Ομιλία κ. Μ. Πίνη στην εκδήλωση της Ι. Μητροπόλεως προς τιμήν της “Μικρασιάτισσα Μάνας”

5 social media engagement

Ομιλία της Μαίρης Πίνη Μsc.
Δημοσιογράφου – Διευθύντριας ΚΕΣΟ της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών

Στον Ι.Ν. Αγίας Αναστασίας Περισσού της Ι.Μ.Ν Ιωνίας & Φιλαδελφείας την 2α Φεβρουαρίου 2022 για το Αφιέρωμα της συμπλήρωσης 100 χρόνων από την Μικρασιατική Καταστροφή

«Αόρατες» Μανάδες στην Καταστροφή της Σμύρνης το 1922:
Οι προδοσίες, το βάρος της προσφυγιάς, ο ερχομός και η ενσωμάτωση στη Μητέρα Ελλάδα

Εισαγωγή

«Μας κυνηγούσε η φωτιά και το βόλι του Τούρκου. Αλλοφροσύνη ήτανε, ο άνθρωπος έχανε τα λογικά του. Εκεί που τρέχαμε, άκουσα πυροβολισμό πίσω μου και γυρίζω και βλέπω τη μάνα μου κάτω πεθαμένη. Το κορίτσι μου είδε μπρος στα μάτια του να σκοτώνουν τη γιαγιά του. Στα χέρια του μείνανε τα αίματα. Εγώ έτρεχα με το αγόρι μου. Λογικό δεν είχα πια! Ένας Τούρκος μ’ άρπαξε το παιδί απ’ τα χέρια και το ’μπασε σ’ ένα σπίτι. Τότες με έπιασε η μεγάλη τρέλα. Φώναζα, έκλαιγα, τραβούσα τα μαλλιά μου. Ποιος να δώσει προσοχή σ’ εμένα! Όλοι χαμένοι ήτανε. Βρέθηκε ένας Τούρκος, ο Αλής, φίλος του αδελφού μου, και με είδε έτσι που ήμουνα, μπήκε αμέσως στο σπίτι, μίλησε, φώναξε, και έβγαλε το παιδί και μου το παράδωσε στα χέρια μου».

Ρίγη μας προκαλεί η μαρτυρία της Εριφύλης Σταματιάδου από το Κιόσκι .

«Ένα από τα δυνατότερα συναισθήματα που πήρα μαζί μου απ’ τη Σμύρνη, ήταν το συναίσθημα της ντροπής, διότι ανήκα στο ανθρώπινο γένος» γράφει σε τηλεγράφημά του προς την υπηρεσία του ο τότε Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη Τζορτζ Χόρτον .

Μια άλλη αποκαλυπτική μαρτυρία, που φανερώνει τη ζοφερότητα της καταστάσεως, τον πόνο και τη θλίψη που βίωσαν οι άνθρωποι εκείνοι στη Μικρασιατική Καταστροφή, έρχεται από την πένα του γνωστού Αμερικανού πολεμικού ανταποκριτή της εφημερίδας «Toronto Star» του Καναδά και μετέπειτα νομπελίστα συγγραφέα Έρνεστ Χέμινγουεϊ . Ο διάσημος συγγραφέας αναφέρει στο βιβλίο του : «Το χειρότερο ήταν οι γυναίκες με τα νεκρά παιδιά. Δεν μπορούσαμε να τις πείσουμε να μας δώσουν τα πεθαμένα παιδιά τους. Είχαν τα παιδιά τους νεκρά στην αγκαλιά τους ακόμα και έξι μέρες, αλλά δεν τα εγκατέλειπαν. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Τελικά έπρεπε να τους τα πάρουμε με τη βία».

Ο Χέμινγουεϊ σε άλλη του ανταπόκριση προς την εφημερίδα «Toronto Star» στις 20 Οκτωβρίου του 1922 από την Κωνσταντινούπολη μεταδίδει: «Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για να την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους (από τους πόνους της γέννας). Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά… Δεν ξέρω πόσο χρόνο θα πάρει αυτό το γράμμα να φτάσει στο Τορόντο, αλλά όταν εσείς οι αναγνώστες τής «Star» το διαβάσετε, να είστε σίγουροι ότι η ίδια τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού, που ξεριζώθηκε από τον τόπο του, θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο προς την Ελλάδα και τη Μακεδονία της».

1. Ιχνηλάτηση των αιτιών της Μικρασιατικής Καταστροφής

Πριν αναφερθούμε στις χιλιάδες μαρτυρίες και ανταποκρίσεις για τις ανθρώπινες ψυχές, που χάθηκαν στη Μικρασιατική Καταστροφή και τα εκατομμύρια των προσφύγων.

Πριν μιλήσουμε με πόνο ψυχής για χαμένες πατρίδες οι οποίες αποτελούν καρφί στην καρδιά μας, θα ήταν ωφέλιμο να φέρουμε στο μυαλό μας τις αιτίες, που συνέβαλαν στην καταστροφή. Της οποίας η αγριότητα στιγμάτισε έναν ολόκληρο αιώνα και αποτέλεσε αργότερα για τους Ναζί ένα εφαρμοσμένο πείραμα φρικαλεοτήτων.

