Η ίδρυση και η ιστορία της Ι.Μ. Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος
Ομιλία υπό του Πρωτοπρ. Αθανασίου Καρυάμη, η οποία εκφωνήθηκε την Κυριακή 26 Μαΐου 2024 στην Πνευματική Αίθουσα του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίων Αναργύρων, στο πλαίσιο των επετειακών εκδηλώσεων για την συμπλήρωση 50 ετών από την ίδρυση της Ιεράς Μητροπόλεώς μας.
Με την έναρξη της Επαναστάσεως του 1821, στις επαναστατημένες περιοχές η επικοινωνία με το Πατριαρχείο διακόπηκε για πρακτικούς και άλλους λόγους. Η διοίκηση των εκκλησιαστικών πραγμάτων, άρχισε να ασκείται από το Μινιστέριο της Θρησκείας και από τις πολιτικές αρχές των επαναστατημένων Ελλήνων.
Με την ίδρυση του Βασιλείου της Ελλάδας, επιβλήθηκε από την Αντιβασιλεία τον Αύγουστο του 1833 με Βασιλικό Διάταγμα, η «Διακήρυξις της Ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας». Με αυτό, ορίσθηκαν δέκα μόνιμες επισκοπές, όμως, για να τακτοποιηθούν οι πρόσφυγες αρχιερείς στο νεοσύστατο κράτος, ιδρύθηκαν ακόμα τριάντα προσωρινές επισκοπές, οι οποίες όταν θα χήρευαν, θα συγχωνευόταν με τις επισκοπές που υπήρχαν ήδη στις πρωτευουσών των νομών του κράτους.
Η κανονική τάξη αποκαταστάθηκε με την έκδοση του «Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου» του 1850, από το Πατριαρχείο, όπου «ανακηρύσσεται κανονικώς αυτοκέφαλος η εν Ελλάδι Εκκλησία». Συγκεκριμένα με το νόμο ΣΑ΄/1852 αναγνωρίζεται ως αρχή η Ι. Σ. Ε. Ε., ενώ με το νόμο Σ΄/1852 καθορίζεται ο αριθμός των επισκοπών σε 24, και ρυθμίζεται ο τρόπος της εκλογής των επισκόπων. Από αυτές η μία είναι μητρόπολη, και οι δέκα αρχιεπισκοπές.
Από τότε πολλές αλλαγές υπήρξαν στην επισκοπική γεωγραφία της Ελλάδος. Η επέκταση των συνόρων του κράτους, οι εσωτερικές μετακινήσεις των κατοίκων ή η εγκατάσταση των προσφυγικών πληθυσμών μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης, έπαιξαν σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση, της επανεξέταση των ορίων των μητροπόλεων ή στην ίδρυση νέων.
Με την 3.446 Πατριαρχική και Συνοδική εγκύκλιο και τα επικυρωτικά Βασιλικά Διατάγματα ενώθηκαν με την Εκκλησία της Ελλάδος, οι δύο μητροπόλεις οι δύο αρχιεπισκοπές και οι δύο επισκοπές των Ιονίων νήσων το 1866. Με την 2.262 Πατριαρχική και Συνοδική εγκύκλιο, οι 4 μητροπόλεις και οι πέντε επισκοπές της Θεσσαλίας και τμήματος της Ηπείρου, παραχωρήθηκαν στην Ελλαδική Εκκλησία το 1882.
Με το Βασιλικό Διάταγμα στις 22 Ιανουαρίου 1900, όλες οι αρχιερατικές έδρες γίνονται αρχιεπισκοπές. Έτσι, ιδρύθηκαν η μητρόπολη Αθηνών και 32 επισκοπές. Στη συνέχεια, με το νόμο 2.891/1922 που ψηφίσθηκε από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση, όλες οι επισκοπές ονομάσθηκαν μητροπόλεις. Με τον Καταστατικό Χάρτη του 1923, η μητρόπολη Αθηνών ονομάσθηκε αρχιεπισκοπή, και ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος, αρχιεπίσκοπος. Στη συνέχεια, με το νόμο 3.615/1928 έγινε η αφομοίωση των μητροπόλεων των Νέων Χωρών, με τις ανάλογες μεταβολές των ορίων τους που κρίθηκαν αναγκαστικά απαραίτητες, με βάση τις αλλαγές που είχαν προκύψει από τη σύνθεση των τοπικών πληθυσμών, και των υπολοίπων εκκλησιαστικών αναγκαστικών ανακατατάξεων.
