Τι είναι η Τιμία Εσθήτα της Παναγίας

5.783 social media engagement

Σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας, η Παναγία δεν μας άφησε λείψανo καθώς μετέστη. Αν και έγινε η ταφή της, αναστήθη και ανελήφθη στους Ουρανούς. Άρα δεν υπάρχει λείψανο όπως των υπολοίπων Αγίων. Το μνήμα της Παναγίας είναι κενό. Δηλαδή ο θάνατος είναι κενός, όπως θα έπρεπε να είναι για κάθε Χριστιανό, αφού δεν είναι θάνατος αλλά μετάσταση για εμάς. Η Παναγία μας έχει αφήσει μόνο δύο αντικείμενα τα οποία σχετίζονται με την ίδια.

Την Τίμια Ζώνη και την Τίμια Εσθήτα. Την Τίμια Εσθήτα, τη δώρισε η Παναγία σε μία ευλαβή γυναίκα της εποχής της, πριν την Κοίμησή της κι από εκεί και πέρα, λέει η παράδοση, πως η γυναίκα αυτή την έδινε από γενιά σε γενιά, σε απογόνους της.

Η Τιμία Εσθήτα ή το Ιερόν Μαφόριον (λατ. mafortium, εβρ. ma’aforet) ήταν το πέπλο των γυναικών, ένα είδος χιτώνα που κάλυπτε την κεφαλή και έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Μαφόριο (ή μανοφόριο) ή Εσθήτα της Θεοτόκου ονόμαζαν οι βυζαντινοί αυτό το πορφυρό (κυρίως) ύφασμα που στις εικόνες της βλέπουμε να σκεπάζει το κεφάλι και το σώμα της Παναγίας πάνω από τον εσωτερικό χιτώνα.

Έτσι, κάπου στο 450 μ.Χ, το φόρεμα κατείχε μία ευλαβής γριά, η Άννα η Γαλιλαία, η οποία δεν αποκάλυπτε το μυστικό της για δύο λόγους: αφενός γιατί κινδύνευε από κλοπή, αφετέρου κινδύνευε από εχθρούς της πίστης που ήθελαν να εξαφανίσουν οτιδήποτε έχει σχέση με τον Χριστό και την Παναγία.

Η ιστορία και η παράδοση αναφέρει πως πολλοί άνθρωποι συνέρρεαν στο σπίτι της Άννας, από το οποίο έφευγαν θεραπευμένοι. Οι άρρωστοι γίνονταν καλά, οι θλιβόμενοι ένιωθαν ανακούφιση φεύγοντας.

Κάποια στιγμή, δύο πατρίκιοι, οι Γάλβιος και Κάνδιδος, επισκέφθηκαν τους Άγιους Τόπους. Όταν είδαν τον κόσμο έξω από το σπίτι της Άννας, αναρωτήθηκαν τι συνέβαινε και πλησίασαν. Έμαθαν για τα θαύματα και μπήκαν στο σπίτι της Άννας για να τη γνωρίσουν.

Η γριά γυναίκα, εντυπωσιασμένη από τους Κωνσταντινουπολίτες και μετά από την πίεση να τους αποκαλύψει που οφείλονταν τα θαύματα, αποκάλυψε στους δύο άντρες το μυστικό της και την ανησυχία της για το που θα μεταβιβάσει την Εσθήτα αργότερα αφού δεν είχε απογόνους. Οι δύο πατρίκιοι σκέφτηκαν να αποσπάσουν την Τίμια Εσθήτα με ένα τέχνασμα. Ζήτησαν να κοιμηθούν σπίτι της, όχι όμως σε οποιοδήποτε δωμάτιο, αλλά στο συγκεκριμένο που φυλαγόταν η Τίμια Εσθήτα, για να προσευχηθούν κοντά της. Αυτό που ήθελαν όμως ήταν να μετρήσουν τις διαστάσεις του φορέματος. Στην επόμενη επίσκεψή τους, άρπαξαν το φόρεμα και το αντικατέστησαν με κάποιο δικό τους ρούχο.

Μετέφεραν το ένδυμα στην Κωνσταντινούπολη και το τοποθέτησαν σε Ναό που ανήγειραν στην περιοχή των Βλαχερνών επ’ ονόματι των Αποστόλων Πέτρου και Μάρκου, και όχι της Θεοτόκου, φοβούμενοι μη τυχόν δώσουν στόχο για την πράξη τους.

Όμως η Χάρη της Παναγίας ενεργούσε θαύματα και το θέμα πήρε διαστάσεις. Γύρω στο 473 μ.X, ο αυτοκράτορας Λέων ο Μέγας πληροφορήθηκε την παρουσία του ιερού κειμηλίου στην ΚΠολη και με μεγάλη χαρά το μετέφερε σε Ναό της Θεοτόκου στις Βλαχέρνες (κτισμένου ήδη από την αυτοκράτειρα Πουλχερία), έκτισε σφαιροειδές Παρεκκλήσιο με νάρθηκα και τοποθέτησε την Τιμία Εσθήτα σε ειδική σορό δηλ. σε λειψανοθήκη, από ατόφιο ασήμι με επίχρυσα σκαλίσματα. Γι’ αυτό και το Παρεκκλήσιο ονομάσθηκε της «Αγίας Σορού». Αυτό το γεγονός εορτάζουμε στις 2 Ιουλίου κάθε χρόνο.

Τον Ιούνιο του 860 μ.Χ και ενώ ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ’ μόλις είχε ξεκινήσει εκστρατεία κατά των Αράβων, το έθνος των Ρως, επιτέθηκε εναντίον του Βυζαντίου. Με στόλο 200 πλοίων, περικύκλωσαν την πρωτεύουσα την οποία άρχισαν να λεηλατούν. Ο αυτοκράτορας επέστρεψε στην πολιορκούμενη πόλη και μαζί με τον Πατριάρχη Φώτιο προσπαθούσαν να ενθαρρύνουν το τρομοκρατημένο πλήθος. Τότε ο Πατριάρχης, πραγματοποίησε μαζί με τον κόσμο λιτανεία γύρω από τα τείχη της Πόλης και περιφέροντας την Τίμια Εσθήτα, βάπτισε τα νερά. Ξέσπασε τότε θύελλα και θαλασσοταραχή, η οποία έτρεψε σε φυγή τον ρωσικό στόλο. Οι κάτοικοι της Πόλης, απέδωσαν τη διάσωση της Πόλης στην Τίμια Εσθήτα, καθιστώντας την Παναγία προστάτιδα της.