Άλλωστε οι Τούρκοι, ειχαν και Γερμανο πολιτικό καθοδηγητή (political instructor) για τον τρόπο εκαθάρησης των μειονοτήτων. Τον συγκεκριμένο ρόλο έπαιξε ο Όθων Λίμαν Φον Σάντερς εβραϊκής καταγωγής στρατηγός του Γερμανικού στρατού και συμβουλός εκ μέρους της Γερμανικής Κυβέρνησης των Οθωμανών κατά την περιοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και των Νεοτουρκων ακολούθως.

Ο ίδιος άνθρωπος, σύστησε, τους Νεοτούρκους μεταξύ άλλων, να καθαρίσουν τα παράλια από όλους εκείνους, που δεν έχουν τουρκική καταγωγή και δεν είναι ομόθρησκοι.

Ο Λίμαν ευθύνεται για τους διωγμούς των Ποντίων αδιακρίτως ανδρών και γυναικών στα βάθη της Ανατολής και η αξιοποίηση τους στα στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων. Μαλιστα διαβεβαίωνε τους Νεοτούρκους ότι: «οι παγωνιές και το κρύο του χειμώνα, οι βροχές και η μεγάλη υγρασία, ο ήλιος και η τρομερή ζέστη του καλοκαιριού, ο εξανθηματικός τύφος και η χολέρα, οι κακουχίες και η ασιτία, θα φέρουν το ίδιο αποτέλεσμα, που λογαριάζετε εσείς με το δικό σας σχέδιο, δηλαδή να τους εξολοθρεύσετε με σφαγές.

«Με το σύστημα που σας προτείνω, ο θάνατός τους, είναι βέβαιος. Όμως, πριν πεθάνουν, θα μας προσφέρουν τις πολύτιμες για το έθνος υπηρεσίες τους. Επιπλέον, οι γυναίκες τους δε θα γεννούν, κι έτσι θα λυθεί το δημογραφικό σας πρόβλημα, ενώ η μισητή κι άτιμη αυτή ράτσα θα ξεκληριστεί και θα χαθεί για πάντα μέσα σε μία γενιά, κι εσείς θα αποκτήσετε μια τουρκική ομοιογένεια, που θα δώσει στο Εθνος σας μια νέα δύναμη. Και μην ξεχνάτε, βέβαια, τις περιουσίες και τα κτήματα, που θα αφήσουν οι Γιουνάν μετά το χαμό τους, που θα περάσουν στο δημόσιο, δηλαδή σε σας όλους».

Το «σύστημα» εθνοκαθάρσεων του Λίμαν, που δοκιμάσθηκε πειραματικά -πάνω στους Έλληνες και τους Αρμένιους, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας κατά την περίοδο επικράτησης των Νεότουρκων- υιοθετήθηκε αργότερα από τους Ναζιστές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά την εξολόθρευση των 6000000 Εβραίων, των τσιγγάνων και των αντιστασιακών λαών της Ευρώπης!

Κάποιοι από τους σύγχρονους ιστορικούς ταυτίζουν τη Μικρασιατική Καταστροφή με το ακριβό τίμημα της Μεγάλης Ιδέας του Βενιζέλου, αλλά και του διχασμού, που καλλιέργησε το Παλάτι με τον Κωνσταντίνο Α΄ λόγω των επιρροών του από τον Κάιζερ.

  • Άραγε έφταιγε η διχόνοια και η ασυνεννοησία μεταξύ Βενιζέλου και Παλατιού;
  • Μήπως φταίει ο Βενιζέλος, ο οποίος όντας νικητής το 1920 με τη Συνθήκη των Σεβρών δεν την επικύρωσε, στη Βουλή των Λαζάρων τον Σεπτέμβριο του ιδιου χρόνου, αλλά προκήρυξε εκλογές;
  • Άραγε ήξερε ότι θα χάσει τις εκλογές αυτές, αφού ο κόσμος είχε κουραστεί να είναι συνεχώς η Ελλάδα από το 1912 σε πολέμους;
  • Μήπως φταίει για άλλη μία φορά η κατάρα της εμφύλιας διαμάχης μας, που μας κάνει πιόνια των ξένων χωρών και μας κυνηγά από την αρχαιότητα;
  • Μήπως ήταν ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος η εκστρατεία της Ελλάδας στη Μικρά Ασία στον οποίο μας παρέσυραν Άγγλοι, Αμερικανοί, Γάλλοι και Ιταλοί σύμμαχοί μας στην Entente Cordiale;
  • Μήπως φταίνε οι Γερμανοί που το έπαιζαν σε διπλό ταμπλό, ως υποστηρικτές είτε του Παλατιού και των τότε συντηρητικών κύκλων της Αθήνας είτε παράλληλα των Νεότουρκων του Ατατούρκ, με σκοπό την αύξηση της επιρροής και της οικονομικής τους διείσδυσης από την Ανατολή έως τη Λιβύη; (σσ. Κάτι παράλληλο γίνεται σήμερα με το Τουρκολιβυκό Σύμφωνο)

