Εικόνα & Μυστήριο απαρχές της πολιτιστικής μας ταυτότητας

Ομιλία Μητροπολίτου κ. Γαβριήλ στην Εκδήλωση για τα 50 χρόνια Ιερωσύνης του Γερ. Αλεξίου Ξενοφωντινού

Ιερό Ησυχαστήριο Τιμίου Προδρόμου Ακριτοχωρίου Σιδηροκάστρου,
21 Οκτωβρίου 2017

Ἡ ἔννοια τῆς εἰκόνας ἔχει κυριαρχήσει στήν ζωή μας ἀπό τίς ἀπαρχές κιόλας τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, ἀποτελώντας τό θεμελιώδες μέσον ἄκφρασης καί ἐπικοινωνίας τόσο στό φυσικό, ὅσο καί στό μεταφυσικό ἐπίπεδο, ἤτοι τόν τρόπο γιά νά προσεγγίσουμε ἀκόμη καί τό ἀόρατο, τό ἰδεατό ἤ καί τό ἄκτιστο. Ἡ εἰκόνα ἀποτελεῖ ἕνα σημείο ἤ καλύτερα ἕνα σύμβολο πού πληροφορεῖ, κατατοπίζει, δηλώνει. Ἕνα σύμβολο εἶναι μία σχέση ἐξάρτησης καί κοινωνία οὐσίας μέ τό συμβολιζόμενο, τό ὁποῖο εἶναι παρόν μέσα στό σύμβολό του. Αὐτό ἀκριβώς δημιουργεῖ ἡ εἰκόνα. Μᾶς ἀποκαλύπτει τόν δρόμο πού καλοῦμασθε νά ἀκολουθήσουμε, προσφέροντάς μας τά μέσα ἐκείνα πού χρειαζόμασθε γιά νά τόν φέρουμε εἰς πέρας, ἐνῶ παράλληλα μᾶς ὁδηγεῖ νά ἀνακαλύψουμε τό νόημα τῆς δικῆς μας ὑπάρξεως.

Πράγματι, στή σημερινή ἐποχή μας, πού χαρακτηρίζεται ἀπό τήν συνεχιζόμενη καί ραγδαία ἀνάπτυξη τῆς τεχνολογίας, ἀπό τήν πρόοδο τῆς σύγχρονης ἰατρικῆς ἔρευνας, ἀπό τήν ἐξέλιξη τῶν σύγχρονων βιοϊατρικῶν ἐφαρμογῶν, ὁ ἄνθρωπος, καίτοι παρουσιάζεται ὡς ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος τοῦ κόσμου, τείνοντας μέ τίς ἐντυπωσιακές ἐφευρέσεις του νά εἰσέλθει στά ἄδυτα τῶν μυστικῶν τοῦ σύμπαντος, γνωρίζει τόσο ὁλίγα γιά τόν ἑαυτό του, ὥστε κατατρύχεται ἀπό τό ἄγχος τῆς ζωῆς λόγῳ τῶν πολλῶν καί ἀπείρων φθοροποιῶν δυνάμεων τῆς ὑποστάσεώς του. Ἔτσι, τά σπουδαία ἐπιτεύγματα τῶν προσπαθειῶν του πρός καλυτέρευση τῆς καθημερινῆς ζωῆς ἐλάχιστα ἰκανοποιούν τίς ἀνάγκες του, μέ συνέπεια πολλές φορές αὐτά νά γίνονται πηγή νέων δεινῶν καί μεγαλύτερων κινδύνων κατά τῆς ὑποστάσεώς του. Αὐτή ἡ ἄγνοια τοῦ ἀνθρώπου διακηρύσσει μέ τόν πλέον τραγικό τρόπο τόσο τίς μεγάλες καί ἐμφανείς ἀδυναμίες του, ὅσο τίς πολλές καί οὐσιαστικές ἐλλείψεις πού χαρακτηρίζουν τίς ἀνθρώπινες ἀνακαλύψεις καί γνώσεις.

Ὥστόσο, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, αὐτός ὁ ἀνίσχυρος καί ἀδύναμος ἄνθρωπος ἀποτελεῖ τό τελειότερο καί πνευματικότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ μέσα σέ ὁλόκληρο τό σύμπαν, τήν κορωνίδα τῆς θείας Δημιουργίας, τό μοναδικό «θεόπλαστο», σύμφωνα μέ τόν Μέγα Βασίλειο, δημιούργημα, ἀφοῦ αὐτόν καί μόνον ὁ Θεός ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσίν Του» ἀνάμεσα σέ ