Ευγνωμοσύνης Ένεκεν στην Τρίτη Ηλικία
Παράξενα και όμως αληθινά
Παράξενα και όμως διδακτικά
Παράξενα και όμως χριστιανικά
Η γιαγιά και το …αλάτι !
Έφτασε καλοκαίρι. Μετά από μια περίοδο εξετάσεων, σχολειού, πρωινού ξυπνήματος, ερχόταν ο καιρός των διακοπών. Διακοπές για εμάς σήμαινε χωριό, παππούς και γιαγιά, που είχαμε ένα χρόνο περίπου να τους δούμε και τους λαχταρούσαμε. Μιλούσαμε βέβαια από το τηλέφωνο αρκετές φόρες μέσα στην διάρκεια του έτους αλλά δεν μας έφτανε, δεν ήταν αρκετό.
Ετοιμάζονταν λοιπόν οι βαλίτσες και άλλοτε με λεωφορείο, άλλοτε με το τραίνο φτάναμε στο χωριό στην ορεινή Κορινθία. Εκεί στο Στεφάνι έκτος από τον παππού και την γιαγιά συναντιόμασταν και όλα τα ξαδέλφια. Εμείς ήμασταν τα εγγόνια του Πασαγιάννη και της Πασαγιαννούς.
Γιαγιά η Κατερίνα και τρεις εγγονές Κατερίνες, εκεί να δείτε μπέρδεμα. Κατερίνα φώναζες και όλες γυρνούσαν. Έτσι αποφασίσαμε ότι θα έχουμε την γιαγιά Κατερίνα, την μεγάλη Κατερίνα, την μεσαία Κατερίνα και την μικρή.
Κάθε πρωί λοιπόν η γιαγιά είχε να ετοιμάσει τους μεγάλους, που είχαν φύγει αχάραγα για να μαζέψουν καπνό, έπρεπε να μας ξυπνήσει, να μας νίψει, να μας χτενίσει και να φτιάξει καθενός πρωινό όπως του άρεσε και αφού ντυνόμασταν με τα ρούχα του παιχνιδιού μέχρι να έρθει η ώρα του φαγητού το μεσημέρι που θα μαζευόμασταν όλοι μικροί μεγάλοι, η γιαγιά είχε την έννοια μας.
Ξεκινούσε το παιχνίδι, κρυφτό, κυνηγητό, μήλα, κλέφτες και αστυνόμος, πεντόβολα, επτάπετρο, το τι δεν κάναμε.
-γιαγιά πάμε βόλτα στα αλώνια φωνάζαμε
-να προσέχετε μην πιλαλάτε και χτυπήσετε, έχω ευθύνη στους γονιούς σας έλεγε η γιαγιά
Ένα και δύο και μείς βρισκόμασταν στα αλώνια, στις κούνιες δίπλα στο σχολειό του χωριού. Αφού γινόμασταν μούσκεμα στον ιδρώτα και κουραζόμασταν από το παιχνίδι σιγά σιγά γυρνούσαμε στο σπίτι.
Η γιαγιά βέβαια παρακολουθούσε από μακριά από το μπαλκόνι, μαγείρευε συνάμα έστρωνε το τραπέζι. Ογλήγορα να πλυθείτε να κάτσετε να φάτε. Εμείς πλέναμε μούτρα, χέρια, πόδια, που ήταν μέσα στις γρατζουνιές και καθόμασταν για φαί.
Σε άλλον άρεσε η φέτα σε άλλον όχι, βλίτα κολοκυθάκια, μελιτζάνες, τοματοσαλάτα, αγγούρια κρεμμύδι, πατάτες τηγανητές, το τι δεν είχε το τραπέζι πάνω όλα τα καλά του θεού. Όλοι όμως τρελαινόμασταν για το ψωμί το χωριάτικο της γιαγιάς, το μεγάλο καρβέλι το στρογγυλό που όσες μέρες και αν τρώγαμε δεν ξεραινόταν και πάντοτε βρε παιδιά χορταστικό. Τι να πω δε για αυτές τις ελιές και το λάδι.