Η απάντηση ίσως είναι η συνισταμένη όλων αυτών των συνιστωσών. Δυστυχώς άλλοι παράγοντες συνέβαλαν περισσότερο και άλλοι λιγότερο σε αυτή την καταστροφή. Το αποτέλεσμα όμως ήταν το ίδιο σκληρό: γενιές Ελλήνων, που ζούσαν στα χώματα της Μικράς Ασίας πάνω από 2.000 χρόνια διώχτηκαν από τον τόπο τους, σφαγιάστηκαν, ξεκληρίστηκαν από τους Τούρκους.

Όποιοι και αν φταίνε, ο απολογισμός της καταστροφής ήταν βαρύς και τα νούμερα τρομάζουν. Περισσότεροι από 1.250.000 πρόσφυγες έφτασαν στη ρημαγμένη από τους πολέμους Ελλάδα (από τον Ελληνοτουρκικό το 1897, τους Βαλκανικούς 1912-1913 και τον Α΄ Παγκόσμιο 1914-1918 με την Ελλάδα να μπαίνει το 1917, αλλά και τη Μικρασιατική εκστρατεία το 1919). Ένα φτωχό κράτος με πληθυσμό μόλις 4 εκατ. ανθρώπων, με ανύπαρκτες κτιριακές υποδομές και κοινωνικές υπηρεσίες, έπρεπε να φροντίσει πλέον του 1 εκατ. Πρόσφυγες, που έφτασαν στην Ελλάδα. Εξ αυτών, το 75% ήταν γυναικόπαιδα και το υπόλοιπο 25% ήταν ηλικιωμένοι.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Βλάση Αγτζίδη, στις 14 Σεπτεμβρίου 1922 έκλεισε ένας κύκλος θανάσιμης πολιτισμικής και θρησκευτικής σύγκρουσης μεταξύ χριστιανών και μουσουλμανικών πληθυσμών, μεταξύ Βυζαντινών και Οθωμανών, μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού έθνους. Ήταν μια ιστορική αντιπαλότητα που άρχισε με τη μάχη του Ματζικέρτ το 1071 και ολοκληρώθηκε το 1922 , βάζοντας μία ταφόπλακα στον ελληνικό πολιτισμό ο οποίος άκμαζε 2.000 χρόνια στα χώματα αυτά, από την αγριότητα και τον απολίτιστο βίο των Νεοοθωμανών Τούρκων και των μισθοφόρων Τσετών, που χρησιμοποίησαν.

Σήμερα, με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και την εκδημία των πρωταγωνιστών και των μετέπειτα πολιτικών διαδόχων τους, από πλευράς της Ελλάδας, έρχονται στην επιφάνεια κρυμμένες αλήθειες, γεγονότα και πράξεις, που θα πρέπει να αποτελέσουν σημείο προβληματισμού και ερμηνειών των γεγονότων, δεδομένου ότι δεν έχει γίνει λεπτομερής συσχετισμός ή συγκεντρωτική ταξινόμησή τους.

Μια τέτοια καταγραφή είναι η θέση και ο ρόλος των γυναικών, των αδελφών και των μανάδων, από την εποχή των διωγμών των Ποντίων μέχρι και την ημέρα της καταστροφής της Σμύρνης.

Οι γυναίκες που κλήθηκαν να στηρίξουν για άλλη μία φορά την οικογένεια και ολόκληρο το έθνος.

Είναι σε πολύ λίγους γνωστό ότι κατά την καταστροφή της Σμύρνης πολύ μεγάλος αριθμός γυναικών και κοριτσιών αρπάχθηκαν από την αγκαλιά των οικείων τους, ώστε να χρησιμεύσουν ως αντικείμενο ηδονής των Τούρκων στρατιωτών.

Το γεγονός επιβεβαιώνεται με τηλεγράφημα του Associated Press στις 16 Σεπτεμβρίου 1922. Βάσει αυτού, μεταδόθηκε ότι «25.000 Χριστιανές και Αρμένισσες μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό της Τουρκίας και διαμοιράστηκαν για τις ανάγκες των στρατιωτών».

Πάνω στο ίδιο θέμα, πιο αναλυτικός ήταν ο Μ. Λάσκαρης, εκδότης της τότε σμυρναϊκής εφημερίδας «Κόσμος», ο οποίος ως εξόριστος στο νησί της Μυτιλήνης μετέδιδε την ίδια είδηση στους «Times» του Λονδίνου, συμπληρώνοντας ότι οποιοσδήποτε στεκόταν εμπόδιο στους Τούρκους στρατιώτες, αυτοί χρησιμοποιούσαν τα πυροβόλα και σκότωναν αδιακρίτως. Η συμπεριφορά των Τούρκων απέναντι στις γυναίκες ήταν χειρότερη και από τα πιο άγρια ζώα.

