Χρυσούν Ιωβηλαίον Ι. Μ. Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος (1974-2024)
Μητροπολίτου Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος Γαβριήλ
Ομιλία κ. Μητροπολίτου κ. Γαβριήλ, η οποία εκφωνήθηκε την Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2024 (ημέρα Μνήμης της Μικρασιατικής Καταστροφής) στο Συνεδριακό Κέντρο του Δήμου Νέας στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Μνήμης και Πολιτισμού των Ιωνικών Ημερών του Δήμου Νέας Ιωνίας.
Η Ιερά Μητρόπολίς μας Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος εορτάζει και πανηγυρίζει εφέτος το «Χρυσό Ιωβηλαίο» της, ήτοι την συμπλήρωση 50 ετών από την ίδρυση και την σύστασή της.
Το εφετινό επετειακό έτος 2024 αποτελεί αναμφίβολα έτος ορόσημο για την Τοπική μας Εκκλησία, για τον ευλογημένο προσφυγικό λαό της, αλλά και εν γένει για την Εκκλησία της Ελλάδος, αφού δίδει την ευκαιρία, αφ᾽ ενός μεν να αποτίσουμε φόρο τιμής στα πρόσωπα εκείνα, τα οποία ευλαβώς διαφύλαξαν την υψηλή πνευματική παρακαταθήκη, που μας κληροδότησαν οι αείμνηστοι Μικρασιάτες προπάτορές μας, αφ᾽ ετέρου δε να γνωρίσουμε, έτι περισσότερο, την πνευματική, θεολογική, ανθρωπιστική και κοινωνική παρουσία ή και διαχρονική προσφορά της καθ᾽ ημάς Ιεράς Μητροπόλεως στην ιστορία, στον πολιτισμό, στην πρόοδο και στη ενότητα του τόπου μας.
Συνάμα δε, αποτελεί και μία ευλογημένη ευκαιρία δοξολογίας και ευγνωμοσύνης στον Πανοικτίρμονα Θεό για όσα προηγήθηκαν, για όσα μας αξίωσε να βιώσουμε, για όσα επιτύχαμε, για όσα καταφέραμε ή και δεν καταφέραμε, για τις τόσες και τόσες ανείπωτες δωρεές Του, αφού, όπως μας διδάσκει ο μέγας σαγηνευτής των Εθνών απόστολος Παύλος: «πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε» (Α´Θεσ. 5,16-18).
Πράγματι, ήταν το έτος 1974, όταν η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία επιδιώκοντας να συνδράμει πληρέστερα πνευματικά στον ολοένα αυξανόμενο πληθυσμό των Αθηνών, ύστερα μάλιστα από τη ζώσα απαίτηση της νέας πραγματικότητας, που διαμορφώθηκε στην πατρίδα μας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) και τη βίαιη εκδίωξη των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής από τα αιματοβαμμένα χώματα της Ιωνικής γης και την έλευσή τους στη μητροπολιτική Ελλάδα, αποφάσισε την ίδρυση νέας Ιεράς Μητροπόλεως.
Για τον λόγο αυτό, μνεία οφείλουμε σε πρόσωπα πνευματικά και σε μορφές ηγετικές. Σε μορφές εκκλησιαστικές, σχεδόν βιβλικές, που το όνομά τους έχει ταυτισθεί τόσο με την ιστορία όσο και με την ίδρυση της Τοπικής μας Εκκλησίας. Σε πρόσωπα, που τα ονόματά τους συγκεφαλαίωσαν την έξοδο των Μικρασιατών Ελλήνων προσφύγων, οδηγώντας τους στη νέα πατρίδα, και στη συνέχεια αποτέλεσαν τους πρωτεργάτες της ίδρυσης των πρώτων ιερών Ναών της πόλεώς μας.
