Οι εκκλησιαστικές κοινότητες ως προϋπόθεση της εγκατάστασης των προσφύγων. Το παράδειγμα της Ν. Ιωνίας
Ομιλία Μητροπολίτη κ. Γαβριήλ κατά τις εργασίες του Επετειακού Συμποσίου, που διοργάνωσε η Πολιτιστική Εστία «Ίωνες» της Νέας Ιωνίας Βόλου, με θέμα: «Δράσεις μελέτης και ανάδειξης του τρόπου της αστικής εγκατάστασης των προσφύγων Μικρασιατών και της φροντίδας της Ελληνικής Πολιτείας. Το παράδειγμα της δημιουργίας και εξέλιξης της Νέας Ιωνίας Μαγνησίας».
Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024
Πολιτιστικό Κέντρο Ν. Ιωνίας Βόλου
Με ιδιαίτερη χαρά και τιμή βρίσκομαι σήμερα ανάμεσά σας σε αυτό το ξεχωριστό Συμπόσιο, που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της επετείου του σημαντικού Ιωβηλαίου των 100 ετών από την ίδρυση της Νέας Ιωνίας του Νομού Μαγνησίας. Πράγματι είναι μεγάλη η χαρά, διότι μία τέτοια εορταστική επέτειος δεν αποτελεί απλώς μόνο ένα γεγονός ιστορικό ή και συμβολικό για την πόλη της Νέας Ιωνίας του Βόλου, αλλά συνάμα έχει και ξεχωριστή σημασία τόσο για την ιστορική τοπική Εκκλησία της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού, όσο και για την καθ’ ημάς προσφυγική Ιερά Μητρόπολη Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος, η οποία εφέτος, με την χάρη του Θεού, συμπληρώνει το Χρυσό Ιωβηλαίο της, ήτοι την συμπλήρωση 50 ετών από την ίδρυσή της (1974-2024).
Για τον λόγο αυτό, αισθάνομαι επιτακτική την ανάγκη να εκφράσω μέσα από την καρδιά μου τις θερμότατες ευχαριστίες μου προς τον Σεβασμιώτατο και λίαν αγαπητό εν Χριστώ αδελφό Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιο τόσο για την ευγενή πρόσκλησή του, όσο και για την αβραμιαία φιλοξενία που παρέχει στα μέλη της συνοδείας μου και στην ελαχιστότητά μου, η οποία αποτελεί απαύγασμα της αγαπώσης καρδίας του και εκδήλωση της ανεξάντλητης αγάπης του.
Ευγνώμονες ευχαριστίες απευθύνω προς την κ. Αργυρώ Μάμαλη – Κοπάνου, Πρόεδρο της Πολιτιστικής Εστίας Μικρασιατών Νέας Ιωνίας Μαγνησίας «Ίωνες» και προς τα εκλεκτά μέλη της Εστίας, η οποία εφέτος συμπληρώνει 30 έτη (1994-2024) γόνιμης και δημιουργικής προσφοράς στην διάσωση, στην διατήρηση και στην προβολή της ιστορίας και του πολιτισμού των αλησμόνητων πατρίδων και των προσφύγων Μικρασιατών.
Αγαπητή κ. Μάμαλη,
Δεχθείτε παρακαλώ και τα ειλικρινή συγχαρητήριά μου τόσο για την επιτυχή και άρτια διοργάνωση του διημέρου αυτού Συμποσίου, όσο και για την εν γένει προσφορά της Πολιτιστικής Εστίας Μικρασιατών Νέας Ιωνίας στην ιστορία του Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Πράγματι, ο φετινός επετειακός εορτασμός του Ιωβηλαίου των 100 ετών από την ίδρυση της Νέας Ιωνίας του Νομού Μαγνησίας (1924 – 2024), δίδει σε όλους μας την ευλογημένη ευκαιρία αφ’ ενός μεν να αναλογισθούμε την πολυκύμαντη ιστορία και τον ανεκτίμητο πνευματικό πλούτο της Μικράς Ασίας, ήτοι της «πατρίδος των αιμάτων και των δραμάτων», όπως την χαρακτήρισε ο μεγάλος Έλληνας ποιητής Κωστής Παλαμάς στο «Τραγούδι των Προσφύγων», αφ’ ετέρου δε να αποτίσουμε φόρο τιμής στη μνήμη των Μικρασιατών προγόνων μας, οι οποίοι μας μεταλαμπάδευσαν τον πολιτισμό, τις αξίες, τα ιδανικά, την σοφία, την πίστη και το ευχαριστιακό ήθος των αλησμόνητων πατρίδων.