Όλα τα παραπάνω, αποτελούν αντικείμενο του κλάδου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Ελλάδος, μέρος της οποίας είναι μεταξύ άλλων, και η εκκλησιαστική ιστορία κάθε μητροπόλεως. Ο αείμνηστος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Γεράσιμος Κονιδάρης, περιγράφοντας την αξία της αναφέρει : «Η Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος είναι η ειδική εκείνη εν τη Θεολογία αυτοτελής ιστορική επιστήμη, εν τη οποία ερευνάται και εκτίθεται συστηματικώς και αντικειμενικώς η εξωτερική και εσωτερική εξέλιξις και δράσις της Εκκλησίας του Χριστού εν τη περιοχή, ήτις αποτελεί υπό εκκλησιαστικήν, εθνολογικήν, πολιτιστικήν και πολιτικογεωγραφικήν έποψιν μία ενότητα, την Ελλάδα. Η Εκκλησία, ει και κατά την αρχήν αυτής είναι Θείος οργανισμός αποτελεί εν τούτοις ως ανθρώπινος άμα οργανισμός αντικείμενον της ιστορικής επιστήμης , διότι ο Χριστιανισμός αποτελεί ιστορικήν θρησκείαν, της οποίας η εις Εκκλησίαν διαμόρφωσις συντελέσθη εις ορισμένον τόπον και χρόνον».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε σε γενικές γραμμές, μια συνοπτική ιστορία της μητροπόλεως μας, ως αναπόσπαστο τμήμα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Ελλάδος.
Η Ιερά Μητρόπολη Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος (όπως ονομάζεται σήμερα) είναι σχετικά μια νέα μητρόπολη στα όρια της ελληνικής επικράτειας. Η τοπική μας εκκλησία, κληρονόμησε και αξιοποίησε στο έπακρο μια αξιόλογη ορθόδοξη πνευματική παράδοση, που είχε τις ρίζες της στη Μικρά Ασία. Μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης και την ανταλλαγή των πληθυσμών με κριτήριο το θρήσκευμά τους, το ορθόδοξο στοιχείο εγκατέλειψε τις πατρογονικές του εστίες.
Το τμήμα αυτό του προσφυγικού πληθυσμού που εγκαταστάθηκε σε αυτήν εδώ την περιοχή, μετέφερε τον πολύτιμο πνευματικό του θησαυρό, μεταξύ άλλων, όπως βιώθηκε από εκείνους και τους προγόνους τους. Αυτή η ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση, συνεχίζει μέχρι σήμερα τον ιστορικό της ρόλο, και βασισμένη στην εκκλησιαστική της κληρονομιά, υπό την πνευματική καθοδήγηση και το βαθύ θεολογικό λόγο του νηφάλιου και έμπειρου επισκόπου μας κ. Γαβριήλ, πάνω στις βάσεις που έθεσε ο Πατάρων Μελέτιος και οι προκάτοχοί του μητροπολίτες Τιμόθεος και Κωνσταντίνος.
Από τη δεκαετία του 1950, η εγκατάλειψη των αγροτικών περιοχών, και η μόνιμη εγκατάσταση των κατοίκων τους κυρίως στην πρωτεύουσα και την συμπρωτεύουσα, άλλαξε τη σύνθεση του πληθυσμού, ενώ δυσκόλεψε αρκετά τον τρόπο της διαποίμανσή τους από την Εκκλησία. Έτσι, για την αρτιότερη διαποίμανση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των μητροπόλεων Αττικής και Μεγαρίδος και Θεσσαλονίκης, με απόφαση του τότε αρχιεπισκόπου Αθηνών Σεραφείμ, αποκόπηκαν τμήματά τους, και ιδρύθηκαν νέες μητροπόλεις. Βέβαια, υπήρξαν και κάποιοι άλλοι ιστορικοί λόγοι, όμως, ο ελάχιστος χρόνος που έχουμε στη διάθεσή μας, δεν μας επιτρέπει να τους αναφέρουμε.