Έτσι, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στον αείμνηστο Πρωθιερέα Παπαιωακείμ Πεσματζόγλου, τον αποκαλούμενο και «Μωϋσή των Σπαρταλήδων», ο οποίος ήταν αυτός που οδήγησε με ασφάλεια τους χιλιάδες πρόσφυγες Σπαρταλήδες στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922). Ο Παπαιωακείμ ήταν αυτός που στη συνέχεια τέλεσε τον Αγιασμό θεμελιώσεως του πρώτου προσφυγικού οικισμού (Ιούνιος 1923), όπου με τον καιρό αναπτύχθηκε η σημερινή επισκοπική καθέδρα της Ιεράς Μητροπόλεώς μας, η πόλη της Νέας Ιωνίας.
Μία ακόμη εξέχουσα ή και εμβληματική εκκλησιαστική προσωπικότητα, μαζί με τον Παπαιωακείμ Πεσματζόγλου, αποτέλεσε ο Μητροπολίτης Πατάρων Μελέτιος. Στο πρόσωπο του μακαριστού Μητροπολίτου Πατάρων αντικατοπτρίζεται η συνολική προσφορά της Εκκλησίας μας απέναντι στους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Το όνομά του έγινε συνώνυμο τόσο του ιστορικού βίου, όσο και του ιερού δεσμού με τις αλησμόνητες πατρίδες.
Ο Μητροπολίτης Μελέτιος υπήρξε ένας φλογερός επίσκοπος. Ο ίδιος αγωνίσθηκε ως αληθινός, φιλόστοργος και ευσυνείδητος ιεράρχης και αποτέλεσε ένα αληθινό σύμβολο προσφοράς στον δοκιμαζόμενο προσφυγικό Ελληνισμό. Άνθρωπος ανιδιοτελούς αγάπης και πλείστων χαρισμάτων. Ενέσκυψε με ευαγγελική ταπείνωση στις συντετριμμένες καρδιές των προσφύγων, δίνοντάς τους κουράγιο, δύναμη και ελπίδα να υπομείνουν την δραματική αλλαγή της ζωής τους.
Με την έλευσή τους λοιπόν στη νέα πατρίδα, πρωταρχικό μέλημα των δοκιμαζόμενων Μικρασιατών ήταν να κάνουν μία νέα αρχή. Οι ίδιοι εκτός από τα δάκρυα, τον πόνο και τις αλησμόνητες αναμνήσεις τους, μετέφεραν στη νέα πατρίδα και πολυάριθμα ιερά κειμήλια, ανεκτίμητους ιερούς θησαυρούς της πίστεώς μας. Μετέφεραν, θα λέγαμε, την ανεξίτηλη στον χρόνο ιερή σφραγίδα της μακραίωνης ορθόδοξης πίστεως και της μεγάλης πνευματικότητας που τους διέκρινε.
Έτσι, με πρωτεργάτες τους δύο προαναφερθέντες κληρικούς, ήτοι τον Μητροπολίτη Πατάρων Μελέτιο και τον Παπαιωακείμ Πεσματζόγλου, από τις πρώτες ενέργειές τους ήταν να προβούν στην ίδρυση ναών, δίνοντας το όνομα των Αγίων, που ευλαβούνταν και τιμούσαν στην πατρίδα τους.
Συνεπώς, η ίδρυση της καθ’ ημάς Ιεράς Μητροπόλεως προέκυψε, θα λέγαμε, ως το ευλογημένο επιστέγασμα της νέας εκείνης διαμορφωθείσας πραγματικότητας, η οποία εξελίχθηκε σταδιακά και επηρέασε σημαντικά την πορεία του ελληνικού έθνους στη σύγχρονη εποχή.