Το ευχαριστιακό αυτό ήθος των Μικρασιατών προγόνων μας αποτελεί για εμάς τους απογόνους της τρίτης και τέταρτης γενιάς προσφύγων την σημαντικότερη ίσως κληρονομιά που λάβαμε από αυτούς, συγχρόνως δε και τον μεγαλύτερο πνευματικό πλούτο που μας μεταλαμπάδευσαν. Βεβαίως, όταν ομιλούμε για «ευχαριστιακό ήθος», δεν εννοούμε κάποιο είδος κοινωνικού τρόπου ζωής ή απλώς ένα αξιακό σύστημα συγκεκριμένων κανόνων συμπεριφοράς, αλλά μία οντολογική αλήθεια, με ανθρωπολογικό περιεχόμενο, η οποία πηγάζει από το Τριαδολογικό δόγμα της Εκκλησίας μας περί Θεού και της διδασκαλίας Της περί της δημιουργίας του ανθρώπου και της κτίσεως.
Ταυτίζεται θα λέγαμε με την υπαρκτική αλήθεια του ανθρώπου, την απόλυτη υπαρκτική ελευθερία και την δυναμική πραγμάτωση της πληρότητάς του. Άλλωστε, η Ευχαριστία αποτελεί κοινωνία πιστών και κοινωνία ανθρώπου με τον ίδιο τον Χριστό. Είναι μία «κοινωνική και εκκλησιαστική εκδήλωση», στην οποία ο άνθρωπος μετέχει ως «ολόκληρος άνθρωπος».
Συνεπώς, ομιλούμε για καθολική εκδήλωση του μυστηρίου της Εκκλησίας, στο οποίο πραγματοποιείται ο συνεχής διάλογος του Θεού, με τους πιστούς δια του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι. Πρόκειται για μετοχή στην ευχαριστιακή ζωή της Εκκλησίας μας, ήτοι για μετοχή στο θεοσύστατο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, που αποτελεί την απόλυτη και κατεξοχήν διαδικασία έκφρασης αγάπης και ευχαριστίας στον Θεό.
Την ζωτική-ευχαριστιακή αυτή πραγματικότητα του βίου τους, φρόντισαν να φανερώσουν από την πρώτη κιόλας στιγμή που έφθασαν στην μητροπολιτική Ελλάδα οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, μετά τον τραγικό διωγμό τους από τις πανάρχαιες πατρογονικές εστίες της μητέρας Ιωνικής γης, του Πόντου, της Πισιδίας, της Καππαδοκίας, της Θράκης και των άλλων περιοχών της καθ΄ ημάς Ανατολής. Ξένοι μεταξύ ξένων, ταλαιπωρημένοι, υποσιτισμένοι, «άστεγοι, γυμνοί, ασθενείς, ζητούντες άσυλον και προστασίαν παρά τε του κράτους και της ελληνικής κοινωνίας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κων. Παπαρρηγόπουλος στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, οι πρόσφυγες ήλθαν στη νέα πατρίδα, έχοντας αφήσει βιαστικά τα σπίτια και τις περιουσίες τους, φέροντας μόνο μαζί τους τις ηθικές και πνευματικές τους αξίες, καθώς και ελάχιστα από τα κινητά αγαθά τους. Μεταξύ αυτών πολύτιμες ιερές εικόνες και πολυάριθμα ιερά λείψανα Αγίων.