Σε αφιέρωμα για τη Μικρασιατική Καταστροφή της εφημερίδας «Τα Νέα» στις 30 Αυγούστου 2003, φιλοξενήθηκαν αποσπάσματα μαρτυριών από το βιβλίο «Μνήμες Μικρασιατικής Τραγωδίας» του Αναστασίου Ιωσ. Εφραιμίδη, έκδοση του 1983. Μόνο στην ανάγνωση των μαρτυριών αυτών, τα μάτια μας γεμίζουν δάκρυα. Η καρδιά μας κομματιάζεται μπροστά στο μαρτύριο αυτών των γυναικών.

Σε μια από αυτές τις μαρτυρίες, ο Αλέξης Αλεξίου αφηγείται ανάλογη εικόνα με τον χορό του Ζαλόγγου από τις Σουλιώτισσες. Εκεί, οι γυναίκες δεν ήθελαν να υποστούν τον εξευτελισμό του Αλή Πασά και των Τουρκαλβανών του. Εδώ, το 1922, από την περιοχή Πετρωτά της Σμύρνης «…γυναίκες πολλές έπεφταν στον γκρεμό και χάνονταν στη θάλασσα μαζί με τα παιδιά τους, για να γλυτώσουν τον εξευτελισμό από τους Τσέτες».

Δεν ήταν λοιπόν συνωστισμός στη Σμύρνη, ήταν Σφαγή των Ελλήνων και η ιστορία δεν πρέπει να αποσιωπάται από κανέναν ούτε να διαστρεβλώνεται από μειοδότες.

Άλλωστε, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, όποιος λαός ξεχνά την ιστορία του, απαρνιέται το παρελθόν του, τη γλώσσα του, τη θρησκεία του, γρήγορα θα εξαφανιστεί από το προσκήνιο της Ιστορίας. Εμείς οι Έλληνες, επειδή αυτά τα αφήνουμε παρακαταθήκη η μία γενιά στην άλλη, συνεχίζουμε να υπάρχουμε στα ίδια μέρη πάνω από 4.000 χρόνια και συνεχίζουμε να έχουμε συνείδηση του παρελθόντος μας. Σε αυτά οφείλουμε την ύπαρξή μας και δεν έχουμε εξαφανιστεί στο χωνευτήριο της οποιασδήποτε παγκοσμιοποίησης του τότε και του τώρα.

Αλίμονο, οι κρυμμένες αλήθειες της προδοσίας υπήρξαν πολλές.

Από τη μια ήταν η Αθήνα με την εφαρμογή εγκληματικών πολιτικών όπως ο Νόμος 2870/1922, γνωστός ως «Νόμος περί Διαβατηρίων». Ψηφίστηκε «ομοφώνως» στη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 1922 και υπογράφτηκε την 16η Ιουλίου 1922 από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας Λουκά Κανακάρη-Ρούφο και τον υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτριο Γούναρη.
Ο νόμος αυτός υπαγόρευε ότι «στο εξής απαγορεύεται η εν Ελλάδι αποβίβασις προσώπων, ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφοδιασμένοι διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων ή διά των εγγράφων των εκάστοτε οριζομένων διά Βασιλικών διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσσει των επί των Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Περιθάλψεως Υπουργών». Γιατί άραγε ψήφισαν αυτόν τον νόμο; Μήπως ήξεραν τι θα επακολουθούσε;

Ένας από τους λόγους που η κυβέρνηση του τότε πρωθυπουργού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη ψήφισε τον συγκεκριμένο νόμο ήταν διότι θεωρούσαν τους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας ως οπαδούς του Βενιζέλου, οι οποίοι ερχόμενοι εδώ στην Ελλάδα θα ανέτρεπαν την ισορροπία των πολιτικών συσχετισμών των βενιζελικών εναντίον των βασιλικών.

Ήταν τόσο μεγάλη η πώρωση μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών, που ο ίδιος ο ύπατος αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη, ο Αριστείδης Στεργιάδης, ένας μειοδότης του ελληνικού έθνους, φέρεται να δήλωσε: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα» .

Ακόμη σαφέστερος διαφαίνεται, εννέα μήνες πριν, ο πρίγκιπας Ανδρέας, ο οποίος σε προσωπική επιστολή που έστειλε προς τον Ιωάννη Μεταξά έγραφε:

«Σμύρνη 19.12.1921

Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Έλληνες, εκτός ελαχίστων. Επικρατεί Βενιζελισμός ογκώδης. Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους, οι οποίοι φέρονται ούτω κατόπιν του φοβερού αίματος όπερ εχύσαμεν εδώ. Αίματος της Παλαιάς Ελλάδος δε, διότι όλα τα παιδιά των οπωσδήποτε καλυτέρων οικογενειών των ενταύθα υπηρετούν εις τα μετόπισθεν, αλλοίμονον δε αν οιονδήποτε τμήμα ευρεθή σχηματισμένον μόνον από Μικρασιάτας και ενώπιον του εχθρού».