Η γιαγιά πρώτη σε όλα κοίταζε να μην δυσαρεστήσει κανέναν και πολλές φόρες μας έλεγε: ε, άμα γεράσω πιο πολύ και δε μπορώ έτσι θα κάνετε και εσείς. Γι΄αυτό ας φερθώ τώρα καλά στις νυφαριές, ε και κάποια μπορεί να με κοιτάξει. Και άμα φύγω από την ζωή θα ανάβετε και κανά κεράκι. Βρε τι λέει η γιαγιά αναρωτιόμουν;
Οι μέρες κυλούσαν νερό, γεμάτες σκανταλιές, ξεχασιά και ξενύχτια μέχρι αργά πάνω στις λιοπάνες κοιτώντας τον γεμάτο αστέρια ουρανό και κάνοντας όνειρα. – Ελάτε για ύπνο είναι αργά, ακουγόταν η φωνή της γιαγιάς και εμείς αφού μας καληνυχτούσε πηγαίναμε για ύπνο.
Τη Κυριακή δε είχε μεταλαβιά, την καλή φορεσιά την γιορτινή και τα καλά παπούτσια. Θυμάμαι τον παπά Χρήστο που έλεγε: μονό τα εγγόνια της Πασαγιαννούς να έρθουν γέμισε η εκκλησία, και εμείς βέβαια δεν τον αφήναμε σε ησυχία, παντού χωνόμασταν στο εκκλησάκι του αϊ Θανάση, στον τάφο του παππού του Βαγγέλη, πειράζαμε το θυμιατό και όλο ερωτήσεις γιατί παππού παπά το ένα, γιατί παππού παπά το άλλο, και εκείνος με τα άσπρα γένια και τα μαλλιά είχε απαντήσεις για όλα. Πόσο περίεργα μας φαίνονταν οι τοίχοι με τις παλιές αγιογραφίες και τις χρονολογίες με τα ονόματα.
Σε μια γωνία η γιαγιά προσευχόταν και για όλους άναβε από ένα κεράκι και για τους ζωντανούς και για τους πεθαμένους και ότι ήξερε μας ορμήνευε: να είστε σεβαστικοί, να μην κοροϊδεύετε και να μην πετροβολάτε τους γέρους, και αν βλέπετε κανένα γέρο στο δρόμο αν έχετε μαζί φαΐ να το μοιράζεστε και αν έχετε ζώο να τον βάζετε να κάθεται και να τον πηγαίνετε όπου θέλει.
Η ευχή δε της γιαγιάς «τα αβραάμητα καλά να σας δίνει ο Θεός». Γιαγιά και αν ο γέρος είναι παράξενος και κακός, πεταγόμουν εγώ, να τον κοροϊδεύουμε; εσύ θα κάνεις το καλό και δεν θα κοροϊδεύεις απαντούσε λίγο αυστηρά η γιαγιά. Κάποια μέρα η γιαγιά θα έφτιαχνε ψωμί. Να με σηκώσεις και εμένα να σε δω πως το φτιάχνεις.
-Βρε που θα πας αχάραγα εσύ, πέσε κοιμήσου, ερχόταν η απάντηση.
Εγώ από την αγωνία μου μη με ξεχάσει γιαγιά όλο το βράδυ δεν κοιμόμουν. Κατά τις τεσσερισήμισι ήταν ακόμη νύχτα σηκωνόταν η γιαγιά, τσουπ την έπαιρνα χαμπάρι, λίγο νερό στο πρόσωπο και κολλητήρι δίπλα της, ξεκινούσε την δουλειά η γιαγιά και εγώ τις ερωτήσεις.
Γιατί κοσκινίζουμε το αλεύρι, πως λέγετε αυτό που βάζουμε το ψωμί; – πινακωτή απαντούσε η γιαγιά, τι είναι το προζύμι και γιατί το βάζουμε και αυτό μαζί με το αλεύρι. Γιαγιά βάζουμε και αλάτι στο ψωμί;- λίγο μου απαντούσε όχι πολύ για να γίνει πιο νόστιμο το ψωμί και να σου πω ένα μυστικό; Όπου και αν πας, ότι και αν κάνεις, όπου και αν φτάσεις στην ζωή σου μην ξεχνάς να βάζεις αλάτι. Από σήμερα και πέρα να το θυμάσαι αυτό. Παντού γιαγιά αλάτι; αναρωτήθηκα – παντού, ότι και αν κάνεις και γέλασε, όπου και αν φτάσεις.
