O Χριστός και η τσιγκουνιά της Αγάπης

Ήρθε τελικά το Πάσχα. Ο καθένας έκανε το δρόμο του μέσα στη Σαρακοστή της Εκκλησίας. Ο καθένας με τα πάθη του, ο καθένας με το σταυρό του. Τις περισσότερες φορές όταν αναφερόμαστε στα πάθη, το μυαλό μας πηγαίνει στο σώμα μας. Βέβαια, τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα. Το σώμα μας είναι σαν ένα τεράστιο τερέν μάχης της εσωτερικής μας κατάστασης. Θα δεις κάποιον ευτραφή και θα πεις: “του αρέσει το φαγητό”, με την απάντηση αυτή να μοιάζει σχεδόν προφανής. Ίσως θα έπρεπε να ξέρουμε το “γιατί του αρέσει το φαγητό”. Τα πάθη μας πρωτίστως είναι πνευματικά. Δες τι παρακίνησε τον Αδάμ και η Εύα να φάνε τον καρπό: ήθελαν παραπάνω γνώση. Ν’ αναπαυθεί το πνεύμα τους: γι’ αυτό και λιμπίστηκαν τον εύγευστο και ελκυστικό καρπό. Ήθελαν να χωρέσει στο κεφάλι τους ό, τι ήταν αδύνατον. Τα μέσα μας, φτιάχνουν τα έξω μας.

Ο καθένας έκανε τη Σαρακοστή της Εκκλησίας δρόμο δικό του. Πολλές φορές βέβαια, αφηνόμαστε στις επιταγές των μέσα μας χωρίς αυτά καν να τα δουλέψουμε. Δεχόμαστε την εσωτερική μας κατάσταση ως θέσφατη: “είμαι αυτός και δεν αλλάζω Είμαι αυτός και δεν αγωνίζομαι… Κι έτσι, πηγαίνω στην Εκκλησία απλώς γιατί είθισται”. Τώρα μάλιστα τις ημέρες του Πάσχα θα γιομίσουν οι εκκλησίες από κόσμο και μάλιστα συναισθηματικά φορτισμένο. Αυτό το προσωπικό συναίσθημα είναι που μεταμορφώνεται στην Εκκλησία! Δεν μπορώ να έχω σχέσεις με το Θεό σαν τον διακόπτη του ρεύματος, μιας ηλεκτρικής τάσης που εγώ καθορίζω. Τώρα το Πάσχα, όλοι θα συγκινηθούμε και μετά θα αισθανόμαστε όμορφα και μάλιστα θα το λέμε σε φίλους και συγγενείς. Ας μην μπερδευτούμε και νομίσουμε ότι είναι δάκρυα ευσέβειας και αγάπης προς τον Θεό. Τα δάκρυα αυτά, θέλουνε αγώνα. Αγώνα πνευματικό που κάνει την Σαρακοστή της Εκκλησίας δρόμο δικό μου. Αυτό θα πει εκκλησιαστική ζωή: πως η ζωή μου μεταμορφώνεται σε ζωή της Εκκλησίας, δεν μεταποιείται, ούτε γίνεται. Μεταμορφώνεται!

Είναι ο Χριστός που μεταμορφώθηκε μπροστά μας και τώρα μιλά στα μέσα μας και ‘μεις Τον προϋπαντούμε. Εισέρχεται ταπεινά: φωνή λεπτή σαν αύρα, η λαλιά του Θεού στον Προφήτη Ηλία. Η εορτή των Βαϊων μας δείχνει ότι στη λιτότητά Του κι όλος μεγαλείο συνάμα, εισέρχεται ο Χριστός στη πόλη των μέσαθέ μας για να μας μεταμορφώσει. Εμείς από την άλλη, στου εαυτού μας την πόλη χτίζουμε τείχη κι όσο περισσότερα καμώνουμε, άλλες τόσες πύλες κοινωνίας με το Πρόσωπο του αδελφού μας γκρεμίζουμε. Οι τοίχοι αυτοί είναι εκείνοι που θα μας κάνουν σχεδόν αμέσως να προδώσουμε τον Χριστό που στην πόλη μας εισήλθε. Ο Χριστός θα μείνει, όταν όλους αυτούς τους τοίχους σπάσω. Όταν πάψω να τσιγκουνεύομαι την Αγάπη.

Όταν λέω “έχω αγάπη” σημαίνει ότι ζω την Αγάπη και την εργάζομαι. Δεν είναι αοριστολογία. Σ’ αυτή την περίπτωση μιλάμε για μια αγάπη που απ’ το συναίσθημα γεννιέται, πράγμα που με τη σειρά του, μου καθορίζει τι να αγαπώ. Να αγαπώ δηλαδή μονάχα ότι μου δίνει θετικά συναισθήματα. Ό,τι δεν μου δίνει, να μην το αγαπώ. Αυτό λοιπόν δεν είναι πάθος εσωτερικό; Δεν είναι κάτι που με κάνει στην αγάπη ελλιπή; Αν δεν αγαπήσω, ή αν δεν αγωνίζομαι τέλος πάντων να αγαπώ, ποιόν Θεό ερχόμενο επί πόλου όνου προϋπαντώ όταν εισέρχεται στην προσωπική μου πόλη Ιερουσαλήμ; Ο Αδάμ φθόνησε τη Γνώση του Θεού, να γίνει δηλαδή σα Θεός θέλησε, από τόση αγάπη για τον εαυτό του. Αυτή την τάση κληρονόμησε και σ’ εμάς και τοιχιστήκαμε στην προσωπική μας πόλη.

Κι ενώ εισέρχεται ο Χριστός και πάλι Τον προδίδουμε. Ας διδαχθούμε από τα παλαιά σφάλματά μας. Ας εργασθούμε την Αγάπη, του Αδάμ τις τσιγκουνιές ν’ αποφύγουμε.

Ι.Ιεροδ.