Ο σπουδαίος Μικρασιάτης διδάσκαλος και συγγραφέας Πέτρος Καρφόπουλος, ο οποίος εγκαταστάθηκε στη συνοικία της Νεάπολης στη Νέα Ιωνία, εξιστορεί τον τρόπο που οι πρόσφυγες συγκέντρωσαν τα ιερά άμφια, τα ιερά σκεύη, τις ιερές εικόνες και άλλα ιερά αντικείμενα Ναών της Μαλακοπής και των περιχώρων της και τα τοποθέτησαν σε 57 κιβώτια, τα οποία μέσω Μυρσίνας προωθήθηκαν στην Ελλάδα και παραλείφθηκαν από το συσταθέν το 1928 «Ταμείο Ανταλλαξίμων Κοινοτικών και Κοινοφελών Περιουσιών». Αυτά και άλλα πολλά ιερά αντικείμενα διαμοιράσθηκαν στο Μουσείο Μπενάκη, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο και στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης. Ορισμένα από αυτά, ύστερα μάλιστα από την επίμονη διεκδίκηση ευλαβών κληρικών, κατανεμήθηκαν σε Ναούς, που ιδρύθηκαν σε προσφυγικές συνοικίες, τα οποία πολλά από αυτά, έχουμε σήμερα την μεγάλη ευλογία να φυλάσσουμε, ως πολύτιμους θησαυρούς, στους Ιερούς Ναούς της Ιεράς Μητροπόλεώς μας.
Άλλωστε, βασικό θεμέλιο της ζωής και των αρετών των Ελλήνων Μικρασιατών ήταν αναμφίβολα η ζώσα πίστη τους στον Σωτήρα Χριστό, η οποία σε συνδυασμό τόσο με την φιλοπατρία τους, όσο και με την αγάπη τους για την ελευθερία, αποτέλεσαν τα κύρια χαρακτηριστικά της ταυτότητάς τους, καθώς και τα στοιχεία εκείνα, που συνετέλεσαν στην διάσωση του Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Παρά τις μεγάλες δυσκολίες που αρχικά αντιμετώπισαν, η εκκλησιαστική τους συνείδηση παρέμεινε υγιής και αλώβητη, αφού ήταν εμποτισμένη τόσο από το αίμα των πολυάριθμων Μικρασιατών Μαρτύρων, όσο και από την θεόπνευστη διδασκαλία των Μεγάλων Καππαδοκών Πατέρων της Εκκλησίας. Για τους Μικρασιάτες, η «Εκκλησία» δεν ήταν ένα απλό θρησκευτικό ιδεολόγημα, ούτε βεβαίως ένα απλό οικοδόμημα, ήτοι μόνο «τοίχος και οροφή», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αλλά «πίστη και βίος», ήτοι η ίδια η ζωή. Άλλωστε, η θαυμαστή εξέλιξη των γεγονότων μέσα στην μακραίωνη ιστορία του Μικρασιατικού Ελληνισμού θα ήταν αδιανόητη δίχως την παρουσία της Εκκλησίας και ιδιαίτερα του ιερού Κλήρου, ο οποίος αποτελούσε την ζωηφόρο εκείνη δύναμη, που διατήρησε στη ζωή τις ελληνικές κοινότητες σε ολόκληρη την Μικρά Ασία.
Στο πρόσωπο του ορθοδόξου κληρικού, οι Μικρασιάτες αντίκρυζαν το όραμα και την ζώσα ελπίδα της αποκαταστάσεώς τους τόσο σε εθνικό και κοινωνικό, όσο και σε πνευματικό επίπεδο. Ο ορθόδοξος παπάς, αποτελούσε γι᾽ αυτούς όχι μόνο το κατεξοχήν σύμβολο ενότητας, δύναμης και ομοψυχίας της κοινότητάς τους, αλλά και τον κύριο εκφραστή ενός θυσιαστικού ήθους και μιας αείζωης πνευματικής παραδόσεως. Με λίγα λόγια, αποτελούσε θα λέγαμε, την διαρκή υπενθύμιση, ότι ο Θεός είναι πανταχού παρών και δεν εγκαταλείπει ποτέ τα παιδιά του.
Το παράδειγμα της Νέας Ιωνίας Αττικής είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό.