Με το Νομοθετικό Διάταγμα 411 «Περί ιδρύσεως Ιερών Μητροπόλεων εν τη Εκκλησία της Ελλάδος και τρόπου πληρώσεως αυτών και των λοιπών τοιούτων» ΦΕΚ 134Α/16-5-1974, άρθρο 1ο παράγραφος 2 ιδρύθηκε Η «Ιερά Μητρόπολις Νέας Ιωνίας Φιλαδελφείας και περιλαμβάνουσα τους Δήμους Νέας Ιωνίας, Νέας Φιλαδελφείας και Ηρακλείου και την Κοινότητα της Νέας Χαλκηδόνος του Νομού Αττικής». Η νέα μητρόπολη αποσπάστηκε από τη Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών και περιλάμβανε μαζί και την ενορία της Αγίας Μαρίνας Νέας Φιλαδελφείας, από τη μητρόπολη Αττικής και Μεγαρίδος.
Πρώτος μητροπολίτης Νέας Ιωνίας, κατεστάθη ο από Μαρωνείας Τιμόθεος Ματθαιάκης, ο οποίος εκλέχθηκε παμψηφεί στις 22-5-1974 δια μεταθέσεως. Η ενθρόνισή του έγινε στις 2-6-1974. Ο Ν. Ιωνίας Τιμόθεος, γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1937 και πρεσβύτερος το 1940. Το έτος 1951 εξελέγη βοηθός επίσκοπος Θεσσαλονίκης με τον τίτλο «Μυρέων» και το 1954 μητροπολίτης Μαρωνείας, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στα εκκλησιαστικά πράγματα.
Αμέσως μετά την ενθρόνισή του στη Νέα Ιωνία, έχοντας ήδη μεγάλη διοικητική πείρα, αρχίζει το πολύπλευρο ποιμαντικό του έργο. Φροντίζει για την ανέγερση επισκοπείου επί της Λ. Ηρακλείου 340, όπου μεταφέρονται τα γραφεία της μητροπόλεως από το 1978. Στο υπόγειο του επισκοπείου λειτούργησε βαπτιστήριο ενηλίκων μέσα στο παρεκκλήσιο της Αγίας Φωτεινής, όπου βαπτίσθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι. Στην πρώτη δεκαετία ανεγέρθηκαν συνολικά έξι παρεκκλήσια μεταξύ αυτών της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, των εκκλησιαστικών κατασκηνώσεων Ωρωπού. Όταν συστάθηκε η μητρόπολη, υπήρχαν σε αυτήν 18 ενοριακοί ναοί. Επί των ημερών του δημιουργήθηκαν τρεις νέες ενορίες: των Αγίων Βασιλείου και Κοσμά του Αιτωλού Νέας Φιλαδελφείας, του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Νεαπόλεως Ν. Ιωνίας και του Αγίου Νεκταρίου στο Νέο Ηρακλείου. Ο Τιμόθεος, διακρίνονταν για τη σεμνότητά και την ευσέβειά του και υπηρέτησε την εκκλησία με αφοσίωση, ήταν ιδιαίτερα φιλάνθρωπος προς τους οικονομικά ασθενέστερους, πρόσφερε βιβλιάρια προικοδοτήσεως σε κοπέλες πολύτεκνων οικογενειών. Για τη συγγραφική του δράση, θα μείνει αλησμόνητος.
Ο σημαντικός αριθμός των εποικοδομητικών και ποιμαντικών βιβλίων του, αποδεικνύει ότι θεωρούσε τη συγγραφή σημαντική διακονία. Ιδρύει νέα ευαγή ιδρύματα: την εκκλησιαστική στέγη προνοίας γερόντων «Παναγία η Ελεούσα» στη Νέα Ιωνία, την οποία προόριζε για νέα ενορία, όμως, κάποιοι τον εμπόδισαν. Η ανέγερση του κτιρίου έγινε τον Ιούνιο του 1975 και τα εγκαίνια έγιναν το έτος 1977. Ο εκκλησιαστικός οίκος ευγηρίας «Ο Καλός Σαμαρείτης», λειτούργησε για πρώτη φορά το 1969, και επί των ημερών του το 1977 έγινε η προσθήκη του 2ου ορόφου.
