Η Αλήθεια του Χριστού κι ο δικός μας Φαρισαϊσμός

σχόλιο στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής 4 Δεκεμβρίου 2016
(θεραπεία Συγκύπτουσας γυναίκας, Λουκ. ιγ’, 10-17)

Σήμερα θεράπευσε ο Ιησούς τη Συγκύπτουσα γυναίκα. Τηνε θεράπευσε αν και ήταν Σάββατο, μέρα ανάπαυσης κατοχυρωμένη απ’ το Νόμο. Δέχτηκε τη κριτική του Αρχισυνάγωγου για τη παραβίαση αυτή του θρησκευτικού νόμου. Ο Ιησούς του απάντησε.

Με τι δυναμικότητα καλεί ο Χριστός στη μίμηση της φιλανθρωπίας Του! Δεν καταπατά το Νόμο, αλλά να τον υπερβαίνει. Είχε πει άλλωστε ότι δεν ήρθε για να καταλύσει το Νόμο και τους Προφήτες αλλά να τους ολοκληρώσει. Ο Κύριος τίποτε δεν κατέλυσε. Μόνο τον θάνατο… κι όταν καταλύεται ο θάνατος, τα πάντα μεταμορφώνονται. Ο Χριστός μπορεί να θαυματουργεί το Σάββατο γιατί είναι ο ίδιος ο δημιουργός του Σαββάτου. Το Σάββατο επίσης απαγορεύεται να ταΐσει κανείς ακόμα και τα ζωντανά του, πράγμα που καταπατά το Νόμο (να, τι πράγματα καταπατούν το νόμο…) ενώ για να το αναφέρει ο Ιησούς ως παράδειγμα στην απάντησή του, υπάρχει σίγουρα κάποιο προηγούμενο: για να το απαγορεύει ο Νόμος, σίγουρα θα συνέβαινε. Η υποκρισία των Ιουδαίων είχε φτάσει σε υπέρτατο βαθμό! Πιστοί στο Νόμο δεν τάιζαν οι ίδοι τα ζωντανά τους, πλήρωναν αλλόθρησκους για να το πράξουν..

Ο Χριστός θεραπεύει τη γυναίκα παρ’ ότι ήταν Σάββατο, ο αρχισυνάγωγος όμως, όπως κάθε “καλός” υποκριτής, δεν τα βάζει με τον ίδιο τον Ιησού. Πράττει όπως οι περισσότεροι από εμάς: πισώπλατα. Ο δάσκαλος του Νόμου των Εβραίων διαμαρτύρεται για την καταπάτηση του Σαββάτου από τον Ιησού, όχι πρόσωπο με πρόσωπο, πράγμα που θα έκανε ένας άνθρωπος ο οποίος είναι σίγουρος για τον εαυτό του, αλλά διαμαρτύρεται στο λαό κατά του Ιησού. Ο Χριστός όμως δείχνει σ’ εμένα κι εσένα, τι πρέπει να κάνουμε όταν είμαστε σίγουροι γι’ αυτά που πιστεύουμε: ακούει την διαμαρτυρία του επικριτή του και απαντά στον ίδιο, χωρίς να τον κρίνει, όπως ο έπραξε ο υποκριτής. Ο Ιησούς ποτέ δεν έκρινε πρόσωπα αλλά την κακή συνήθεια και την εμμονική κατάσταση που χτίζει της υποκρισίας την μάσκα. Ο Χριστός δεν θα στηλίτευε ποτέ κανένα πρόσωπο, αφού κάθε ένας πλάστηκε από τον ίδιο, άρα είναι παιδί Του, η θέση του είναι στην αγκαλιά του Πατέρα κι όχι μακριά απ’ Αυτόν.

Όταν απευθύνεται στους Φαρισαίους, τους αποκαλεί υποκριτές μα δεν ονομάζει κατ᾽ όνομα κανέναν. Εμείς μοιάζουμε ωστόσο πλιότερο στους Φαρισαίους παρά στον Ιησού. Έχουμε μια νοητή “ντουντούκα” στο χέρι κι ό, τι δεν μας μοιάζει, θέλουμε να το πετάξουμε στη φωτιά και να καεί, ξεχνώντας ότι η κλίση μας είναι ταξιδέψουμε τον Χριστό στον κόσμο και να γίνουμε ευαγγέλια ζωντανά, ώστε η ζωή μας να είναι τέτοια που να διδάσκει Χριστό κι όχι φαρισαϊσμό. Μας κάλεσεν ο Χριστός και μας έκανε Χριστιανούς ώστε στις πληγές των άλλων να ρίχνουμε βάλσαμο κι όχι αλάτι. Το αλάτι είναι που κάνει τις πληγές να πονούν κι όταν κανείς πονάει, κοιτά τον πόνο του και τίποτε άλλο. Αν θέλουμε να μοιράζουμε πόνο γιατί έτσι αισθανόμαστε απ’ τους άλλους ανώτεροι, σαν τους Φαρισαίους, τότε δεν πρεσβεύουμε Χριστό αλλά τον εαυτό μας.

Ιάσων Ιερομ.