκολο και οδυνηρό το εγχείρημα να προσπαθήσει κάποιος να αρθρώσει έστω μερικές λέξεις για την Άλωση της Πόλης, για την Άλωση της Βασιλίδας των πόλεων, για την πρωτεύουσα του βυζαντινού κράτους την Κωνσταντινούπολη και να μην ραγίσει από πόνο ο νους και η καρδιά του.
Πράγματι, η τελευταία εβδομάδα του Μαΐου κάθε χρόνο αποτελεί για τον κάθε Έλληνα μία εβδομάδα ορόσημο, αφού μέσα σε αυτήν καίει άσβεστη η φλόγα της μνήμης της Αλώσεως. Έχουν περάσει 563 ολόκληρα χρόνια από τις 29 Μαΐου του 1453 και αυτή η θλιβερή επέτειος έχει αφήσει το δικό της μοναδικό ανεξίτηλο αποτύπωμα τόσο στην γενικότερη ελληνική ιστορία, όσο και ειδικότερα στην κάθε μία ελληνική χριστιανική ψυχή, η οποία για αιώνες τώρα θρηνεί το τέλος της «Ρωμανίας», φέρνοντας στο νου όλων μας έντονα συναισθήματα πόνου και θλίψης, αφού η απώλεια της ελευθερίας είναι αναμφισβήτητα η φρικτότερη και οδυνηρότερη κατάληξη που μπορεί να συμβεί στην ιστορία ενός λαού.
Βεβαίως, για εμάς τους Έλληνες, η Άλωση της Πόλης το 1453 αποτελούσε και αποτελεί μία τραγωδία, μία τραγωδία που σημάδεψε το τέλος της ένδοξης χριστιανικής υπερχιλιετούς Αυτοκρατορίας της Ανατολής, η οποία υπήρξε συνώνυμο της ιστορικής πορείας του μεσαιωνικού Ελληνισμού, τα χαρακτηριστικά της οποίας ήταν ο ελληνικός πολιτισμός, η ελληνική γλώσσα και η ορθόδοξη χριστιανική πίστη, σηματοδοτώντας παράλληλα την αρχή της σκλαβιάς. Όταν η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε η υπερχιλιετής Ρωμαϊκή Ανατολική Αυτοκρατορία έπαψε πλέον να υπάρχει, διακόπτοντας έτσι βίαια και άδοξα μία ιστορική ένδοξη πορεία 12 αιώνων ζωής του Βυζαντίου, μία πορεία που είχε ως σφραγίδα την αληθινή πίστη στον αληθινό Θεό. Γι’ αυτό, η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, με όποιο τρόπο κι αν την προσεγγίσει κανείς, αποτελεί ένα ξεχωριστό και καθοριστικό ορόσημο τόσο για τις συνέπειες και τα αποτελέσματα που αφορούν την ιστορική διαδρομή του ελληνισμού, όσο και για την γενικότερη πορεία της Ευρώπης.
Από την στιγμή που ο ευσεβής και πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος, τη μνήμη του οποίου η Αγία μας Εκκλησία τιμούσε πριν μερικές ημέρες, με το μεγαλόπνοο και μεγαλοφυές σχέδιο του να μεταφέρει την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από την «Παλαιά» στη «Νέα Ρώμη», θεμελιώνεται στις 11 Μαΐου του 330 το αριστούργημα των πόλεων, μία πόλη που έμελλε να γίνει ο πνευματικός «Φάρος του κόσμου», αφιερώνοντάς τη στην Βασίλισσα των Ουρανών, στη Μητέρα του Κυρίου μας. Η Παναγία έγινε από τότε η Υπέρμαχος Στρατηγός, η Προστάτιδα της Πόλεως. Τον 5ο αι. ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός συνεχίζει την Ρωμιοσύνη. Οικοδομεί και θεμελιώνει την καρδιά της ελληνικής ορθοδοξίας, τον μεγαλοπρεπή Ναό της Αγίας Σοφίας, αφιερωμένο στον Ενανθρωπίσαντα Θεό Λόγο, στη Σοφία του Θεού, στον ίδιο τον Χριστό. Η αυτοκρατορία ακτινοβολεί! Η ανάπτυξη και η καλλιέργεια της εκκλησιαστικής υμνογραφίας και ποίησης, η βυζαντινή μουσική και αγιογραφία, η αρχιτεκτονική, η γλυπτική, η κωδικοποίηση της νομικής επιστήμης, η ίδρυση σχολείων και η κατασκευή πολλών βιβλιοθηκών, η ανάπτυξη της διοικητικής και οικονομικής πολιτικής, τα πολλά ιδρύματα στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας όπως γηροκομεία, πτωχοκομεία και ξενώνες, η ύπαρξη και η κατασκευή 322 δρόμων και 4.000 Μεγάρων σε συνδυασμό με τους 1.000.000 κατοίκους αποτελούν ένα ελάχιστο δείγμα από τη μεγαλειώδη ζωή αυτής της πόλης.