Πράγματι, ήταν άνοιξη του 1923, όταν κατέφθασαν στην τότε περιοχή των «Ποδαράδων» του Δήμου Αθηναίων, οι πρώτοι Μικρασιάτες πρόσφυγες από την Σπάρτη της Πισιδίας, με προεξάρχουσα μορφή, μία ηγετική εκκλησιαστική προσωπικότητα, ιστορικής πλέον σημασίας για τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, τον παπά Ιωακείμ Πεσματζόγλου. Ο αείμνηστος «Μωϋσής τήν Σπαρταλήδων», όπως χαρακτηριστικά ονομάσθηκε, οδήγησε με ασφάλεια τον λαό του Θεού στη νέα πατρίδα, εργάσθηκε με πίστη και αφοσίωση για το καλό του ποιμνίου του και ήταν αυτός, ο οποίος τέλεσε και τον Αγιασμό θεμελιώσεως του πρώτου προσφυγικού οικισμού (Ιούνιος 1923), όπου με τον καιρό αναπτύχθηκε η σημερινή Νέα Ιωνία του Νομού Αττικής.
Μαζί με τον παπά Ιωακείμ Πεσματζόγλου, μία ακόμη σπουδαία εκκλησιαστική προσωπικότητα, η οποία παραμένει έως σήμερα άσβεστη στη μνήμη της Εκκλησίας μας, ήτοι ως μία πάνσεπτος μορφή, αφοσιωμένη στον Θεό, τον λαό, την Πολιτεία και την πατρίδα μας, αποτέλεσε ο Μητροπολίτης Πατάρων Μελέτιος. Στην σχεδόν βιβλική και πατερική μορφή του αντικατοπτρίζεται, θα λέγαμε, ολόκληρη η προσφορά και το έργο της Εκκλησίας απέναντι στους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Το όνομα του έγινε συνώνυμο του ιστορικού βίου και του ιερού δεσμού με τίς αλησμόνητες πατρίδες, την γη της Ιωνίας και της Πισιδίας.
Ό «Άγιος των Πισιδών», όπως ονομάσθηκε ο Μητροπολίτης Μελέτιος, υπήρξε η ψυχή του δοκιμαζόμενου ιωνιώτικου λαού. Ένας αγωνιστής επίσκοπος, ο οποίος στάθηκε αγόγγυστα στο πλευρό των συμπατριωτών του και με ακαταπόνητο ζήλο αφιέρωσε ολόκληρη την ζωή του για να ενισχύσει και να ενθαρρύνει τις συντετριμμένες καρδιές των προσφύγων, ως ταπεινός και αθόρυβος λειτουργός της Αγάπης. Η μορφή του αντιπροσωπεύει την ίδια την ψυχή του Ελληνισμού, αλλά και την δύναμη της Εκκλησίας, που κύπτει προς τους κοπιώντες και ξεκουράζει τους ταπεινούς, κατά τον λόγο του Κυρίου μας: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς».
Ο αοίδιμος Μητροπολίτης Πατάρων Μελέτιος υπήρξε το καύχημα των συμπατριωτών του Σπαρταλήδων, αλλά και πάντων των κατοίκων της Νέας Ιωνίας, όπου έζησε τα μισά χρόνια του πολυτάραχου βίου του ως πρόσφυγας μεταξύ προσφύγων, μέσα σε απόλυτη ένδεια, ταπεινόφρων, ασκητικός, προστάτης του ποιμνίου του και αληθινός ταγός της Εκκλησίας.
Με την έλευση τους λοιπόν στη νέα πατρίδα, πρωταρχικό μέλημα των Μικρασιατών προσφύγων, ήταν να αφήσουν την ανεξίτηλη ιερή σφραγίδα της μακραίωνης ορθοδόξου πίστεως, αλλά και της μεγάλης πνευματικότητας που τους διέκρινε. Έτσι, με πρωτεργάτες τους δύο προαναφερθέντες κληρικούς, ήτοι τον Μητροπολίτη Πατάρων Μελέτιο και τον παπά Ιωακείμ Πεσματζόγλου, από τις πρώτες ενέργειές τους ήταν να προβούν στην ίδρυση ναών, στο όνομα των Αγίων που ευλαβούνταν και τιμούσαν στην πατρίδα τους.
