Οἱ πηγές καί ἡ σημασία τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας
Dr. Εἰρήνης Ἀρτέμη
PhD & MA Θεολογία
Θεολόγου – Φιλολόγου
Ὁ Κύριλλος σημαντικός ἐκπρόσωπος τῆς Ἀλεξανδρινῆς Σχολῆς καί σφοδρός πολέμιος τοῦ Νεστορίου ἀναδείχθηκε μέσα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας σπουδαῖος καί δόκιμος θεολόγος . Ἄλλωστε εἶναι χαρακτηριστικά τά προσωνύμια πού τοῦ ἀποδίδονται καί ἀπό τά ὁποῖα διαφαίνεται ἡ ἐξέχουσα προσωπικότητά του.
Πρίν ἀπό τό ξέσπασμα τῆς Νεστοριανικῆς καί Κυρίλλειας συγκρούσεως (428-431), ἡ θεολογική καί κυρίως ἡ χριστολογική του διδασκαλία ἀποτύπωνε σέ μεγάλο βαθμό τήν ἀντίστοιχη διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καί τῶν Καππαδοκῶν. Ὁ Κύριλλος, ὅπως ὁ Ἀθανάσιος καί οἱ Καππαδόκες, ἐπιμένει στήν ἑνότητα καί στήν ταυτότητα τῆς οὐσίας τῶν τριῶν Ὑποστάσεων, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ τήν κοινή θέληση καί τήν κοινή ἐνέργεια αὐτῶν. Κάθε ἐνέργεια εἶναι κοινή καί στίς τρεῖς ὑποστάσεις, δηλαδή στά τρία θεῖα πρόσωπα, τά ὁποῖα εἶναι παρόντα σέ κάθε εἶδος δράσεως . Προέβαλλε τήν πλήρη ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ ὡς ναοῦ τοῦ Θεοῦ ἤ ὡς σάρκας στήν ὁποία ἐγκατοίκησε ὁ Θεός Λόγος . Κατοχυρώνει τίς ἀπόψεις του πάνω στίς διδασκαλίες προγενέστερων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας˙ «ἔσται δέ τοῦτο καί μᾶλα ὀρθῶς εἰς τοῖς τῶν Ἁγίων Πατέρων περιτυγχάνοντες λόγοις, περί πολλοῦ τε αὐτούς ποιεῖσθαι σπουδάζομεν, καί δοκιμάζοντες ἑαυτούς εἰ ἐσμέν ἐν τῇ πίστει κατά τό γεγραμμένον, ταῖς ἐκείνων ὀρθαῖς καί ἀνεπιλήπτοις δόξαις τάς ἐν ἡμῖν ἐννοίας εὔ μάλα συμπλάττομεν» . Χαράζει ἔτσι τό δρόμο τῆς θεολογικῆς του σκέψεως μέ τό «ἰχνηλατεῖν» πάνω στήν εὐσέβεια τῶν πατέρων αὐτῶν.
Ὁ ἀλεξανδρινός Πατήρ εἶχε μιά ἐξαιρετική γνώση τῶν Γραφῶν. Ὄχι μόνο εἶχε τήν ἄνεση νά προσεγγίζει τά διάφορα χωρία τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ἀλλά καί τά χρησιμοποιοῦσε στίς διαφωνίες του ἐναντίον τῶν ἀρειανῶν ἤ τῶν νεστοριανῶν. Ἔτρεφε ἰδιαίτερη ἀγάπη γιά τήν ἐκκλησιαστική παράδοση καί γιά τό ἀποστολικό κήρυγμα. Τόν βρίσκουμε ἀκόμη νά χρησιμοποιεῖ μέ μεγάλη ἀκρίβεια αὐτά τά ὁποῖα μεταφέρει ἀπό τά βιβλικά κείμενα καί νά τούς δίνει τό πλεονέκτημα τῆς ἑρμηνείας. Ἦταν σχεδόν ἀδύνατο στό ἔργο του νά διαχωριστοῦν οἱ πατερικές πηγές ἀπό τίς ἐκκλησιαστικές. Ἡ πλειοψηφία τῶν κειμένων τῶν πατέρων τά ὁποῖα αὐτός παραθέτει εἰδικά κατά τή διάρκεια τῆς νεστοριανικῆς διαμάχης δέν εἶναι τά ὑπομνήματα στή Γραφή, ἀλλά περιέχουν πολλά ἀποσπάσματα ἀπό κείμενα τῶν Γραφῶν καί μοιάζουν μέ θήκη στήν ὁποία φυλάσσονται πανάκριβα κοσμήματα. Ἔτσι συχνά βρίσκουμε στά ἔργα του ἐκφράσεις ὅπως: «ἡ Γραφή λέει ἤ οἱ πατέρες λένε» .