Αφού ζυμώσαμε το ψωμί και το αφήσαμε να ξεκουραστεί η γιαγιά μας έφτιαξε τηγανίτες και όταν σηκώθηκαν όλοι από τον ύπνο, κοίταζε να κάψει τον φούρνο για να ψήσει το ψωμί και να μαζέψει όλα τα πράγματα που χρησιμοποιούσε.
Εμένα όμως μου έμεινε η κουβέντα της γιαγιάς, όπου και αν πας ότι και αν κάνεις όπου και αν φτάσεις μην ξεχνάς να βάζεις αλάτι. Για να το λέει η γιαγιά έχει δίκιο είπα, άλλωστε και στο τραχανά που φτιάξαμε έριξε αλάτι και στον μπελτέ αλάτι έριξε και στις βόλες πάλι αλάτι..
Βλέποντας λοιπόν το τσουβαλάκι με το αλάτι που είχε χρησιμοποιήσει η γιαγιά ένα και δυο ξεκίνησα και εγώ να ρίχνω αλάτι παντού! από τώρα και στο έξης είχε πει η γιαγιά. Ξεκινώ λοιπόν, στις γλάστρες αλάτι, στις τηγανίτες αλάτι, στις κότες που μαζεύαμε τα αυγά αλάτι, στην αυλή αλάτι, στο μαγειρειό αλάτι, στην αποθήκη την μικρή που φύλαγε τα όσπρια για το χειμώνα και τα μακαρόνια τα σπιτικά αλάτι, παντού αλάτι ακόμη και στο φαί. Μυστικά και εγώ αφού ήταν μυστικό γέμισα τον τόπο ολάκερο με αλάτι.
Κάποια στιγμή όμως με αντιλήφτηκαν και πάει μυστικό! Βρε τι κάνει ο εγγονός σου με το αλάτι ακούστηκε αυστηρά η φωνή του πάππου παλάβωσε;
Εγώ δε, ότι μου είπε η γιαγιά, απάντησα τρέχοντας προς το μέρος της.
Η γιαγιά μόλις με είδε τρομαγμένο (γιατί σου λέει για να φωνάξει ο παππούς κάποια σκανταλιά έγινε) ανοίγοντας τα χεριά της με αγκάλιασε μη μπορώντας να κρατηθεί από τα γέλια. Έλα εδώ βρε κουτέ. Όταν σου είπα όπου και αν πας ότι και αν κάνεις όπου και αν φτάσεις στη ζωή σου μην ξεχνάς να βάζεις αλάτι δεν εννοούσα το αλάτι βρε που μαγειρεύουμε να σκορπίζεις, αλλά την αγάπη. Να βάζεις αγάπη. Το αλάτι αν χάσει τη δύναμή του είναι άχρηστο. Γι΄αυτό λοιπόν να βάζεις αγάπη που και δύναμη έχει και δεν χαλάει. Βέβαια να προσέχεις γιατί και η πολύ αγάπη δεν κάνει καλό και η λίγη αγάπη δεν φτάνει.
Εγώ αφού δεν μπήκα τιμωρία και δεν καπήνισε και αφού διασκέδασα τους πάντες γιατί όλοι γέλαγαν φίλησα την γιαγιά και πήγα για παιχνίδι.
Γιαγιούλα μου καλή, περνώντας τα χρονιά ογδόντα έξι εσύ τριάντα έξι εγώ και αφού σπούδασα και έγινα κληρικός κάπου βρήκα ότι εμείς οι χριστιανοί είμαστε το άλας της Γής. Ένα πάντως σου υπόσχομαι πως μέχρι να πεθάνω θα σε θυμάμαι με αγάπη πάντα και από το χώρο που βρίσκομαι θα βάζω πάντα αλάτι όπου και αν πάω όπου και αν φτάσω και να σου πω και ένα μυστικό; Όταν θα φύγω από την ζωή και εγώ και με ξεχάσουν οι άνθρωποι θα μας θυμάται όλους και εσένα και εμένα το αλάτι
Ο εγγονός σου
π. Γαβριήλ