Η ηγεσία όμως δεν είχε πάντοτε το σθένος και την δυναμική που απαιτούσαν οι καιροί και οι συνθήκες. Τον 10ο και τον 11ο αι. οι συγκρούσεις με τους εκχριστιανισμένους Βουλγάρους έδειξαν στην ηγεσία της αυτοκρατορίας πως η κοινή θρησκεία δεν αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα συγκρούσεων. Πράγματι, μετά το οριστικό σχίσμα των δύο Εκκλησιών το 1054, ήτοι ανάμεσα στην Εκκλησία της Ρώμης και σε αυτήν της Κωνσταντινούπολης, το οποίο βέβαια ήρθε ως επιστέγασμα της σταδιακής αποξένωσης και απομάκρυνσης των δύο Εκκλησιών, διαρρήχθηκαν ακόμη περισσότερο οι δεσμοί ανάμεσα στα χριστιανικά κράτη. Στο εξής, η Ρώμη άρχισε να αντιμετωπίζει το Βυζάντιο ως κράτος μη φιλικό, ενώ η Αυτοκρατορία ήταν ιδιαίτερα καχύποπτη και επιφυλακτική απέναντι στις ρωμαϊκές αξιώσεις. Ωστόσο, το 1204, οι Δυτικοί με τις ευλογίες του πάπα Ιννοκέντιου Γ’ και υπό την αρχηγεία του Ιταλού Βονιφάτιου Μομφερατικού οργάνωσαν τη Δ’ Σταυροφορία, η οποία είχε αρχικά ως στόχο την κατάληψη της Ιερουσαλήμ μέσω εισβολής στην Αίγυπτο, αλλά τελικά παρέκκλινε από το στόχο της και οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, καταλύοντας τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ιδρύοντας έτσι τη Λατινική Αυτοκρατορία, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το 1261.
Βεβαίως, η Άλωση υπήρξε το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μίας δυσχερούς κατάληξης που οφειλόταν σε μακροχρόνια, διαρκή, πολιτική και οικονομική αποσύνθεση και αστάθεια. Από τη μία πλευρά οι κοινωνικές και θρησκευτικές αντιθέσεις, οι διχογνωμίες, οι κενόδοξες φιλοδοξίες στρατιωτικών και πολιτικών, οι οποίες επέφεραν την αποδιοργάνωση των επαρχιών με εμφυλίους πολέμους και από την άλλη, η διείσδυση πολλών αλλοφύλων στο διοικητικό μηχανισμό καθώς και μισθοφόρων στο στρατό, σε συνδυασμό με τη γενικότερη εσωτερική αναρχία, είχαν προκαλέσει τόσο την εθνολογική, όσο και την πνευματική αλλοίωση των κατοίκων στο εσωτερικό, αφού λειτουργούσαν ατελέσφορα και αδρανοποιούσαν το δυναμισμό της Πόλης. Αποτέλεσμα των εσωτερικών αυτών συγκρούσεων αποτέλεσε η δημογραφική συρρίκνωση με τη μετανάστευση ενός μεγάλου αριθμού πληθυσμού από την Ανατολή προς τη Δύση.
Έτσι, μέσα στη γενικότερη επικρατούσα κοινωνική και πνευματική αλλοίωση, η αναρρίχηση στον οθωμανικό θρόνο του μόλις 21 ετών αδιάλλακτου σουλτάνου Μωάμεθ Β΄, προκάλεσε έντονο φόβο και έκσταση στην βυζαντινή αυλή. Η άνοδός του σηματοδοτούσε την άμεση εφαρμογή της έμμονης ιδέας του διαλλακτικού πατέρα του Μουράτ Β’, που δεν ήταν άλλη από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, κάτι που επιτυγχάνει με 400.000 επίλεκτο στρατό και εξελιγμένο οπλισμό (ανάμεσα τους 15.000 Γενίτσαροι και 30.000 βίαια αποσπώμενοι χριστιανοί) ύστερα από επίμονη πολιορκία 55 ημερών (6 Απριλίου-29 Μαΐου), έναντι των μόλις 5.000 Ελλήνων πολεμιστών και 3.000 ξένων μισθοφόρων.