Σύμφωνα με στοιχεία του αρχείου του Βενιζέλου, αλλά και του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, από το 1908-1922 οι Νεότουρκοι, οι αιμοσταγείς πασάδες Εμβέρ, Ταλαάτ, Σακίρ, ο Μουσταφά Κεμάλ, ο Νουρεντίν ο σφαγέας της Σμύρνης και του εθνομάρτυρα και Αγίου Μητροπολίτη της Χρυσόστομου, είχαν εξολοθρεύσει Αρμενίους, Ποντίους και Εβραίους και είχαν πάρει την απόφαση να εξοντώσουν τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. «Θα σας κόψουμε τα κεφάλια, θα σας εξαφανίσουμε. Ή εμείς θα επιζήσουμε ή εσείς» δήλωνε ο Τούρκος πρωθυπουργός Σεφκέτ πασάς τον Ιούλιο του 1909 στον μεγάλο πατριάρχη του Γένους Ιωακείμ Γ΄ .

Το 1921, ο Βρετανός Αρμοστής της Κωνσταντινούπολης ενημερώνει εγγράφως τον υπουργό Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας:
«Οι Τούρκοι φαίνεται ότι δρουν βάσει προμελετημένου σχεδίου για την εξόντωση των μειονοτήτων […]. Όλοι οι άνδρες ηλικίας άνω των 15 ετών της περιφερείας Τραπεζούντος και της ενδοχώρας εκτοπίστηκαν στα τάγματα εργασίας του Ερζερούμ, Καρς και Σαρίκαμις» .

Τον Σεπτέμβριο του 1922, για τους Νεότουρκους του Κεμάλ ήρθε το τέλος της «άπιστης Σμύρνης» (Γκιαούρ Ιζμίρ) και με εμπροσθοφυλακή τους Τσέτες «εξάγνισαν» την πόλη μέσα από το σπαθί και τη φωτιά. Ο Χέμινγουεϊ μεταδίδει την πικρή αλήθεια για τους δήθεν συμμάχους μας:

«Είχαμε ρητές εντολές να μην επέμβουμε, να μη βοηθήσουμε… Το πλοίο μας είχε τόση δύναμη που θα μπορούσαμε να βομβαρδίσουμε όλη τη Σμύρνη και να σταματήσουμε το μακελειό, αλλά η εντολή ήταν να μην κάνουμε τίποτα… Ήμασταν στο λιμάνι και γυναίκες με παιδιά στην προκυμαία. Τα μεσάνυχτα άρχισαν να ουρλιάζουν. Στρέφαμε πάνω τους προβολείς κι αυτές τότε σταματούσαν…».

Η Αρμενικής καταγωγής Τζασμίν Άντριους , σε μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε στην Αμερική και ήταν βασισμένο στις αληθινές εμπειρίες της οικογένειάς της στην Τουρκία, περιγράφει: «Βρίσκονταν πολλά εμπορικά και ξένα πλοία στο λιμάνι του Τσεσμέ. Κανένα δεν δέχθηκε να επιβιβάσει τους απελπισμένους πρόσφυγες. Υπήρξαν άντρες που προσπάθησαν να κολυμπήσουν μέχρι τα πλοία και, μόλις έφτασαν, τους ψέκασαν με καυτό νερό ή τους πέταξαν έξω…».

Σε αυτή τη ζοφερή κατάσταση υπήρξαν και εξαιρέσεις… Υπήρξαν εκείνοι, που δεν ξέχασαν ότι στους Έλληνες η ανθρωπότητα χρωστάει τον πολιτισμό της.

Πρώτη εξαίρεση ήταν εκείνη του καπετάνιου του ιαπωνικού εμπορικού πλοίου Tokei Maru, που γλίτωσε 825 ψυχές, όπως έγραψε η εφημερίδα «Εμπρός» στις 4.9.1922, εφημερίδα η οποία ήταν φιλοβασιλική και ακολουθούσε ιδεολογικά το Λαϊκό Κόμμα:

«Οι απελπισμένοι πρόσφυγες βρίσκονταν στις αποβάθρες, το λιμάνι ήταν γεμάτο από άνδρες και γυναίκες που κολυμπούσαν με την ελπίδα να σωθούν, μέχρι που πνίγονταν. Στο λιμάνι μόλις είχε φθάσει ένα γιαπωνέζικο πλοίο φορτωμένο έως το κατάστρωμα με ένα πολύτιμο φορτίο από μετάξι, δαντέλες μεγάλης αξίας, χιλιάδων δολαρίων. Ο Γιαπωνέζος καπετάνιος, όταν κατάλαβε την κατάσταση, που επικρατούσε, δεν δίστασε να πετάξει ολόκληρο το φορτίο στα βρώμικα νερά του λιμανιού. Άμεσα γέμισε το πλοίο με όσες εκατοντάδες πρόσφυγες μπορούσε. Τους μετέφερε ασφαλείς στον Πειραιά και στις ελληνικές ακτές».

