Ο Χριστός αγαπάει, ο Ηρώδης μισεί

σκέψεις στα μεθέορτα των Χριστουγέννων

Αυτές τις μέρες στην υμνολογία της Εκκλησίας μας επαναλαμβάνεται συνεχώς το ρήμα συγκαταβαίνω σε διάφορους γραμματικούς τύπους. Έρχεται η εργάτρια της διάδοσης του Ευαγγελίου Ελληνική Γλώσσα να περιγράψει το μεγάλο θαύμα που ζούμε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ. Εκεί, η συγκατάβαση του Θεού προς τον άνθρωπο. Μια συγκατάβαση, όχι στα λόγια, αλλά εδώ και τώρα! Συγκαταβαίνει ο Σωτήρας Χριστός στο γένος των ανθρώπων. Μας κάνει τη χάρη ενώ δεν την αξίζουμε. Και δεν την αξίζουμε γιατί -όπως φαίνεται- “κρατάμε” απ’ αυτήν, ένα μέρος, εκείνο που μας συμφέρει. Όταν καλούμαστε να μιμηθούμε αυτή τη συγκατάβαση “κάνουμε τους δύσκολους” κι όταν τα πράγματα στενεύουν δείχνουμε τον πραγματικό μας εαυτό…

Το ρήμα συγκαταβαίνω της μεγάλης μας γλώσσας προέρχεται από την συνάντηση τριών λέξεων: συν+ κατά+ βαίνω. Μέσα σ’ αυτές τις τρεις λέξεις του καθημερινού μας λεξιλογίου κρύβεται όλο το μεγαλείο της σάρκωσης του Θεού. Σαρκώνεται ο Χριστός να συναρμόσει τα πάντα. Κατέρχεται, κατεβαίνει, να συνάξει τα πάντα με τη φλόγα της Αγάπης Του, φλόγα που καίει εξίσου ό,τι εμποδίζει τη συμπόρευση των πάντων. Πλαστήκαμε απ’ τον Θεό και είμαστε παιδιά Του. Η μεταξύ μας ένωση – η “κοινωνία” όπως λεν’ οι θεολόγοι- είναι η φυσική μας κατάσταση. Γι’ αυτό περπατάει αναμεταξύ μας, βαίνει, ο Ιησούς Χριστός, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, για να μας ξανακάνει παιδιά του Θεού, παιδιά και δικά Του αδέλφια, εκεί που το ‘χαμε ξεχάσει από δική μας επιλογή.

Το να είμαστε ενωμένοι είναι στοιχείο του “γονιδιακού” μας χάρτη. Γι’ αυτό λένε οι Πατέρες ότι να ομολογεί κανείς τον Χριστό και να ζει στην Εκκλησία Του είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου! Αφύσικο είναι ό, τι απομακρύνει από τον Θεό και την Εκκλησία Του… όχι ό, τι οδηγεί σ’ Αυτόν!

Η πρώτη Εκκλησία φάνηκε στη Βηθλεέμ, στο σπήλαιο της οποίας πήγε προσκυνητής όποιος μπόρεσε να ενωθεί με τον Χριστό ομολογώντας την Θεότητά Του. Όποιος δε μπόρεσε, έκατσε σπίτι του κι άρχισε να οργανώνει σκευωρίες. Η στάση του Ηρώδη είναι η πρώτη πράξη αποστασίας στην ιστορία των ανθρώπων απ’ τη στιγμή που ανακαινίστηκε ο χρόνος κι έπειτα. Κι οι σκευωρίες λαμβάνουν χώρα κρυφά και λαθραία. Έτσ’ είναι το σκοτάδι… Με τον Χριστό τα πάντα είναι ξεκάθαρα και φωτεινά, δε χωράνε σκευωρίες.

Ο Ηρώδης είμαι εγώ κι εσύ, που δεν θέλουμε τη συμπόρευση των πραγμάτων κι επιθυμούμε ν’ ακούμε το δικό μας θέλημα σφόδρα, να πορευόμαστε σα να ‘μαστε μόνοι πάνω στη γη. Αυτό σημαίνει ότι δεν δείχνουμε συγκατάβαση στον άλλον, μιμούμενοι τον Χριστό που έγινε συγκατάβαση ο ίδιος. Απέναντι από την μοναξιά του Ηρώδη, είναι η συγκατάβαση του Θεού. Ο Χριστός αγαπάει, ο Ηρώδης μισεί.

Το πρόβλημα μας κι εμάς ξενικά όταν αδυνατούμε ν’ αγαπήσουμε. Τότε, κατά της Αγάπης, διοργανώνουμε σκευωρίες, ίδιες και μάταιες με ‘κείνες του Ηρώδη…

Ιάσων Ιερομ.