Ωστόσο, απέναντί του τάχθηκε από τον Θεό και την ιστορία να οργανώσει εύστοχα «άμυνα μέχρις εσχάτων» ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος. Από την πλευρά του πολιορκητή έγινε πρόταση προς τον αυτοκράτορα να παραδώσει την Πόλη με αναξιοπρεπή ανταλλάγματα. Οι σύμμαχοί του του υπεδείκνυαν τρόπους διαφυγής έτσι ώστε να οργανώσει την άμυνα κατά του εχθρού σε άλλο ιδανικότερο και προσφορότερο έδαφος. Η απάντηση του αυτοκράτορα στην θρασύτατη πρόταση του εχθρού υπήρξε αφοπλιστική και αποτελεί το τελειότερο και πλουσιότερο επίγραμμα φιλοπατρίας και ηθικής : « Τό δέ τήν πόλιν σοι δοῦναι οὔτ’ ἐμόν ἐστίν, οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτη∙ κοινή γαρ γνῶμη πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Ο αυτοκράτορας ανέλαβε την πύλη του Αγίου Ρωμανού, η οποία θεωρούταν το ασθενέστερο σημείο των χερσαίων τειχών της πόλης. Τη νύχτα της 18ης Απριλίου ένα ογκοδέστατο πλήθος Τούρκων είχε περιέλθει στα τείχη της Πόλεως. Οι κραυγές τους ηχούσαν έντονα και ακούγονταν μέχρι τα παράλια της Ασίας. Μέσα από τα τείχη ο μαρτυρικός θρυλικός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος «Ἔφιππος δι’ ὄλης τῆς ἠμέρας περιπατῶν ἤν γύρωθεν ἔνδον τῆς πόλεως καί τῶν τειχῶν» , αεικίνητος διέτρεχε όλη την πόλη ενθαρρύνοντας τον στρατό και τους αρχηγούς τους να παραμείνουν μέχρις εσχάτων αμυνόμενοι. Η πολιορκία διήλθε από πολλές φάσεις. Οι πρώτες επιθέσεις των Τούρκων απέτυχαν. Τα τουρκικά πλοία άρχιζαν να στασιάζουν. Οι ύβρεις και οι απειλές του σουλτάνου προκαλούσαν έντονο φανατισμό ξεσηκώνοντας τους παθιασμένους πολιορκητές, επιχειρώντας παράλληλα νέες επιθέσεις δίχως όμως το επιθυμητό γι’ αυτούς αποτέλεσμα. Ο σουλτάνος άρχισε να αμφιβάλλει και προς στιγμή πιστεύθηκε ότι η Κωνσταντινούπολη είχε σωθεί. Η ορμή όμως των πολιορκητών παρέμενε αμείωτη και η πείνα θέριζε τους ηρωικούς υπερασπιστές.
Παραμονή της θλιβερής ημέρας, 28 Μαΐου 1453, ο Τούρκος σουλτάνος μεταβαίνει με 10.000 έφιππους στρατιώτες προς επιθεώρηση του στόλου του. Γύρω από την πόλη κυριαρχεί ένας απερίγραπτος εκκωφαντικός θόρυβος από σάλπιγγες, σαντούρια, τύμπανα, κύμβαλα και από πολλά άλλα ακόμη θορυβώδη όργανα, τα οποία σε συνδυασμό με τα άγρια φοβερά ουρλιαχτά των φανατισμένων Τούρκων δημιουργούν ένα τρομακτικό πανδαιμόνιο. Αντίθετα, κατήφεια, θλίψη και αγωνία κυριαρχεί εντός των τειχών στις δύσκολες εκείνες στιγμές. Όλοι τους ενεργούν σύμφωνα με αυτό που τους προστάζει το καθήκον. Εκεί, ο σεμνός και ταπεινός αυτοκράτορας μαζί με τους τελευταίους προασπιστές της Πόλεως έγραφαν τον επίλογο μίας μεγάλης πράξεως σε όλο της το ηθικό μεγαλείο. Όλοι τους με ένα κοινό σκοπό: «να χύσουν το αίμα τους για την χαρά και την ελπίδα όλων των Ελλήνων». Με εντολή του Κωνσταντίνου καμπάνες και σήμαντρα καλούν το λαό σε Λιτανεία, όπου πλήθος Κληρικών κατευθύνουν τη συνάθροιση. Ακολουθούν Άρχοντες και πάσης κοινωνικής τάξεως και φύλου άνθρωποι. Κραυγή απόγνωσης ήταν η προσευχή τους. Κλαυθμοί, γογγυσμοί, στεναγμοί, πόνος, αγωνία και δάκρυα χαρακτήριζαν τον έκτακτο εκείνο συναγερμό.