Ὁ Κύριλλος γνωρίζει τό πεπερασμένο τῆς λογικῆς τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ γι” αὐτό καί θεωρεῖ ἀπαραίτητο νά στηρίζουμε τά θεμέλια τῆς θεολογίας στήν ἄμεση μαρτυρία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ . Μάλιστα ὁ ἅγιος Κύριλλος ἐπίμονα τόνιζε ὅτι στά ὅρια τῆς λογικῆς συνειδήσεως ὄχι μόνο ἡ θεία οὐσία ἀλλά καί τά μυστικά τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκατάληπτα καί ἀνεξερεύνητα ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ὁ τελευταῖος δέ θά ἔπρεπε νά ἐρευνᾶ μέ πολλή περιέργεια νά βρεῖ αἰτίες καί ἀρχές . Κατανοεῖ τό ἀπρόσιτο καί τό ἄπειρον τῆς θείας φύσεως. Συγχρόνως διαμορφώνει τή θεολογική του σκέψη βασιζόμενος στή θεολογία τοῦ κατά Ἰωάννη Εὐαγγελίου, στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή καί σέ ἕναν σπουδαῖο παράγοντα τῆς ἀλεξανδρινῆς θεολογικῆς παραδόσεως, τόν Μ. Ἀθανάσιο . Ἐπίσης σημαντική ἐπίδραση ἀσκεῖ στή θεολογία τοῦ Κυρίλλου καί ἕνας ἄλλος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος .
Ἐπηρεασμένος ἀπό αὐτόν, ὁ Κύριλλος κάνει λόγο γιά παλαιό καί νέο Ἀδάμ. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὡς δεύτερος Ἀδάμ θά ἀνακαινήσει τόν πεπτωκότα ἄνθρωπο . Ὅπως ὁ παλαιός Ἀδάμ ὑπῆρξε ἡ «ἀπαρχή τοῦ φυσικοῦ τῶν ἀνθρώπων γένους» , ἔτσι καί ὁ Χριστός, ὡς νέος Ἀδάμ, διά τῆς σαρκώσεως Του, θά ἐκληφθεῖ ὅτι «ὅλην εἶχεν ἐν ἑαυτῷ τήν φύσιν, ἵνα πᾶσαν ἐπανορθώσῃ μετασκευάσας εἰς τό ἀρχαῖον» . Ὁ ἀλεξανδρινός Πατήρ διδάσκει ὅτι, ὅπως διά μέσου τῆς πτώσεως τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ κληρονομήσαμε τήν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ μέ τά πάθη καί τή φθορά, ἔτσι καί μέσῳ τοῦ δεύτερου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ, κληρονομοῦμεν τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου, τήν ἀπάθεια καί τήν ἀφθαρσία .
Ὁ χαρακτηρισμός τοῦ Χριστοῦ ὡς «δεύτερου Ἀδάμ» ὑπάρχει διάσπαρτος σέ πολλά ἀπό τά συγγραφικά πονήματα τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. Μέσα σέ αὐτά θεωρεῖ τό Χριστό ὡς «ἀπαρχήν τῆς ἀναμορφουμένης κτίσεως» καί «ῥίζαν δευτέραν τῆς ἀνθρωπότητος» . Κατά τόν Κύριλλο ὁ ἐνανθρωπήσας Λόγος σώζει τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν ἁμαρτία μέ τήν ὑπακοή Του στό θεῖο θέλημα, κάτι πού δέν προσπάθησε νά τηρήσει ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ . Παρατηροῦμε λοιπόν, ὅτι ὁ Κύριλλος εἶχε ἀφομοιώσει στό ἔπακρο τή θεολογία τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου Λουγδούνου, ὅσον ἀφορᾷ στόν πρῶτο Ἀδάμ καί δεύτερο Ἀδάμ – Χριστό.