Δεύτερη εξαίρεση αποτέλεσε η στάση του Νεοϋορκέζου Έιζα Τζένιγκς, Μεθοδιστή πάστορα, ο οποίος εργαζόταν στη Σμύρνη για λογαριασμό των Αμερικανών ως γραμματέας της Χριστιανικής Ένωσης Νέων Ανθρώπων (YMCA). Ο ίδιος είχε ιδρύσει στη Σμύρνη την οργάνωση Αμερικανική Επιτροπή Σωτηρίας. Ο Τζένιγκς έσωσε τη ζωή 350.000 Ελλήνων, αφού δαπάνησε 6.000 λίρες από την προσωπική του περιουσία ναυλώνοντας πλοία!!! Έδρασε μόνος του, χωρίς να έχει διπλωματική εμπειρία, κατάφερε να κλείσει συμφωνία με τον Κεμάλ ώστε να του επιτρέψει τη διάσωση Ελλήνων προσφύγων. Ο Κεμάλ τού έδωσε μόλις 11 ημέρες για τη διαφυγή 350.000 Ελλήνων, κυρίως γυναικόπαιδων και γέρων. Του απαγόρευσε τη διάσωση ανδρών ηλικίας 17-45 ετών, διότι ήθελε να σταλούν για να δουλέψουν στα «Αμελέ Ταμπουρού», τα γνωστά τάγματα εργασίας .

Μετέπειτα οι ιστορικοί ονόμασαν τον Τζένιγκς ως τον Σίντλερ της Σμύρνης. Επίσης είχε ίδρυσε στη Σμύρνη ένα σταθμό πρώτων βοηθειών για εγκύους γυναίκες. Ο Αμερικανός στα απομνημονεύματά του έγραψε: «Μου φαινόταν ότι τα τρομερά, αγωνιώδη, απελπισμένα ουρλιαχτά των ανθρώπων που εκλιπαρούσαν για βοήθεια θα με κυνηγάνε σε όλη μου τη ζωή»! Απέδειξε ότι ήταν πραγματικός άνθρωπος, πραγματικός χριστιανός…

2.Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα δεν ήταν ρόδινη

Η Τασία Χρυσάφη-Ακερμανίδου ήταν ένα από τα παιδιά που γεννήθηκαν πάνω στα πλοία της μεταφοράς προσφύγων στην Ελλάδα. Η αφήγησή της περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη «Πρόσφυγες και γηγενείς στη μεσοπολεμική Αθήνα», καθώς και σε ρεπορτάζ της Μηχανής του Χρόνου: «Η οικογένειά μου μετά από πολυήμερο ταξίδι έφτασε στο λιμάνι του Πειραιά. Εκεί ήτανε το μεγάλο δράμα των γονιών μου, με εμένα μωρό στην αγκαλιά η μαμά μου […] πηγαίνανε στα ξενοδοχεία και ρωτούσανε αν υπάρχει κρεβάτι, αν υπάρχει δωμάτιο και τους λέγανε “τσ!”. Εζήτησε ο πατέρας ένα ποτήρι γάλα για τη λεχώνα και του είπανε δεν έχουμε. Γιατί μας θεωρούσανε παράσιτα. Ήρθαν οι “πρόσφυγγες” να πάρουν το ψωμί μας, έτσι λέγανε».

Ύστερα από περιπλάνηση αρκετών ημερών, η οικογένεια Ακερμανίδη βρήκε στέγη με τη βοήθεια μιας γυναίκας, που έμενε στη συνοικία της Γαργαρέττας, κάτω από την Ακρόπολη. Ο μοναδικός χώρος που μπορούσε να τους προσφερθεί ήταν ένα κοτέτσι στην αυλή του σπιτιού. Η γυναίκα, αφού πρώτα έσφαξε τη μοναδική κότα που είχε, ύστερα ασβέστωσε καλά το κοτέτσι και το παρέδωσε. Αυτό ήταν το πρώτο «σπίτι» της οικογένειας Ακερμανίδη για έναν τουλάχιστον μήνα μετά την άφιξή της στην Αθήνα.

3. Τα δράματα των προσφύγων δεν είχαν τέλος στον «ξένο τόπο», στη Μητέρα Ελλάδα!

Η εφημερίδα «Σφαίρα» στον Πειραιά, στο φύλλο της 3ης Οκτωβρίου 1922, έγραφε ότι μια «νεαρωτάτη κυρία» την Κυριακή πήγε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου και έπεισε την Αρμένισσα πρόσφυγα Μαρία Χατζετιάν να της δώσει την 7χρονη κόρη της Λουίζα, «όπως την τοποθετήση παρά καλήν οικογένειαν και υπό τον όρον να επανέλθη την επιούσαν όπως παραλάβη και τον 10ετή υιόν της Αρμενίσσης προς τον αυτόν σκοπόν». Εδώ βλέπουμε μιαν άλλη πτυχή της θυσίας της μάνας, που αναγκάζεται να δώσει τα παιδιά της σε άτεκνο ζευγάρι, για να έχουν τουλάχιστον εκείνα καλύτερη ζωή από αυτήν που τους επεφύλασσε ο ξεριζωμός.