Ο ίδιος ο παπά Ιωακείμ Πεσματζόγλου διηγείται χαρακτηριστικά στις «Αναμνήσεις» του:
«Στο συνοικισμό είχαν αποπερατωθεί περίπου 100 σπίτια. Πρώτος εγώ, στις 13 Νοεμβρίου 1923, εγκαταστάθηκα στα δύο δωμάτια που μου παραχωρήθηκαν και στα οποία παραμένω συνεχώς. Πρώτη μου φροντίδα, μετά την πρώτη εγκατάσταση, ήταν να έχουμε μιάν εκκλησιά, γιατί πλησίαζαν οι μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης. Έκανα τις αναγκαίες ενέργειες και μου δόθηκε άδεια για να ιερουργήσω, όπου εύρισκα κατάλληλο χώρο. Ένας γερο-εργολάβος, είχε μία ευρύχωρη παράγκα για αποθήκη. Τον παρακάλεσα και μου παραχώρησε τη μισή! Χώρισα ιερό κι έτσι περάσαμε τις τρεις μεγάλες γιορτές».
Βεβαίως, οι υποτυπώδεις παράγκες, που αρχικά οι πρόσφυγες δημιούργησαν για να εξυπηρετήσουν τις άμεσες λατρευτικές τους ανάγκες, αποτέλεσαν γι’ αυτούς όχι απλώς μόνον τόπο ιερό, αλλά και το κατεξοχήν σημείο αναφοράς της κοινωνικής και πνευματικής τους ζωής. Άλλωστε, η θερμή πίστη τους στον Τριαδικό Θεό, αποτελούσε γι’ αυτούς αστείρευτη πηγή δύναμης και ελπίδας, καθώς και το μόνο αδιάσειστο στήριγμά τους.
Ο παπά Ιωακείμ εξηγεί μάλιστα τον τρόπο, που ο σημερινός περικαλλής Ιερός Μητροπολιτικός Ναός της Νέας Ιωνίας, ο οποίος βρίσκεται στο κέντρο της πόλεως, αφιερώθηκε στους Αγίους ενδόξους και Ιαματικούς Αναργύρους. Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Παραμονή των Χριστουγέννων του 1923 έκανα την πρώτη μου Λειτουργία στην ξύλινη παράγκα. Η εκκλησία φυσικά δεν είχε εικονίσματα. Πριν από την Θεία Λειτουργία συζητούσαμε τί όνομα θα της δώσουμε. Λέω: «βλέπετε ότι δεν έχουμε εικονίσματα. Όποια εικόνα έλθει πρώτη στην εκκλησία θα δώσει το όνομα του αγίου της». Αμέσως μία γριά μου έφερε μία μικρή εικόνα των Αγίων Αναργύρων. Πήρα την εικόνα από το ιερό και τους λέω: «αγαπητοί αδελφοί μου, ο Θεός ευδόκησε για μας τους πρόσφυγες, οι οποίοι δεν έχουμε ούτε χρήματα, ούτε κτήματα, επομένως είμαστε ανάργυροι. Να, η πρώτη εικόνα που μπήκε στο ναό, είναι η εικόνα των Αγίων Αναργύρων. Επομένως, η εκκλησία μας θα ονομασθεί Άγιοι Ανάργυροι! Ψάλλοντας τότε το τροπάριο τους έφερα την εικόνα από την Ωραία Πύλη και την τοποθέτησα στο προσκυνητάριο. Την ονομασία αργότερα ενέκρινε η Αρχιεπισκοπή».
Παρά τις μεγάλες δυσκολίες που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν, με πολύ προσωπικό αγώνα, «ἐν κόπῳ καί μόχθῳ», «ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίας χερσί», όπως αναφέρει ο Μέγας Απόστολος των εθνών Παύλος, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες κατάφεραν σιγά σιγά να δημιουργήσουν τις δικές τους ενορίες. Πολύ σύντομα, οι πρώτες ξύλινες παράγκες, που πρόχειρα κτίσθηκαν, αντικαταστάθηκαν με ωραίους λιθόκτιστους και ευρύχωρους ναούς, λαμπρά διακοσμημένους, στα πρότυπα των ναών της πατρίδας τους, στους οποίους και εναπέθεσαν ευλαβώς τα πολυάριθμα ιερά κειμήλια και τους ανεκτίμητους ιερούς θησαυρούς της ορθοδόξου πίστεώς μας, που κόμισαν από την Ανατολή μετά την Μικρασιατική Καταστροφή.