Παραπάνω, ἀναφέρθηκαν ἀρκετά χωρία ἀπό ἔργα τοῦ Κυρίλλου πού δείχνουν τήν ἐπιρροή τῆς θεολογίας τοῦ Εἰρηναίου . Βέβαια στά ἔργα τοῦ πρώτου ὑπάρχουν δεκάδες ἄλλα χωρία πού θά μπορούσαμε νά παραθέσουμε γιά νά δείξουμε τήν ἔμφαση πού ἔδινε ὁ Κύριλλος στόν παραλληλισμό τοῦ Ἀδάμ ὡς χοϊκοῦ καί τοῦ Χριστοῦ ὡς ἐπουρανίου. Ἐμεῖς παραθέσαμε τά πιό χαρακτηριστικά.
Ὁ Γ. Φλορόφσκυ σημειώνει ὅτι γιά τόν Κύριλλο Ἀλεξανδρείας, «ἡ ὕψιστη ἀλήθεια τῆς πίστεως μας εἶναι ἡ τριαδική φύση τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀλήθεια αὐτή ἀποκαλύπτεται μόνο ἐν Χριστῳ καί διά τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ οὐσιαστική καινότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Τριαδική ἀλήθεια εἶναι συγχρόνως ἕνα μυστήριο πού δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ πλήρως, πού γίνεται ἀποδεκτό στήν πίστη καί διασαφηνίζεται μόνο ἐν μέρει μέ τίς ἀτελεῖς ἀναλογίες τῆς κτιστῆς φύσεως».
Ὁ ἀλεξανδρινός θεολόγος ἀναγκάζεται ὅμως νά ὑπερβεῖ τά παραδοσιακά πλαίσια μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ Νεστοριανισμοῦ . Ἀντίθετα ἀπό τόν Νεστοριανισμό, ὁ Κύριλλος προέβαλλε τήν ἕνωση καθ’ ὑπόστασιν, δηλαδή τήν οὐσιώδη , τήν ἕνωσιν κατά ἀλήθειαν , τήν κατά φύσιν ἕνωσιν στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἡ πίστη αὐτή, βέβαια, τῆς Ἐκκλησίας πού ὑπερασπιζόταν ὁ ἱερός Πατήρ εἶχε διατυπωθεῖ ἀπό τούς Καππαδόκες θεολόγους, ἰδίως ἀπό τόν Γρηγόριο τό Θεολόγο, τό Γρηγόριο Νύσσης καί τόν Ἀμφιλόχιο Ἰκονίου . Ὁ Γρηγόριος Θεολόγος τόνιζε χαρακτηριστικά ὅτι «Θεός… ἀμφότερα τό τε προσλαβόν καί τό προσληφθέν. Δύο φύσεις εἰς ἕν συνδραμοῦσαι. Οὐχ Υἱοί δύο» .
Στή σκέψη τοῦ Κυρίλλου τό κέντρο ὅλων τῶν δογμάτων κατέχει τό χριστολογικό, τό ὁποῖο ἀπασχολοῦσε αὐτόν ἐξίσου καί πρό τῆς νεστοριανικῆς ἔριδος καί μετά ἀπό αὐτήν . Ἡ θεία τοῦ Λόγου ἐνσάρκωση ἀποτελεῖ τό κύριο γεγονός τῆς ἀπολυτρώσεως . Στή σάρκωση ὁ Λόγος προσλαμβάνει τήν πρωτόπλαστη ἀνθρώπινη φύση, πού δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, καί γι’ αὐτό ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀποκαθίσταται καί πάλι στόν ἄνθρωπο . Ἄν καί ἡ ὁρολογία του σχετικά μέ τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας διακρίνεται ἀπό κάποια ἀσάφεια ἀρχικά, ἀναγκάζεται τελικά νά γίνει πιό συγκεκριμένη καί μάλιστα ὕστερα ἀπό τό ξέσπασμα τῆς νεστοριανικῆς ἔριδας τό 429.
Ὁ Νεστόριος , ὅπως προαναφέρθηκε, δέν ἀποδεχόταν τήν πραγματική ἕνωση τῶν δύο φύσεων τοῦ ἐνανθρωπήσαντα Λόγου. Μιλοῦσε γιά τήν «κατ’ εὐδοκίαν» ἕνωση τῶν φύσεων. Τότε, ὅμως, μέ τήν ἁπλῆ, ἐξωτερική καί ἠθική ἕνωση τῶν δύο φύσεων καταστρεφόταν ἡ πραγματική ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, σέ βάρος βέβαια τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς Του .
Ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἤθελε νά δείξει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώθηκε μέ τή θεότητα χωρίς καμμία ἀπό τίς δύο νά ἀλλοιωθεῖ. Ἔτσι ἔχουμε ἕνα πρόσωπο, τόν Ἰησοῦ Χριστό, μέ δύο φύσεις˙ χωρίς ὅμως οἱ φύσεις Του -θεία καί ἀνθρώπινη- νά ὑποστοῦν «κράσιν ἤ μίξιν» . Ἐνῶ σέ ἄλλο ἔργο του ἀναφέρει: «Οὐκοῦν ἐκ δυοῖν μέν πραγμάτων ὁμολογουμένως Θεότητος καί ἀνθρωπότητος, ὁ Ἐμμανουήλ . Πλήν εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, εἷς τέ καί ἀληθῶς Υἱός, Θεός τε ὁμοῦ καί ἄνθρωπος˙ οὐ θεοποιηθείς ἐν ἴσῳ τοῖς κατά χάριν, Θεός δέ μᾶλλον ἀληθινός ἐν ἀνθρωπείᾳ μορφῇ πεφηνώς δι’ ἡμᾶς» .
Ὁ ἀλεξανδρινός Πατήρ πρίν ἀπό τή θεολογική του σύγκρουση μέ τόν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο χρησιμοποιοῦσε, ὅπως προείπαμε, ἀσαφεῖς ἐκφράσεις γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεανθρώπου. Μιλάει περί διαμονῆς καί ἐνοικήσεως τοῦ Λόγου στή σάρκα, περί τοῦ ἀνθρωπίνου στοιχείου ὡς οἴκου καί ναοῦ τοῦ Θεοῦ . Ἔλεγε, ἐπίσης, ὅτι ὁ Λόγος «ἔλαβεν τόν ἄνθρωπον» . Βέβαια εἶναι ἀπαραίτητο νά διευκρινιστεῖ ὅτι σέ ἀντίθεση μέ τόν Ἀπολινάριο πού ὑποστήριζε ὅτι ὁ Λόγος καί Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔλαβε ἀνθρώπινη σάρκα καί πού θεωροῦσε τή σάρκα αὐτή χωρίς ψυχή καί λογικό νοῦ, ὁ ἱερός Πατήρ ἀναφέρει στά ἔργα του ὅτι «ἡ ἑνωθεῖσα τῇ θείᾳ ἀνθρωπίνη φύσις ἦτο τελεία, ἐκ σώματος καί ψυχῆς λογικῆς» .
Ὁ Κύριλλος εἶναι σαφής ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τέλεια τήν ἀνθρώπινη φύση, σῶμα καί ψυχή λογική, χωρίς φυσικά τήν ἁμαρτία . Βέβαια ἡ σάρκα πού προσέλαβε ὁ Λόγος δέν ἦτανκάποια ξένη σάρκα, ἀλλά ἡ δική Του. Ἡ ἀνθρώπινη, δηλαδή φύση τοῦ Κυρίου δέν ὑπῆρξε ποτέ μόνη της ὥστε σέ κάποια στιγμή νά ἑνωθεῖ μέ τό Λόγο, ἀλλά δημιουργήθηκε μέσα στή μήτρα τῆς Παναγίας καί ἑνώθηκε ἀμέσως μέ αὐτήν ὁ Λόγος, ἐξ ἄκρας συλλήψεως .
Ὁ καθηγητής Φειδᾶς παρατηρεῖ ὅτι γιά νά ἀποδείξει ὁ ἀλεξανδρινός Πατήρ τήν πραγματική «καθ” ὑπόστασιν» ἕνωση τῆς θεότητας καί τῆς ἀνθρωπότητας, ὅπως ἐπίσης καί τήν πραγματική ἑνότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἀφαιροῦσε ἀπό τήν ἀνθρώπινη ὄχι βεβαίως ποσότητα, ὅπως ὁ Ἀπολινάριος, ἀλλά ἰδιότητα, ὑπόσταση ἤ πρόσωπο˙ γιατί ἄν δεχόταν τήν ἰδιαίτερη ὑπόσταση τῆς ἀνθρωπότητας, τότε θά κατέληγε στή νεστοριανική παραδοχή τῶν φυσικῶν ὑποστάσεων καί τῶν δύο φυσικῶν προσώπων. Ἡ ἀφαίρεση, ὅμως, ἰδιότητας ἤ ποιότητας ἀπό τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ δέν ἀπομάκρυνε τόν Κύριλλο ἀπό τά πλαίσια τῆς προγενέστερης πατερικῆς παραδόσεως˙ γιατί, ἀντίθετα ἀπό τόν Ἀπολιναρισμό, προέβαλλε τήν πληρότητα τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ, καί ἀντίθετα ἀπό τό Νεστοριανισμό, τόνιζε τήν πραγματική καθ” ὑπόστασιν ἕνωση στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἔχοντας τέλεια ἀνθρώπινη φύση ὁ Χριστός εἶναι «ὁμοούσιος ἡμῖν» .
