Στα Χριστούγεννα

«…ΕΑΝ Ο ΣΠΟΡΟΣ ΠΕΣΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΗΝ, ΟΥ ΜΗ ΑΠΟΘΑΝΗ…»

Πρωτ. Βόρις Μπομπρινέσκοϋ
Μετάφραση:Αγγελική Κυριαζή-Μπουρνέλου

Σας έλεγα χθες το βράδυ, κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας, ότι η νύχτα των Χριστουγέννων είναι η πιο μακριά νύχτα του χρόνου. Σήμερα θα ήθελα να κάνουμε μερικές σκέψεις πάνω στο γεγονός ότι μέρα των Χριστουγέννων είναι η πιο σύντομη μέρα του χρόνου. Μ’ αυτό τον τρόπο η Εκκλησία θέλησε να μας βοηθήσει να καταλάβουμε ότι ο φυσικός κύκλος του χρόνου έχει μιαν έννοια μέσα στην οποία αποκαλύπτεται το μυστήριο του Θεού. Η πιό μικρή μέρα του χρόνου μάς θυμίζει πόσο μικρός έγινε ο Θεός. Ο Ιησούς, αυτό το βρέφος που γεννήθηκε από μια γυναίκα κι έμεινε εννιά μήνες κρυμμένο μέσα στους μητρικούς κόλπους, εμφανίζεται με αυτή τη Θεοφάνεια, που είναι η Γέννηση, με όλη την αγνότητα, την αθωότητα και την αδυναμία. Γιατί ο Θεός θέλησε να αποθέσει τη δύναμή Του, να αποθέσει τη δόξα Του, ώστε να είναι παρά ένα παιδί, Αυτός ο αθάνατος, ένας ανάμεσα στους θνητούς.

Έτσι, από χρόνο σε χρόνο, θα ζούμε αυτό το μυστήριο της επίσκεψης του Θεού, αυτήν την κάθοδο, που στη θεολογία ονομάζεται «κένωση», κατά το λόγο του Αποστόλου Παύλου, και η οποία σημαίνει ότι χαμήλωσε πολύ και ταπεινώθηκε. Ο Θεός έγινε άνθρωπος αναλαμβάνοντας ολόκληρη την ανθρώπινη φύση μας, απ’ άκρη σ’ άκρη, απολύτως χωρίς αμαρτία. Την αναλαμβάνει από υπακοή. Ο Απόστολος Παύλος, στην επιστολή του προς Εβραίους, παραθέτει τον στίχο από τους ψαλμούς: « Διὸ εἰσερχόμενος εἰς τὸν κόσμον λέγει· θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας, σῶμα δὲ κατηρτίσω μοι· ὁλοκαυτώματα καὶ περὶ ἁμαρτίας οὐκ εὐδόκησας· τότε εἶπον· ἰδοὺ ἥκω, ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ ἐμοῦ, τοῦ ποιῆσαι, ὁ Θεός, τὸ θέλημά σου. ἀνώτερον λέγων ὅτι θυσίαν καὶ προσφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα καὶ περὶ ἁμαρτίας οὐκ ἠθέλησας οὐδὲ εὐδόκησας, αἵτινες κατὰ τὸν νόμον προσφέρονται, τότε εἴρηκεν· ἰδοὺ ἥκω τοῦ ποιῆσαι, ὁ Θεός, τὸ θέλημά σου» (Εβρ. 10, 5-9). Αυτή η επιθυμία του Πατρός είναι επιθυμία αγάπης, σωτηρίας και ζωής για τον κόσμο, γιατί ο Θεός δεν αντέχει να βλέπει το πλάσμα του να παρεκκλίνει και να πορεύεται στην καταστροφή μέσα στο σκότος.