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο αυτοκράτορας κάλεσε στο παλάτι τους στενότερους συνεργάτες του. Κάποιοι το χαρακτήρισαν ως «προσκλητήριο θανάτου». Οι θερμοί λόγοι του Κωνσταντίνου ήρθαν να επιστεγάσουν τη συνέχεια ενός ηρωικού και υπερήφανου επιλόγου μίας ένδοξης υπερχιλιετής ιστορίας της αυτοκρατορίας: «Παρακαλῶ ὑμᾶς, ἵνα στῆτε ἀνδρείως καί μετά γενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν. Παραδίδω δέ εἰς ὑμᾶς τήν ἐκλαμπροτάτην καί περίφημον ταύτην πόλιν καί πατρίδα ἡμῶν και βασιλεύουσαν τῶν πόλεων. Καλῶς λοιπόν γινώσκετε, ἀδελφοί, ὅτι διά τέσσαρά τινα ὀφείλομεν κοινῶς πάντες νά προτιμήσωμεν τόν θάνατον μᾶλλον ἤ τήν ζωήν∙ πρῶτον μέν ὑπέρ τῆς πίστεως ἡμῶν καί εὐσεβείας, δεύτερον δέ ὑπέρ τῆς πατρίδος, τρίτον δέ ὑπέρ τοῦ βασιλέος ὡς Χριστοῦ τοῦ Κυρίου και τέταρτον ὑπέρ συγγενῶν καί φίλων».
Την τελευταία εκείνη μακρά και αγωνιώδη νύχτα της θλιβερής επετείου, o Κωνσταντίνος επιτέλεσε το τελευταίο εκείνο χρέος που αισθανόταν ως Χριστιανός. Στον υπέρλαμπρο Ναό της Αγίας Σοφίας τελέσθηκε για τελευταία φορά κατανυκτική Θεία Λειτουργία. Ο αυτοκράτορας προσήλθε με μεγάλη συντριβή και θλίψη και, αφού ζήτησε συγχώρεση από τους Χριστιανούς αδελφούς του, κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Τον ακολούθησαν αυλικοί, άρχοντες, αξιωματούχοι, αλλά και μεγάλο πλήθος λαού. Όλοι με δάκρυα στα μάτια γονατίζουν για τελευταία φορά κάτω από τον μεγαλοπρεπή θόλο της Αγίας Σοφίας. Έμελλαν να είναι αυτές οι ύστατες και ομορφότερες στιγμές ελευθερίας της μαρτυρικής ζωής του τραγικού τούτου τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα. Στη συνέχεια, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γεώργιος Σφραντζής: «Εἶτα ἐλθῶν εἰς τά ἀνάκτορα, ὀλίγον σταθείς καί ἐκ πάντων συγχώρησιν αἰτήσας, ἐν τῆδε τῇ ὥρα τίς διηγήσεται τούς τότε κλαυθμούς καί θρήνους τούς ἐν τῷ παλατίῳ, εἰ καί ἀπό ξύλου ἄνθρωπος ἤ ἐκ πέτρας ἦν, οὐκ ἠδύναντο μή θρηνῆσαι». Η στιγμές αγωνίας ενός λαού με τόσο ένδοξη ιστορία μέσα στον υπέρλαμπρο Ναό της Αγίας Σοφίας προκαλούν τον θαυμασμό και την συγκίνηση κάθε ανθρώπου. Το ελληνικό έθνος οφείλει να είναι και να αισθάνεται αιώνια υπερήφανο, αφού οι τελευταίες αυτές ικεσίες βγαλμένες από τις καρδιές Ελλήνων που ίσως να μην αντίκριζαν το φως της άλλης ημέρας θα αντηχούν αιώνια μέσα στην κάθε ελληνική ψυχή και θα φωτίσουν πάντοτε την ιστορία του ελληνικού έθνους.