Το εκκλησιαστικό ίδρυμα περιθάλψεως απόρων θηλέων «Η Αγία Φιλοθέη» στην Καλογρέζα, θεμελιώθηκε το 1977 και εγκαινιάσθηκε το 1980. Επί των ημερών του, με έγκριση της Ιεράς Συνόδου και με υπουργική απόφαση ΦΕΚ 822Β/5-8-1978 ιδρύθηκε η ανδρώα Ιερά Μονή Παναχράντου στο Νέο Ηράκλειο, κατόπιν δωρεάς του ακινήτου για να εγγραφούν σε αυτήν όλοι οι άγαμοι ιερείς που υπηρετούσαν σε ναούς της μητροπόλεως. Ο Κυριάκος Αναστασιάδης δώρισε την οικία του στο Νέο Ηράκλειο, όπου στη συνέχεια λειτούργησε το Αναστασιάδειο ίδρυμα. Στη διαθήκη του, ο Τιμόθεος Ματθαιάκης, άφησε όλη την περιουσία του στην Εκκλησία.
Μετά το θάνατο του μητροπολίτου Τιμοθέου το 1992, τοποτηρητής αναλαμβάνει ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ. Η μητρόπολη έμεινε κενή για 2 ½ χρόνια εξαιτίας του ζητήματος της αποκαταστάσεως στην ενεργό υπηρεσία μητροπολιτών, με απόφαση του Σ.τ.Ε., που είχαν απομακρυνθεί παλαιότερα από τις μητροπόλεις τους.
Διάδοχός του, ο στενός του συνεργάτης και πρωτοσύγκελός του στις μητροπόλεις Μαρωνείας και Νέας Ιωνίας, Κωνσταντίνος Φαραντάτος, ο οποίος γεννήθηκε στην Κεφαλλονιά. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή και στη Θεολογική Σχολή. Επί τον ημερών του, δημιουργήθηκε ακόμα μια νέα ενορία, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου στη Νέα Χαλκηδόνα. Εκδίδει το περιοδικό «Φιλόθεος Πνοή» εποικοδομητικού χαρακτήρα. Ο μητροπολίτης Κωνσταντίνος, συνέχισε με τον ίδιο ζήλο το φιλανθρωπικό και ποιμαντικό έργο του προκατόχου του, από το 1994 μέχρι την παραίτησή του για λόγους υγείας το Σεπτέμβριο του 2014. Επί των ημερών του η μητρόπολη αποκτά την Ιερά Γυναικεία Μονή Οσίου Ιερωνύμου – Παναγίας Φοβεράς Προστασίας στα Σκούρτα Βοιωτίας. Απεβίωσε στις 23-1-2020.
Την 11η Οκτωβρίου 2014 η Ιερά Σύνοδος ψηφίζει ως νέο μητροπολίτη, τον βοηθό επίσκοπο του αρχιεπισκόπου Αθηνών και αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου, με τον τίτλο Διαυλείας κ. Γαβριήλ Παπανικολάου. Η ενθρόνισή του έγινε την 1η Νοεμβρίου 2014. Ο νέος μητροπολίτης γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου από το Πανεπιστήμιο του Φριβούργου, υποψήφιος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Αθηνών και Γενεύης και διδάκτωρ Ινστιτούτου Διεθνούς Εμπορίου και του Ελληνικο-Αμερικανικού Πανεπιστημίου.