Ἕνα ἄλλο παράδειγμα, πού ὁ ἀλεξανδρινός Πατριάρχης χρησιμοποιεῖ γιά τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων, εἶναι ἡ ἕνωση ψυχῆς καί σώματος. Αὐτά ἀποτελοῦν μία ὀντότητα χωρίς ὅμως νά ἀλλοιώνονται μεταξύ τους . Χρησιμοποιεῖ, ἐπίσης, τήν εἰκόνα τοῦ ζωντανοῦ κάρβουνου στό ὅραμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα . Ὅταν τό ξυλοκάρβουνο διαπεράστηκε ἀπό τή φωτιά, κάθε στοιχεῖο διατήρησε τήν ταυτότητά του. Ἔτσι καί ὁ Λόγος παρέμεινε Θεός ἐνῶ ἑνώθηκε μέ τόν ἄνθρωπο. Ἡ ἀνθρώπινη φύση Του ἀπό τήν ἄλλη συνέχισε ἀναλλοίωτη νά ἔχει τή λειτουργία της, παρ” ὅτι ἡ θεία φύση ἦταν ἑνωμένη μέ αὐτήν , ἁπλῶς στό κατά σάρκα μυστήριο τοῦ Λόγου ἔχουμε ἀλλοίωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως πρός τό καλύτερο καί ἐξαφάνιση τῆς κακίας καί τῆς φθαρτότητας σέ αὐτήν. Ἡ ἀνθρώπινη λοιπόν φύση, ἀφοῦ ἑνώθηκε ἀσυγχύτως μέ τή θεία, ὑπέστη ἐκλάμπρυνση καί ἐξύψωση χωρίς αὐτό νά σημαίνει ἔξοδο ἀπό τή φυσική της ποιότητα .
Βέβαιο, ὅμως, εἶναι ὅτι ἡ ταύτιση, ἡ ἐναλλαγή δηλαδή στή χρήση τῶν ὅρων «φύσις», «ὑπόστασις», «πρόσωπον», δίνοντάς τους τό ἴδιο νόημα, συχνά δημιουργεῖ πρόβλημα στούς μελετητές τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. Ἄλλωστε δέν ἔχει παγιωθεῖ μέχρι τή συγκεκριμένη χρονική στιγμή τό ἀκριβές περιεχόμενο τῶν παραπάνω ὅρων. Χαρακτηριστική τῆς ταύτισης «φύσεως» καί «ὑποστάσεως» εἶναι ἡ φράση «Μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη» . Ἡ φράση αὐτή, ἄν καί ὁ ἀλεξανδρινός Πατήρ θεωροῦσε ὅτι εἶχε ἀθανασιανή προέλευση, στήν πραγματικότητα ἦταν τοῦ Ἀπολιναρίου. Βρισκόταν στήν ὁμολογία πίστεως τοῦ Ἀπολιναρίου πρός τόν αὐτοκράτορα Ἰοβιανό, ἐνῶ εἶχε διαδοθεῖ σκόπιμα ψευδεπίγραφα μέ τό ὄνομα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου. Ὅλα αὐτά ἔδιναν ἐρείσματα στούς ἀντιπάλους τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, γιά νά τόν κατηγορήσουν ὅτι ἀπολινάριζε. Ἐκεῖνος, ὅμως, ἑρμηνεύει ὀρθόδοξα τήν ἐπίμαχη φράση, ἀποφεύγοντας νά ὑποπέσει στίς δοξασίες τῶν διαφόρων αἱρετικῶν ὅπως τοῦ Ἀπολιναρίου. Μέ τή φράση αὐτή, ἡ ὁποία γιά ἀρκετό καιρό ἀποτέλεσε πρόβλημα γιά τούς ἀντιπάλους καί τούς ὑποστηρικτές τοῦ σημαντικοῦ αὐτοῦ θεολόγου, ὁ Κύριλλος ἐννοεῖ τόν ἕνα Θεό Λόγο πού προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση ἄνευ φυρμοῦ καί συγκράσεως καί ἄρα ἄνευ μειώσεως