Κατεβαίνει λοιπόν ο Θεός, από την απεραντοσύνη και την υπερβατικότητα Του, για να εισέλθει στα σκοτάδια μας, μέσα στα σκότη της καρδιάς μας, την κρυμμένη Του εικόνα., «αὐτὸς γὰρ ἐνηνθρώπησε, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». λέγει ο Μέγας Αθανάσιος. Έτσι το εκφράζει η μεγάλη παράδοση της Εκκλησίας, η οποία φτάνει, διά μέσου του αγίου Ευαγγελιστού Ιωάννου, μέχρι τον ίδιο τον Κύριο. Διότι ο Ιησούς παρακαλεί τον Πατέρα Του να μοιραστούμε μαζί Του τη δόξα Του: «Πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοι, ὅτι ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς κόσμου» (Ιω. 17, 24). Αυτή η δόξα είναι το πλήρωμα της θείας ζωής. Αυτή η δόξα είναι η παρουσία του Αγίου Πνεύματος, αυτή η δόξα είναι το άρωμα, η ωραιότητα του Πνεύματος, που είναι μέσα μας, εν δυνάμει, εν χάριτι, εν ζωή, εν αγάπη. Το νήπιο της Βηθλεέμ κλείνει μέσα Του όλα τα δώρα του Αγίου Πνεύματος, για να μεταδώσει στους ανθρώπους, αφού γι’ αυτό ήλθε: «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη!» (Λουκ. 12, 49). Ο απώτατος στόχος, για τον οποίον ο Θεός έγινε άνθρωπος, είναι για να μας μεταδώσει το Άγιο Πνεύμα. Όταν το λάβουμε, μας κάνει να αυξάνουμρ, μας κάνει παιδιά του Θεού. Έτσι, η καρδιά και το σώμα μας γίνονται ένα αγιασμένο δοχείο, που κλείνει μέσα τον Υιό του Θεού.

Η Γέννηση του Κυρίου είναι, βέβαια, και γιορτή της Υπεραγίας Θεοτόκου. Σύμφωνα με τις Οικουμενικές Συνόδους, η Εκκλησία, αντίθετα με κάθε ανθρώπινη ορθολογική σκέψη, επιβεβαιώνει ότι η Μαρία δεν είναι μόνο μητέρα του ανθρώπου Ιησού αλλά και Μητέρα του Θεού, η Μητέρα Εκείνου, ο οποίος σαρκούμενος μέσα της παραμένει Θεός και δεν εγκαταλείπει τους κόλπους του Πατρός. Όπως ψάλλουμε στην αρχή της Θ. Λειτουργίας: «εἷς ὢν τῆς ἁγίας Τριάδος », έρχεται ανάμεσα στους ανθρώπους, χωρίς να πάψει να είναι «εἷς τῆς ἁγίας Τριάδος», απεκδύεται τη δόξα, τη μεγαλωσύνη και τη δύναμή Του. Μέχρι την Ανάστασή Του θέλει να παραμe;inei κρυμμένος, με τέτοιον τρόπο, ώστε δεν μπoρούμε να Τον αναγνωρίσουμε παρά μόνο με τη χάρη του Πατρός: «μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾿ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. 16, 17), δηλώνει ο Χριστός στον Πέτρο. Και ο απόστολος θα σχολιάσει: «Διὸ γνωρίζω ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς ἐν Πνεύματι Θεοῦ λαλῶν λέγει ἀνάθεμα Ἰησοῦν, καὶ οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ” (Α’ Κορ. 12, 3).

Τόσο μεγάλη είναι η χάρη του νηπιάσαντος Σωτήρος δια της Υπεραγίας Θεοτόκου. Και αποτελεί εκπλήρωση του Λόγου Του, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρε “ (Ιω., 12, 24). Έπρεπε λοιπόν ο ουράνιος κόκκος του σίτου, ο άρτος ο εκ του ουρανου καταβάς, να μπει στην ύπαρξή μας, στην υπόστάσή μας, στο χρόνο και στο χώρο μας. Παραμένει αρχικά κρυμμένος μέσα στους κόλπους της Μαρίας, σαν τον κόκκο του σίτου που μένει κρυμμένος στα σπλάχνα της γης, μετά εμφανίζεται, αυξάνει και παράγει καρπόν πολύν. Ο πολύς Του καρπός είμαστε όλοι εμείς μαζί με τους απ’ αρχής αγίους της Εκκλησίας, από τον Αδάμ και Εύα, και μέχρι τέλους των αιώνων. Κι αυτός ο άφθονος καρπός πρέπει να πολλαπλασιαστεί κι άλλο, για να καλύψει όλη τη γη. Μακάρι να μπορέσουμε να είμαστε ο σπόρος που θα πεθάνει μέσα στη γη αυτού του κόσμου, ώστε ο κόσμος να ανακαλύψει το μυστήριο του Θεού και να προσκυνήσει, μαζί με τους μάγους και τους ποιμένες, τον Κύριο Ιησού, τον Βασιλέα και Θεό μας. Αμήν.