Από την πρώτη στιγμή δεν αρκείται να συνεχίσει το αξιόλογο έργο των προκατόχων του, αλλά σχεδιάζει το έργο της μητροπόλεως, για να ανταποκριθεί στις πραγματικές ανάγκες των επόμενων δεκαετιών. Ανακαινίζει το μητροπολιτικό μέγαρο, τα γηροκομεία, τους τρεις παιδικούς σταθμούς «Ιωνική Αγωγή», δημιουργεί το κέντρο ιματισμού ο «Χιτών», δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους νέους, έρχεται σε επαφή μαζί τους, ετοιμάζει κατασκηνώσεις στη Σφενδάλη Αττικής, λειτουργεί το κοινωνικό φροντιστήριο, αξιοποιεί τις νέες τεχνολογίες ως μέσο επικοινωνίας με το ποίμνιό του, λειτουργούν συσσίτια, ιδρύει τράπεζα αίματος και υλοποιεί το μεγάλο έργο του στο Περισσό, το «Ιωνικό Κέντρο», χώρος λατρευτικός και πολιτιστικός, εις τιμήν και μνήμην του πολιούχου της μητροπόλεως μας, Αγίου Γεωργίου του Νεαπολίτου. Αυτά είναι κάποια από τα πολλά έργα του.
Για να τιμηθούν ισότιμα όλοι οι δήμοι της μητροπολιτικής μας περιφερείας, με την απόφαση 4.622/2.223, ΕτΚ αριθμός φύλλου 175 Α΄ /8-11-2019 «η εις την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος υπαγομένη Ιερά Μητρόπολις Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας, μετονομάζεται εις Ιερά Μητρόπολις Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος».
Όμως, υπάρχει μια ακόμα σπουδαία πτυχή της προσφοράς του μητροπολίτου μας κ. Γαβριήλ στην Εκκλησία και σε όλους εμάς. Η ορθόδοξη θεολογική του σκέψη που δεν εμφανίζεται μέσα σε μια πνευματική απομόνωση, αλλά σε συνεχή καρποφόρο διάλογο τόσο με την ορθόδοξη όσο και την δυτική θεολογία, τόσο χρήσιμη την ώρα που πολλοί, την αντικατέστησαν με συνθήματα, ακολουθώντας τον εύκολο δρόμο, είτε ως άλλοθι είτε ως δόγμα. Βαθύτατος γνώστης της Αγίας Γραφής, των Ιερών Κανόνων και της πλούσιας πατερικής γραμματείας, όπως βλέπουμε μέσα από τα κηρύγματά του, τις εγκυκλίους του, τα κείμενά του, και τις εισηγήσεις του στα θεολογικά συνέδρια, όταν εκπροσωπεί την Εκκλησία της Ελλάδος στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, όπως διαβάζουμε μέσα από το βιβλίο του «Ιωνίας Λόγοι» και μας αναλύει ο ίδιος, σε κάθε ιερατική σύναξη ή επαφή μαζί του, συνθέτει ένα γνήσιο ορθόδοξο πατερικό και αγιογραφικό λόγο, που δεν αρκείτε απλά να μεταφέρει την ορθόδοξη θεολογία στο χριστιανικό κόσμο που δεν ανήκει στον Ορθοδοξία, αλλά και να δώσει τις ανάλογες απαντήσεις σε όλους αυτούς.
Αυτό κατάφερα να ανιχνεύσω μέσα από τις μέτριες θεολογικές και ιστορικές μου γνώσεις, που απόκτησα στη συντριπτική τους πλειοψηφία, συνεχίζοντας τις σπουδές μου με την ευλογία του και την άπειρη στήριξή του, όλα αυτά τα 10 χρόνια που είναι επίσκοπός μας, και τον ευχαριστώ πάρα πολύ για τις τόσες ευκαιρίες που και σε εμένα, όπως, και σε πολλούς άλλους έδωσε.
Ελπίζω, αυτό το οποίο ζητάει από εμάς τους ιερείς του, σε κάθε ιερατική σύναξή μας, να γίνουμε το δικό του στόμα και η δική του φωνή στο ποίμνιό του, να το καταφέρουμε όλοι μαζί, με την ίδια θέρμη που ο ίδιος μας το ζητάει.
Η σύντομη επισκόπηση της ιστορίας της τοπικής μας εκκλησίας, θέλουμε να πιστεύουμε ότι συνέβαλε στην αρτιότερη κατανόηση της ιστορικής, πνευματικής και υλικής προσφοράς της στο ποίμνιό της, με την αμέριστη συμβολή των επισκόπων της, μαζί με τη συνεργασία κλήρου και λαού, σε μια πορεία που συνεχίζεται.