Στις 29 Μαΐου στις 03.00 το πρωί ο σουλτάνος Μωάμεθ προσήλθε ο ίδιος στα τείχη της Πόλεως για να διατάξει την τελική γενική έφοδο. Πράγματι, αναρίθμητοι φανατισμένοι Τούρκοι επιχειρούν να αναρριχηθούν μανιωδώς στα τείχη. Εν ριπή οφθαλμού, μέσω απερίγραπτου συνεχούς θορύβου, στήνουν εκατοντάδες κλίμακες και εξαιτίας των αλλεπάλληλων μανιωδών επιθέσεων καταφέρνουν να εξαντλήσουν την όποια αμυντική προσπάθεια των Ελλήνων. Οι μάχες ήταν τρομακτικές. Ωστόσο, η ψυχική και σωματική καταπόνηση των προασπιστών ήταν αναμφισβήτητη. Ο σουλτάνος εξαπέλυσε βροχή θανάτου με βολές του μεγάλου πυροβόλου, το οποίο είχε μήκος 8 μέτρα και εκτόξευε πέτρινα βλήματα 400 κιλών. Οι βολές πέφτουν στην πύλη του Ρωμανού. Η μικρή πύλη, η λεγόμενη Κερκόπορτα είχε παραμείνει ανοικτή. Μέσω αυτής, όσοι Τούρκοι επιχειρούσαν να εισέλθουν εντός των τειχών εμποδίζονταν αρχικά επιτυχώς από τους υπερασπιστές της πόλεως. Όμως, με την αναρρίχηση πολλών φανατισμένων από τα τείχη η ελληνική άμυνα κάμφθηκε και η Κερκόπορτα διευκόλυνε την είσοδο των πολιορκητών κατ’ ομάδες. Οι πολιορκούμενοι έντρομοι πληροφορήθηκαν το τέρμα του ιερού αγώνα τους μέσω της φοβερής κραυγής: «ἡ πόλις ἐκυριεύθη», «ἡ πόλις ἐάλλῳ»! Αφοσιωμένος στη μάχη ο Κωνσταντίνος με τους συντρόφους του δεν πληροφορήθηκε το επεισόδιο της Κερκόπορτας. Ο τραυματισμός του γενναίου συντρόφου του Ιουστινιάνη έφερε μαζί με την υποχώρηση από τα τείχη και την ηθική κατάπτωση των αμυνόμενων. Ο Κωνσταντίνος, προσπαθώντας να αποτρέψει την αποχώρηση του λαμπρού συνεργάτη του στράφηκε προς τους υπόλοιπους συντρόφους του λέγοντας : «Ὑπάγωμεν, ἄνδρες, ἐπί τούς βαρβάρους τούτους», που μεταφράζεται «ὑπάγωμεν πρός τόν θάνατον». Ο Κωνσταντίνος αφαιρεί τα διακριτικά αυτοκρατορικά του σύμβολα, διατηρώντας μόνο τα ερυθρά πέδιλα με τους χρυσούς δικέφαλους αετούς. Με τόλμη και θάρρος, ως ένας απλός καβαλάρης, ορμά στην μάχη, επιχειρώντας με μία ύστατη απεγνωσμένη προσπάθεια να αντικρούσει το πλήθος των πολιορκητών, «βρυχόμενος ὡς λέων καί τήν ρομφαίαν ἐσπασμένης ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ, πολλούς τῶν πολεμίων άπέσφαζε καί τό αἴμα ποταμηδόν ἐκ τῶν ποδῶν καί τῶν χειρῶν αὐτοῦ ἔρρεεν…» , πέφτοντας μαζί με την πόλη και την αυτοκρατορία την Τρίτη 29 Μαΐου το 1453.
Η υπερχιλιετής βυζαντινή αυτοκρατορία είχε πλέον καταλυθεί. Σε κανένα κράτος στον κόσμο η πτώση και η άλωση μίας πόλεως δεν θρηνήθηκε και δεν επηρέασε σε τόσο μεγάλο βαθμό την ιστορία, την ζωή και την ιδιοσυγκρασία ενός έθνους, όσο αυτή της Πόλεως του Ελληνισμού. Η σθεναρή αντίσταση των πολιορκημένων μπροστά στους πολυάριθμους φανατισμένους άπιστους για την πίστη και την πατρίδα, έμεινε αιώνια χαραγμένη στις ψυχές του υπόδουλου Ελληνισμού και δημιούργησε την εθνική συνείδηση στους τέσσερις αιώνες σκλαβιάς. Βεβαίως, η Λαϊκή μούσα δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να μείνει αμέτοχη και ασυγκίνητη από την Άλωση της Πόλης:
παπάδες πάρτε τα γιερά και σεις κεριά σβηστήτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού, η Πόλη να τουρκέψη
Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες».
«Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μην κλαις και μη δακρύζης, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι».
Σας ευχαριστώ!
Ο Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος ΓΑΒΡΙΗΛ