Ο Χένρι Μοργκεντάου ήταν Αμερικανός δικηγόρος, διπλωμάτης και επιχειρηματίας. Το 1922 διετέλεσε πρόεδρος της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων, η οποία ανήκε στην Κοινωνία των Εθνών (σημερινό ΟΗΕ). Σε μια από τις τριμηνιαίες εκθέσεις του, περιέγραφε την ικανότητα των προσφύγων για επιβίωση. Μας μεταφέρει σε προσφυγικό καταυλισμό της Θεσσαλονίκης και αναφέρει: «Η Θεσσαλονίκη υπήρξε στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στρατιωτική βάση των αγγλικών και γαλλικών στρατευμάτων, υπήρχαν εκεί χιλιάδες άδειοι πεντογάλονοι τενεκέδες κηροζίνης και βενζίνης, που σκούριαζαν σιγά σιγά. Οι πιο ευρηματικοί από τους πρόσφυγες πήραν τους άδειους τενεκέδες, τους έκοψαν στις άκρες ώστε να μπορούν να ισιωθούν και τους μετέτρεψαν σε λαμαρίνες. Τους χρησιμοποίησαν για να φτιάξουν τοίχους γύρω από ξύλινους σκελετούς, που κατασκεύασαν από κιβώτια, κλαδιά και οτιδήποτε άλλο είδος ξύλου μπόρεσαν να βρουν. Μ’ αυτό τον τρόπο ένα ολόκληρο χωριό, αποτελούμενο από μικροσκοπικά τενεκεδόσπιτα, ξεπήδησε στα προάστια της Θεσσαλονίκης, προσφέροντας μια πρωτόγονη στέγη σε τετρακόσιες οικογένειες, δηλαδή σε πάνω από δυο χιλιάδες άτομα.

…Είναι εκπληκτικός ο ρόλος των γυναικών, το πώς μπόρεσαν να στολίσουν ακόμα κι αυτά τα άθλια καταλύματα. Στα λιγοστά τετραγωνικά που κατοικούσαν, μπροστά απ’ την πόρτα τους, βλέπεις να φυτεύουν μια φασολιά, μια-δυο καρπουζιές και δυο-τρία λουλούδια με χαρωπά χρώματα. Στο εσωτερικό, το χωματένιο πάτωμα σκουπίζεται με μεγάλη επιμέλεια και είναι πεντακάθαρο και τα λιγοστά οικιακά σκεύη είναι καθαρά και τακτοποιημένα. Όμως και στην καλύτερη περίπτωση αυτά τα κα(τα)λύματα δεν αντιπροσωπεύουν παρά την κατώτατη βαθμίδα της πολιτισμένης ζωής» .

Ο ρόλος των μανάδων και των γυναικών αυτών στην αναγέννηση των προσφύγων μέσα από τις στάχτες τους, σαν τον μυθικό φοίνικα υπήρξε καταλυτικός. Ο Χαρίλαος Δερμάνης αφηγείται: «Δώδεκα μέρες περιμέναμε για να μπούμε στα βαπόρια. Γινόταν χαμός. Κάθε 50 μέτρα υπήρχε μια στρατιωτική τουρκική ζώνη. Σ’ έψαχναν οι Τούρκοι κι ό,τι έβρισκαν απάνω σου, δακτυλίδια, λίρες, χρήματα, όλα σού τα έπαιρναν. Έβλεπες παιδιά, καθώς έκαναν να περάσουν, να παραπατάν και να πέφτουν στη θάλασσα. Έσκουζαν οι μανάδες: Το παιδί μου!, ποιος να σ’ ακούσει; Ο κόσμος από πίσω έσπρωχνε. Πάει το παιδί, πνιγόταν. Κανένας δεν έδινε σημασία. Ας αφήσουμε που οι Τούρκοι πυροβολούσαν τις βάρκες. Όποιος έμπαινε στις βάρκες να φύγει ήταν χαμένος. Γιομάτη η θάλασσα από πτώματα. Έτσι χάσαμε την αδελφή μου.