Πιο συγκεκριμένα, με το Νομοθετικό Διάταγμα 411 «Περί ιδρύσεως Ιερών Μητροπόλεων εν τη Εκκλησία της Ελλάδος και τρόπου πληρώσεως αυτών και των λοιπών τοιούτων» (ΦΕΚ 134Α/16-5-1974, άρθρο 1ο παράγραφος 2), ιδρύθηκε η «Ιερά Μητρόπολις Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας, περιλαμβάνουσα τους Δήμους Νέας Ιωνίας, Νέας Φιλαδελφείας και Ηρακλείου και την Κοινότητα της Νέας Χαλκηδόνος του Νομού Αττικής». Η νέα Μητρόπολη αποσπάσθηκε από την Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών και περιλάμβανε μαζί και την ενορία της Αγίας Μαρίνης Νέας Φιλαδελφείας από την Ιερά Μητρόπολη Αττικής και Μεγαρίδος.
Πρώτος Ποιμενάρχης της νεοσύστατης ταύτης Μητροπόλεως κατεστάθη ο από Μυρέων, Μαρωνείας και Κομοτηνής Τιμόθεος Ματθαιάκης, ο οποίος μάλιστα εκλέχθηκε παμψηφεί από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 22 Μαΐου 1974. Η ενθρόνισή του πραγματοποιήθηκε στις 2 Ιουνίου του ιδίου έτους.
Ο αείμνηστος Μητροπολίτης γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που ανέλαβε το πηδάλιο της Ιεράς Μητροπόλεως εργάσθηκε με πνεύμα θυσίας και αυταπαρνήσεως «εν εσπέρα και πρωί και μεσημβρία» (Ψαλμ. 54, 18), στην διακονία της εν Χριστώ πίστεως και στην ενότητα του λαού του Θεού, ξεκινώντας, ουσιαστικά εκ του μηδενός, τον αγώνα για την οργάνωση της νεοσύστατης τότε Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας.
Ο καλοκάγαθος Ποιμενάρχης κυρός Τιμόθεος διακρινόταν για την ευσέβειά του, για την σεμνότητα του βίου του, αλλά και για τα αγνά και φιλάνθρωπα αισθήματά του. Ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά, ότι ο θεσμός της οικογενείας, εκτός από ιερός, ήταν και συνεχίζει να είναι το βασικότερο κύτταρο της κοινωνίας μας. Η έντονη ευαισθησία του για τον ιερό αυτό θεσμό, εκτός των άλλων, τον οδήγησε και στην γενναία προσφορά τραπεζικών βιβλιαρίων προικοδοτήσεως σέ κοπέλες πολύτεκνων οικογενειών.
Όραμά του ήταν μία κοινωνία χαρούμενων ανθρώπων, σύμφωνα μέ την επιταγή του Κυρίου μας: «πιστεύοντες ἀγαλλιάσθε χαρά ἀνεκλαλήτῳ καί δεδοξασμένῃ» (Α΄ Πέτ. 1, 8).
Υπό την προοπτική λοιπόν αυτή, προέβη στην δημιουργία ενός σπουδαίου κοινωνικού έργου. Έτσι, πάσχισε και τελικώς κατάφερε την πολυδάπανη ανέγερση του εκκλησιαστικού οίκου ευγηρίας, ήτοι του «Καλού Σαμαρείτη» στη Νέα Φιλαδέλφεια (1974), την ανάδειξη του εκκλησιαστικού οίκου ευγηρίας της «Παναγίας Ελεούσας» στη Νέα Ιωνία (1975), αλλά και την ίδρυση της «Εκκλησιαστικής Στέγης απόρων θηλέων «η Αγία Φιλοθέη στην περιοχή της Καλογραίζης.
Άμεσα (1978) φρόντισε για την ανέγερση του Επισκοπείου επί της Λ. Ηρακλείου 340, στο οποίο στεγάζονταν το μητροπολιτικό γραφείο, τα γραφεία υπηρεσιών της Ιεράς Μητροπόλεως, πνευματικό κέντρο νεότητος, αίθουσα εκδηλώσεων, ξενώνας, καθώς και το Ιερό Παρεκκλήσιο της Αγίας Παρασκευής.