Έτσι, μετά τον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων, του οποίου η θεμελίωση του λιθόκτιστου τότε Ναού έγινε την Κυριακή 10 Ιουνίου 1928, με κάθε μάλιστα επισημότητα, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου, του Επισκόπου Πατάρων Μελετίου, του αρχηγού των Φιλελευθέρων Ελευθερίου Βενιζέλου, του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, του Σοφούλη, του Δημάρχου Αθηναίων Σπυρίδωνος Πάτση, του προέδρου της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων Hodge Hill, σειρά πήρε η θεμελίωση και άλλων Ναών, όπως λ.χ. του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου Ινεπόλεως, του Ιερού Ναού Αγίου Στεφάνου Σαφραμπόλεως, του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Ελευθερουπόλεως, του Ιερού Ναού Αγίου Ευσταθίου Νεαπόλεως κ.α.
Είναι λοιπόν ευνόητο, ότι η ίδρυση των πρώτων εκκλησιαστικών κοινοτήτων, οι οποίες προήλθαν ως απαύγασμα της βαθιάς πίστεως, της ευσέβειας και της λατρευτικής ευλάβειας των προσφύγων, συνέβαλαν αποφασιστικά στην ασφαλή εγκατάσταση και στην σταδιακή ενσωμάτωσή τους στην περιοχή της Αττικής και δη στην πόλη της Νέας Ιωνίας. Συνάμα δε, αποτέλεσαν θα λέγαμε, τον ακρογωνιαίο λίθο για την αντιμετώπιση της τραγικής αυτής ανθρωπιστικής κρίσεως.
Πράγματι, από την πρώτη κιόλας στιγμή της ιδρύσεώς τους, οι εκκλησιαστικές κοινότητες λειτούργησαν ως «>πανδοχεία αγάπης», ως «πνευματικά ἱατρεία», κατά τον ιερό Χρυσόστομο, αλλά και ως τόποι αναρρώσεως κάθε δοκιμαζόμενης ψυχής, σπεύδοντας από την πρώτη μάλιστα στιγμή να αγκαλιάσουν με στοργή τον πόνο των ξεριζωμένων Μικρασιατών.
Σε μία περίοδο μάλιστα, που η αβεβαιότητα, η αγωνία και ο φόβος κυριαρχούσαν, οι εκκλησιαστικές κοινότητες, με πρωτεργάτες τους ακάματους κληρικούς, ενέσκυψαν με ευαγγελική ταπείνωση επάνω στον κάθε δοκιμαζόμενο πρόσφυγα, προσφέροντας έναν ασφαλή τόπο καταφυγής και ελπίδας, παρέχοντάς τους δε όχι μόνο πνευματική, αλλά και ψυχολογική στήριξη, προκειμένου να διαχειριστούν το τραύμα της απώλειας και της αναγκαστικής προσφυγιάς. Υπό το πνεύμα αυτό, η συμμετοχή των προσφύγων στις ιερές Ακολουθίες και στην αδιάλειπτη συλλογική προσευχή, σε συνδυασμό μάλιστα με τα ενθαρρυντικά ή και παρηγορητικά κηρύγματα των κληρικών ενίσχυαν πνευματικά και έδιναν ελπίδα και κουράγιο στον δοκιμαζόμενο προσφυγικό λαό του Θεού.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, σημαντικές ήταν οι πρωτοβουλίες που ανέλαβαν καθ’ όσον αφορά και στην κάλυψη των άμεσων βιοτικών αναγκών των προσφύγων.
Έτσι, οι εκκλησιαστικές κοινότητες, λειτούργησαν ως ένα καλά οργανωμένο δίκτυο υποστήριξης και βοήθειας, και οι ιεροί Ναοί μετατράπηκαν σε προνοιακά κέντρα διανομής τροφίμων, ενδυμάτων και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ανακουφίζοντας έτσι τις μεγάλες ανάγκες που υπήρχαν. Η αποτελεσματική λειτουργία των κοινοτήτων αυτών, ως δίκτυα συνεργασίας και με άλλες μάλιστα, στη συνέχεια, κοινωνικές και φιλανθρωπικές οργανώσεις τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο ενίσχυσε σημαντικά τις προσπάθειες για την ομαλή ενσωμάτωση των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία.