καί ὑποκλοπῆς αὐτῆς , «Ἠγνόησαν πάλιν οἱ τά ὀρθά διαστρέφοντες, ὅτι κατά ἀλήθειάν ἐστι μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη. Εἰ γάρ εἷς ἐστιν Υἱός, ὁ φύσει καί ἀληθῶς ὁ ἐκ Θεοῦ Πατρός Λόγος, ὁ ἀπορρήτως γεννηθείς, εἶτα κατά πρόσληψιν σαρκός, οὐκ ἀψύχου, ἀλλ’ ἐμψυχωμένης νοερῶς, προῆλθεν ἄνθρωπος ἐκ γυναικός, οὐκ εἰς δύο μερισθήσεται διά τοῦτο πρόσωπα καί υἱούς, ἀλλά μεμένηκεν εἷς, πλήν οὐκ ἄσαρκος, οὐδ’ ἔξω σώματος, ἀλλ’ ἴδιον ἔχων αὐτό καθ’ ἕνωσιν ἀδιάσπαστον. Ὁ δέ τοῦτο λέγων, οὐ φυρμόν, οὐ σύγχυσιν, οὐδ” ἕτερόν τι τῶν τοιούτων πάντῃ τε καί πάντως δηλοῖ οὔτε μήν ὡς ἐξ ἀναγκαίου τοῦ λόγου τοῦτο ἀκολουθήσει ποθέν. Εἰ γάρ καί εἷς λέγοιτο πρός ἡμῶν ὁ μονογενῆς Υἱός τοῦ Θεοῦ σεσαρκωμένος καί ἐνανθρωπήσας, οὐ πέφυρται διά τοῦτο, κατά τό ἐκείνοις δοκοῦν, οὔτε μήν εἰς τήν τῆς σαρκός φύσιν μεταπεφοίτηκεν ἡ τοῦ Λόγου φύσις, ἀλλ’ οὐδ’ ἡ τῆς σαρκός εἰς τήν αὐτοῦ˙ ἀλλ” ἐν ἰδιότητι τῇ κατά φύσιν ἑκατέρου μένοντός τε καί νοουμένου, κατά γε τόν ἀρτίως ἡμῖν ἀποδοθέντα λόγον, ἀρρήτως καί ἀφράστως ἑνωθείς, μίαν ἡμῖν ἔδειξεν Υἱοῦ φύσιν˙ πλήν, ὡς ἔφην, σεσαρκωμένην. Οὐ γάρ ἐπί μόνων τῶν ἁπλῶν κατά φύσιν τό ἕν ἀληθῶς λέγεται, ἀλλά καί ἐπί τῶν κατά σύνθεσιν συνηγμένων, ὁποῖόν τι χρῆμά ἐστιν «ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἐκ ψυχῆς καί σώματος. Ἑτεροειδῆ μέν γάρ τά τοιαῦτα καί ἀλλήλοις οὐχ ὁμοούσια, ἑνωθέντα γε μήν. μίαν ἀνθρώπου φύσιν ἀποτέλεσαν, κἄν τοῖς τῆς συνθέσεως λόγοις ἐνυπάρχῃ τό διάφορον κατά τήν φύσιν τῶν εἰς ἑνότητα συγκεκομισμένων. Περιττολογοῦσι τοίνυν οἱ λέγοντες, ὡς εἴπερ μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη εἴη, πάντῃ τε καί πάντως ἔποιτο ἄν τό φυρμόν γενέσθαι καί σύγκρασιν, ὡς μειουμένης καί ὑποκλεπτομένης τῆς ἀνθρώπου φύσεως. Οὔτε γάρ μεμείωται, οὔτε, καθά φησιν, ὑποκλέπτεται˙ ἀρκεῖ γάρ πρός δήλωσην τήν τελειοτάτην τοῦ ὅτι γέγονεν ἄνθρωπος, τό λέγειν ὅτι σεσάρκωται. Εἰ μέν γάρ τοῦτο σεσίγητο παρ’ ἡμῶν, ἔσχεν ἄν τινα χώραν αὐτοῖς ἡ συκοφαντία. Ἐπειδή δέ ἀναγκαίως προσεπενήκεται τό ὅτι σεσάρκωται, ποῦ τῆς μειώσεως ἤτοι κλοπῆς ὁ τρόπος;» . Ἀπό τά παραπάνω γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ὁ Κύριλλος ἑρμηνεύει τήν ἐπίμαχη φράση ὀρθόδοξα. Ἀφοῦ ὁ Λόγος σεσάρκωται ἔχει δύο φύσεις ὑποστατικά ἑνωμένες, τή θεία καί τήν ἀνθρώπινη, πού ἦταν τέλειες καί ἀποτελοῦσαν τό πρόσωπο τοῦ Σωτῆρα μας, Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, ὅπως πολύ καλά σημειώνει ὁ Κύριλλος σέ ἄλλο ἔργο του γιά τό Χριστό, «συγκεῖσθαι ἔκ τε τῆς καθ’ ἡμᾶς ἀνθρωπότητος, τελείως ἐχούσης κατά τόν ἴδιον λόγον, καί ἐκ τοῦ πεφηνότος ἐκ Θεοῦ κατά φύσιν Υἱοῦ, τοῦ Μονογενοῦς» .