Όταν πραγματοποιήθηκε η σύσταση της Ιεράς Μητροπόλεως, υπήρχαν συνολικά σε αυτή 18 ενοριακοί Ναοί. Έτσι, με την σταδιακή ανέγερση μεγαλοπρεπών Ιερών Ναών, ο μακαριστός Ποιμενάρχης προέβη και στην εκ βάθρων ανακαίνιση των ήδη υπαρχόντων, όπως λ.χ. των Ιερών Ναών Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Νέας Ιωνίας, Αγίου Σπυρίδωνος Νέας Ιωνίας, Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Περισσού, Ζωοδόχου Πηγής Καλογραίζης, Αγίας Μαρίνης Νέας Φιλαδελφείας, Αγίου Κοσμά του Αιτωλού και Μεγάλου Βασιλείου Νέας Φιλαδελφείας, Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ηρακλείου Αττικής, Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Αλσουπόλεως, Αγίου Νεκταρίου Ηρακλείου Αττικής και των Ιερών Παρεκκλησίων του Γενεσίου της Θεοτόκου του οίκου ευγηρίας «Παναγίας Ελεούσας» και της Αγίας Φιλοθέης στη Νέα Ιωνία.
Ο μεγάλος αριθμός βιβλίων, δημοσιευμένων μελετών και άρθρων τα οποία συνέγραψε, σε συνδυασμό με το μνημειώδες τρίτομο έργο του, που περιλαμβάνει ευχές για κάθε περίπτωση, αντικατοπτρίζουν μεταξύ άλλων και το χάρισμα της συγγραφικής δεινότητας του αοιδίμου Ιεράρχου.
Συνεπώς, μόνο τυχαία δεν είναι η πλειάδα παρασήμων, μεταλλίων, διπλωμάτων τιμής και ευφήμων μνειών, τα οποία έλαβε και με τα οποία τιμήθηκε ο αοίδιμος Μητροπολίτης τόσο από την Πολιτεία για την προσφορά του στον άνθρωπο και την κοινωνία, όσο και από τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία και τις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες για το έργο και την προσφορά του στην Εκκλησία.
Ο Μητροπολίτης Τιμόθεος εκοιμήθη στις 14 Φεβρουαρίου 1992 και η ταφή του σεπτού σκηνώματός του έγινε όπισθεν του Ιερού Βήματος, στον περίβολο του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού της Νέας Ιωνίας.
Μετά την σεπτή κοίμησή του, τοποτηρητής της χηρευούσης τότε Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας ανέλαβε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ. Η Μητρόπολη παρέμεινε χηρεύουσα για 2½ χρόνια, λόγω του ζητήματος της αποκαταστάσεως στην ενεργό υπηρεσία Μητροπολιτών, με απόφαση του Σ.τ.Ε., που είχαν απομακρυνθεί παλαιότερα από τις Ιερές Μητροπόλεις τους.
Τον αείμνηστο Μητροπολίτη κυρό Τιμόθεο διαδέχθηκε ο στενός συνεργάτης του και Πρωτοσύγκελός του στις Ιερές Μητροπόλεις Μαρωνείας και Νέας Ιωνίας Κωνσταντίνος Φαραντάτος, ο οποίος εκλέχθηκε από το σεπτό σώμα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας στις 25 Μαΐου 1994. Ο σεπτός Ιεράρχης έλαβε την χάρη του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος με την χειροτονία του εις Επίσκοπον και δη εις Μητροπολίτη Nέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας στις 29 Μαΐου 1994.
Έκτοτε, και για είκοσι ολόκληρα έτη, ο αοίδιμος Μητροπολίτης χάραξε, με ιδιαίτερη συνέπεια και ένθεο ζήλο, την δική του φωτεινή πορεία στην Τοπική Εκκλησία της Νέας Ιωνίας, διακονώντας τον λαό του Θεού ως αληθινός ποιμήν, μιμούμενος εμπράκτως το παράδειγμα του «Καλού Ποιμένος» Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Κατά την διάρκεια της σεπτής ποιμαντορίας του, προέβη στην έκδοση του ψυχοφελούς περιοδικού «Φιλόθεος Πνοή». Από το 1994 μάλιστα μέχρι και τον Σεπτέμβριο του έτους 2014, όταν και παραιτήθηκε για λόγους υγείας, συνέχισε με την ίδια αγάπη το φιλανθρωπικό και ποιμαντικό έργο του προκατόχου του.