Αναμφίβολα, καθοριστική ήταν η συμβολή των εκκλησιαστικών κοινοτήτων στην διατήρηση της πολιτισμικής και εθνικής ταυτότητας των Μικρασιατών προσφύγων. Πράγματι, μέσα από την τελετουργία των ιερών Ακολουθιών και τη συμμετοχή τους στις θρησκευτικές εορτές, οι πρόσφυγες είχαν την δυνατότητα να διατηρήσουν ζωντανή τη μνήμη της μακραίωνης παραδόσεώς τους, τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας τους, καθώς και την εθνική τους ταυτότητα, γεγονός το οποίο συνέβαλε στην ενίσχυση του αισθήματος της αγάπης, της συνοχής και της μεταξύ τους αλληλεγγύης.
Συνέπεια δε τούτου, ήταν στη συνέχεια η ίδρυση μικρασιατικών λαογραφικών μουσείων, καθώς και προσφυγικών Συλλόγων, Ενώσεων και Ομοσπονδιών, οι οποίες στη συνέχεια, αποκτώντας περιφερειακή ή και πανελλαδική εμβέλεια, προέβησαν στην διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων, φεστιβάλ, εκδόσεων και επετείων τόσο για να τιμήσουν και να μεταλαμπαδεύσουν τη μνήμη στις νεότερες γενιές της πατρίδας μας, όσο και για να προβάλλουν τον πλούτο του πολιτισμού τους στην ελληνική κοινωνία. Αναμφίβολα, το έργο τους ήταν σημαντικό για την καταγραφή και διάσωση μαρτυριών και τεκμηρίων.
Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι, αντίθετα με τους σημερινούς πρόσφυγες και μετανάστες κάθε προέλευσης, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922 είχαν μία ιδιαιτερότητα. Ήταν ή θεωρήθηκαν ομοεθνείς ή ομογενείς. Επιπλέον, ο ξεριζωμός τους ήταν οριστικός και αμετάκλητος, έστω και αν οι ίδιοι, κυρίως για εύλογους συναισθηματικούς λόγους, άργησαν να το παραδεχθούν. Υπό την έννοια λοιπόν αυτή επιδιώχθηκε, ευθύς εξαρχής, να εγκατασταθούν στη χώρα επίσης οριστικά, ως ισότιμοι πολίτες. Έτσι, οι εκκλησιαστικές κοινότητες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο τόσο στην κοινωνική στήριξή τους, όσο και στην άμεση απόκτηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων.
Οι ιεράρχες με τους ιερείς τους συχνά αποτελούσαν την μοναδική φωνή υπεράσπισης των δικαιωμάτων των προσφύγων απέναντι στην προκλητική κωλυσιεργία της κρατικής εξουσίας και των τοπικών αρχών. Οι ίδιοι, αναγκάσθηκαν πολλές φορές να παρέμβουν, κατά τρόπο μάλιστα δυναμικό, απέναντι στην αργή γραφειοκρατία και στα προσκόμματα του κράτους, προκειμένου να διασφαλίσουν έτσι καλύτερες συνθήκες στέγασης, εργασίας και κοινωνικής διαβίωσης για τους πρόσφυγες. Αναμφίβολα, δυναμική ήταν και η παρέμβασή τους ακόμη και για την κάλυψη των αθλητικών τους αναγκών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ίδρυση του γηπέδου της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Πράγματι, η ζωτική αυτή ανάγκη να συγκροτηθεί ένας αθλητικός σύλλογος, που σαν βασικό συστατικό του θα είχε την διάσωση της ιστορικότητας των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως και της ξεχωριστής πολιτιστικής κουλτούρας των αλησμόνητων πατρίδων, ώθησε το 1926 τον εξόριστο τότε στην Ελλάδα και δη στην προσφυγούπολη της Νέας Φιλαδέλφειας, μακαριστό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κωνσταντίνο τον ΣΤ’, ο οποίος, αφουγκραζόμενος την αγωνία των Μικρασιατών προσφύγων για την εύρεση ενός αθλητικού χώρου, που θα στέγαζε τα όνειρα και τις προσδοκίες της προσφυγικής ομάδας της ΑΕΚ, να απευθυνθεί με επιστολή του στον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Ελευθέριο Βενιζέλο. Έτσι, κατάφερε και πέτυχε εν τέλει να αποκτήσει τον χώρο αυτό στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Στον ευλογημένο αυτό χώρο, που παραχώρησε η Κεντρική Επιτροπή Στεγάσεως Προσφύγων, ιδρύθηκε το 1931 ο Ιερός Ναός της Αγίας Τριάδος Νέας Φιλαδελφείας, στο πρότυπο του Ιερού Ναού της Αγίας Τριάδος του Πέραν της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς μετέπειτα και το νέο υπερσύγχρονο γήπεδο της ΑΕΚ «Opap Arena».