Τό συμπέρασμα στό ὁποῖο καταλήγει ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας εἶναι ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἕνας καί ἔχει δύο φύσεις «ἐν δύο φύσεσιν». Ἡ θεία φύση Του ὑπῆρχε προαιωνίως, ὅμως, «ἐν χρόνῳ» ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση, μέ ἀποτέλεσμα ἡ προαιώνια θεία φύση νά ἑνωθεῖ μέ τήν «ἐν χρόνῳ» ἀνθρώπινη. Ἡ τελευταία δέ, ἡ ἐν ἀτόμῳ δηλαδή θεωρουμένη ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δημιουργήθηκε θαυματουργικά καί ὑπερφυσικά καί ἑνώθηκε μέ τή θεία «ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως» στή μήτρα τῆς Παρθένου . Γι” αὐτό χαρακτηρίζεται ὁ Κύριος ἀπό τόν ἅγιο Κύριλλο ὡς «εἷς σεσαρκωμένος καί ἐνανθρωπήσας ἐκ Θεοῦ Πατρός Λόγος» , «εἷς τε καί ὁ αὐτός πρό μέν τῆς σαρκώσεως γυμνός ἔτι ὁ Λόγος, μετά δέ γε τήν ἀπότεξιν τήν ἐκ τῆς Ἁγίας Παρθένου σεσαρκωμένος καί ἐνανθρωπήσας» , «εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ μονογενής τοῦ Θεοῦ Λόγος, ἐνανθρωπήσας καί σεσαρκωμένος» , τά ὁποῖα ἰσοδυναμοῦν πρός τήν δογματική ρήτρα «μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη» .
Ἄξιον παρατηρήσεως εἶναι ὅτι ἡ Χριστολογία τοῦ ἱεροῦ Πατρός δέν εἶναι ἡ μόνη πού δημιούργησε προβλήματα στούς μελετητές. Ἕνα ἄλλο σημεῖο πού δέν ἔχει ἀναπτυχθεῖ ἐπαρκῶς στή διδασκαλία τοῦ Κυρίλλου εἶναι οἱ ἀπόψεις του σχετικά μέ τήν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Σχετικά μέ τήν ἐκπόρευση τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας χρησιμοποιεῖ ἄλλοτε τήν ἔκφραση «διά τοῦ Υἱοῦ» καί ἄλλοτε προτιμᾶ τήν «ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Ἡ τελευταία γίνεται βάση γιά νά δικαιολογήσουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί τή μετέπειτα διδασκαλία τους γιά τό filioque.
Ὅλα αὐτά, πού προαναφέραμε συνοπτικά γιά τή θεολογική διδασκαλία τοῦ πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, μᾶς βοηθᾶνε νά κατανοήσουμε περισσότερο, τόσο τά ἔργα τοῦ Κυρίλλου τά ὁποῖα θά μᾶς ἀπασχολήσουν, ὅσο καί τήν προσωπικότητα τοῦ ἴδιου τοῦ Πατρός.