Αναμφίβολα, η Ιερά Μητρόπολη Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος οφείλει πολλά στον μακαριστό Μητροπολίτη κυρό Κωνσταντίνο. Ιδίως μάλιστα καθ᾽ όσον αφορά στην πνευματική καλλιέργεια του ποινίου της, αφού οι περισσότερες ποιμαντικές δράσεις του αοιδίμου Ιεράρχου στόχευαν στην ενεργή βίωση της πίστεως, καθώς και στην ζώσα παραμονή των πιστών στο μυστηριακό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, εργάσθηκε με ακαταπόνητο ζήλο τόσο για την ίδρυση της Ιεράς Μονής Αγίου Ιερωνύμου στα Σκούρτα Βοιωτίας, όσο και για την εκ βάθρων ανέγερση του Ιερού Ναού Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Νέας Χαλκηδόνος και του Ιερού Παρεκκλησίου Αγίου Κυπριανού του Αναστασιαδείου Εκκλησιαστικού Ιδρύματος στο Ηράκλειο Αττικής. Επιπλέον, η ίδρυση τριών παιδικών σταθμών στην Καλογραίζα, στη Νέα Φιλαδέλφεια και στο Ηράκλειο Αττικής οφείλονται στον αοίδιμο Μητροπολίτη Κωνσταντίνο, οι οποίοι και αποτέλεσαν σημαντικό στήριγμα στις ανάγκες των οικογενειών των περιοχών αυτών.
Ο ίδιος έκρυβε στη φλογερή και γεμάτη πίστη καρδιά του μία βαθιά αγάπη για την Εκκλησία και την Κεφαλήν Αυτής τον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό και ο θείος αυτός έρως ήταν ατελεύτητος έως και την ώρα της κοιμήσεώς του. Στο σεπτό πρόσωπο του μακαριστού Ποιμενάρχου κυρού Κωνσταντίνου, οφείλουμε τα μέγιστα όλοι οι κληρικοί της Τοπικής μας Εκκλησίας.
Προσωπικά αισθάνομαι απέραντη ευγνωμοσύνη, διότι είχα την μεγάλη ευλογία να διδαχθώ από την ευσέβειά του, από την πηγαία ευγένεια των τρόπων του, από το ορθόδοξο λειτουργικό ήθος του. Από την αγνή και συγκινητική διάθεσή του, συνεχώς να προσφέρει και να βοηθά ανιδιοτελώς τον πλησίον, άνευ θρησκευτικών, φυλετικών ή άλλων διακρίσεων.
Κυρίως όμως, είχα την μεγάλη ευλογία να βιώσω εκ του σύνεγγυς τόσο τα θεοδώρητα τάλαντα της ψυχής του, όσο και τις πνευματικές διδαχές του, οι οποίες συνεχίζουν να αποτελούν για την ελαχιστότητά μου πνευματική πυξίδα, για να συνεχίσω, με την χάρη του Θεού, το έργο της δικής του πολύκαρπης και καλλίκαρπης ποιμαντορίας.
Μία τέτοια λοιπόν προσωπικότητα ήταν ο μακαριστός Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας κυρός Κωνσταντίνος, που η χάρις του Δωρεοδότου Θεού αξίωσε εμέ τον ελάχιστο να διαδεχθώ στο ευθυνοφόρο πηδάλιο της προσφυγικής Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος, ύστερα από απόφαση του σεπτού σώματος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 10 Οκτωβρίου 2014.