Ολοκληρώνοντας, επιτρέψτε μου να επισημάνω τα κάτωθι.
Είναι γεγονός, ότι το Ιωβηλαίο των 100 ετών αποτελεί γεγονός ορόσημο τόσο για την προσφυγική πόλη της Νέας Ιωνίας του Βόλου, όσο βεβαίως και για την Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος και Αλμυρού. Άλλωστε, κάθε επέτειος στην ιστορική πορεία του ανθρώπου αποτελεί αφορμή δοξολογίας και ευγνωμοσύνης προς τον πανοικτήρμονα Θεό, συνάμα δε και ευκαιρία μνήμης, οραματισμών ή και ενθαρρυντικών προσδοκιών για όσα μπορούν δημιουργικά στο μέλλον να επιτευχθούν.
Η ιστορία όμως αποτελεί την δύναμη του μέλλοντος, γι’ αυτό και λαός δίχως ιστορική μνήμη, είναι καταδικασμένος στη λήθη. Η ιστορία και ο πολιτισμός ενός τόπου χάνεται όταν διαγράφεται από τη μνήμη ενός λαού, όταν σβήνεται από την καρδιά του, όταν οι απόγονοι απωλέσουν την συνείδηση της ταυτότητάς τους και αποτύχουν να διατηρήσουν άσβεστη την αίσθηση της καταγωγής τους.
Υπό το πνεύμα αυτό, η εκατονταετηρίδα της πόλεως της Νέας Ιωνίας του Νομού Μαγνησίας μας δίδει την ευκαιρία να αναστοχασθούμε την πολύτιμη πνευματική κληρονομιά, που λάβαμε από τους αειμνήστους Μικρασιάτες προπάτορές μας, καθώς και την ιερή ευθύνη μας να την μεταλαμπαδεύσουμε αλώβητη στις επόμενες γενιές της πατρίδας μας.
100 χρόνια όμως μετά την εγκατάσταση των προσφύγων στην πατρίδα μας, δεν είναι καθόλου εύκολο για εμάς σήμερα να συνειδητοποιήσουμε ή και να επιχειρήσουμε να αντιληφθούμε, τόσο το μεγαλείο, την αξία, το μέγεθος, όσο και την πολιτισμική προσφορά πού είχαν για τον Ελληνισμό οι αλησμόνητες πατρίδες. Το μόνο που μπορούμε να πράξουμε είναι να διατηρήσουμε ανοικτές τις μνήμες μας και να αφηγηθούμε τα ηρωικά αφηγήματα που γέμισαν τις παιδικές μας αναμνήσεις, προβάλλοντας έτσι στους νέους μας την δόξα και την ιστορία της Μικρασίας.
Μέσα από την καρδιά μου εύχομαι, η πλούσια αυτή κληρονομιά του παρελθόντος, που περιλαμβάνει στιγμές πόνου και επιτυχίας, να αποτελέσει το θεμέλιο για να επενδύσουμε στο μέλλον. Ένα μέλλον πού θα φέρει την εμπειρία του πλούσιου παρελθόντος μας καθώς και την δυναμική των προκλήσεων του σύγχρονου γίγνεσθαι.
Ας αποτελέσουμε και πάλι εκείνους που θα δώσουν στην εποχή μας το ήθος και την ποιότητα ενός έθνους, που μάχεται για τα ιδανικά του, που πρωτοπορεί και συνεχίζει να έχει το κάλλος και την τιμή των προγόνων του.
Σας ευχαριστώ!