…Το βαπόρι που πήραμε σταμάτησε στην Άνδρο. Κατεβήκαμε. Ύστερα από λίγο αρρωσταίνει η πιο μικρή μου αδελφή από τύφο. Μπαίνουμε στο καράβι και πάμε στον Πειραιά. Δε σώθηκε. Πέθανε στο νοσοκομείο. Πάμε στην Αθήνα. Πού να πας στην Αθήνα και πού να μείνεις; Ούτε στρατόπεδα υπήρχαν ούτε τίποτα. Κοιμόμασταν στο δρόμο, στην οδό Στουρνάρα. Κουρνιάζαμε έξω από το Πολυτεχνείο. Ούτε φαΐ ούτε τίποτα. Αν είχες χρήματα, έτρωγες, αν όχι… Μας έδιναν οι στρατιώτες από τα καζάνια ό,τι περίσσευε. Η μάνα μου, άμα είδε πως θα πεθάνουμε από την πείνα, πήρε μια κατσαρόλα και μια φουφού και άρχισε να φτιάχνει λουκουμάδες. Περάσαμε σχεδόν όλο το χειμώνα έξω. Κρύο… Είχαμε ροκανίδια για στρώμα, μας μοίρασαν και κάτι κουβέρτες… Άσ’ τα. Αποφασίσαμε να φύγουμε από την Αθήνα και να πάμε στην Ήπειρο, στο χωριό του πατέρα μου. Εκεί ανταμώσαμε και την αδελφή μου. Το 1923 ήρθαμε στα Τρίκαλα. Αρχίσαμε να δουλεύουμε. Όπου βρίσκαμε.

…Παρ’ όλη τη φτώχεια μας εμείς οι Μικρασιάτες κάναμε πολλά γλέντια. Μαζευόμασταν κάθε Κυριακή στην πλατεία μπροστά στους στρατώνες και χορεύαμε. Ήταν ένας λατερνατζής κι έβαζε χασάπικα. Πρώτη φορά έβλεπαν οι Τρικαλινοί χασάπικο χορό. Τους έκανε μεγάλη εντύπωση ο χασάπικος. Μεγάλα γλέντια κάναμε και στο Καρναβάλι. Ντυνόμασταν μασκαράδες. Εμείς οι Σμυρνιοί παίζαμε και τουμπελέκι. Το έπαιζε η μάνα μου».

«Οι άνθρωποι αυτοί» θυμάται ο γνωστός μουσικοσυνθέτης Μάρκος Βαμβακάρης «ήτανε μαθημένοι να δουλεύουνε και να γλεντάνε. Όλη τη βδομάδα δούλευαν σαν σκυλιά, αλλά το Σαββατοκύριακο γλεντούσαν και έφεραν ένα νέο τρόπο γλεντιού. Οι γηγενείς, διασκέδαζαν με ευρωπαϊκά και δημοτικά, ενώ αυτοί εδώ όταν ήρθαν αρχίσανε τσιφτετέλια, συρτά, πολλά, πολλά πράγματα. Αμανέδες, τζιβαέρια, αϊβαλιώτικα, πολλά».

Και όλα αυτά τα χρόνια οι ηρωικές γυναίκες-πρόσφυγες πάλεψαν για την επιβίωση, την ενσωμάτωση και την αποκατάσταση στην Ελλάδα. Έγιναν οι κομιστές της μεταφοράς των πολιτιστικών στοιχείων, των ιερών εικόνων και θείων κειμηλίων, από τις πατρίδες, που άφησαν πίσω. Ενταγμένες στην παραγωγική διαδικασία – παρά την εκμετάλλευση – στις βιομηχανικές ζώνες του Πειραιά και της Νέας Ιωνίας, στα καπνοχώραφα του Αγρινίου και της υπόλοιπης Ελλάδας, απέκτησαν εργατική ταξική συνείδηση και με πολλούς αγώνες για τις ίδιες και τα μέλη της οικογένειάς τους στήριξαν Οικογένεια, Πολιτισμό και τη Νέα Πατρίδα. Γι’ αυτό και τους οφείλουμε ένα Μεγάλο Ευχαριστώ.
Συμπεράσματα

Ο Θεός έπλασε τη γυναίκα από την πλευρά του Αδάμ, την έκανε ίση με εκείνον. Στην πορεία της όμως φάνηκε ότι την προίκισε με πολλά χαρίσματα. Μέσα από τις μανάδες και τις αθέατες γυναίκες, που έγραψαν και γράφουν ιστορία στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, στην παγκόσμια ιστορία, εξέχουσα θέση κατέχουν οι Ελληνίδες. Αυτές σε κάθε δύσκολη στιγμή του έθνους μας σήκωσαν το βάρος της ελπίδας. Πολέμησαν, βιάστηκαν, σφαγιάστηκαν, έχασαν τα παιδιά τους, αλλά δεν λύγισαν. Στάθηκαν στα πόδια τους και ανέστησαν πάντα το έθνος μας από τις στάχτες του.

Είναι οι «αόρατες» μητέρες μας, ακόμη και αν δεν είχαν δικά τους παιδιά. Οι γυναίκες σφράγισαν και σφραγίζουν τη μοίρα αυτού του τόπου, γιατί και η ιστορία και η Ελλάδα είναι γένους θηλυκού. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε αυτό που είχε πει ο Γάλλος γιατρός, διπλωμάτης, περιηγητής, συγγραφέας, ακαδημαϊκός και σπουδαίος φιλέλληνας Φρανσουά Πουκεβίλ στις αρχές του 19ου αιώνα: «Οι Έλληνες είναι καταδικασμένοι να επιβιώσουν, γιατί κουμάντο κάνει μία γυναίκα – μητέρα στη ζωή τους, η ΠΑΝΑΓΙΑ».