Με ιδιαίτερη συγκίνηση ενθυμούμαι ακόμη την αγάπη και την θερμή υποδοχή που μου επεφύλαξε ο ευσεβής ιερός κλήρος και ο ευλογημένος προσφυγικός λαός της θεοσώστου ταύτης επαρχίας την ημέρα της ενθρονίσεώς μου, την 1η Νοεμβρίου 2014.
Έκτοτε, προσπάθησα, προσπαθώ και συνεχίζω να προσπαθώ να πορεύομαι επάνω στα αδιάσειστα θεμέλια της έμπρακτης εφαρμογής της ευαγγελικής εντολής της αγάπης: «ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ιω. 15, 17), την οποία εφάρμοσαν οι αοίδιμοι προκάτοχοί μου.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή, μαζί πάντοτε με τους άξιους κληρικούς καί συνεργάτες μου, στους οποίους οφείλω τα μέγιστα, θέσαμε ως πρώτιστη προτεραιότητα τον ίδιο τον «άνθρωπο». Τον άνθρωπο, ο οποίος αποτελεί εικόνα Θεού και την κορωνίδα της θείας δημιουργίας. Το ανθρώπινο πρόσωπο, το οποίο είναι μοναδικό, ιερό και ανεπανάληπτο, καθώς και τις πάμπολλες ευνόητες ανάγκες του.
Ολοκληρώνοντας, επιτρέψτε μου από το βήμα αυτό, αρχικά να απευθύνω δόξα και αίνο στον Δωρεοδότη Θεό για όλες τις αναρίθμητες και μεγάλες ευλογίες που καθημερινά μας προσφέρει. Προσωπικά Τόν ευχαριστώ και Τον δοξολογώ, που με αξίωσε να διακονώ τον πιστό αυτό προσφυγικό λαό της Ιεράς ταύτης Μητροπόλεως, δίδοντας μαρτυρία «περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (Α΄ Πέτρου 3, 15), «ἵνα ὁ λόγος τοῦ Κυρίου τρέχῃ καὶ δοξάζηται» (B΄ Θεσ. 3, 1), σύμφωνα με τον Απόστολο των εθνών Παύλο.
Ευγνώμονες ευχαριστίες απευθύνω προς τους κληρικούς της Ιεράς Μητροπόλεώς μας, οι οποίοι καθημερινά αγωνίζονται και προσφέρουν το «είναι» τους για «τό ἔργο τῆς πίστεως καί τοῦ κόπου τῆς ἀγάπης» (Α’ Θεσ. 3, 3).
Θερμές ευχαριστίες εκφράζω προς τους συνεργάτες μου «τοῖς ἐγγύς καί τοῖς μακράν» (Εφ. 2, 17), τους ακάματους βοηθούς μου, που δίχως την καθημερινή αγόγγυστη βοήθειά τους, τίποτε από το ως άνω έργο δεν θα είχε υλοποιηθεί.
Ευγνωμοσύνη εκφράζω προς όλους εσάς, τον πιστό λαό του Θεού, τους άοκνους Συγκηρηναίους μας, τόσο για την ανιδιοτελή στήριξή σας στο ποιμαντικό και φιλανθρωπικό έργο της Τοπικής μας Εκκλησίας, όσο και για την έμπρακτη συμμετοχή σας σε όλη αυτή την προσπάθεια.
Στον καθημερινό αυτό αγώνα μαζί πορευόμαστε, μαζί προχωρούμε και κανείς δεν περισσεύει.
Με την χάρη του Θεού και με σύμμαχο την αγάπη σας ευελπιστούμε, ότι θα συνεχίσουμε «τον καλόν αγώνα της πίστεως», με δύναμη και υπομονή, εμμένοντας σταθεροί στις αξίες και στις παραδόσεις μας, σεβόμενοι την ιστορία μας και υπερασπιζόμενοι κάθε άνθρωπο, ο οποίος και αποτελεί ζώσα εικόνα του ζώντος Θεού.
Σας ευχαριστώ!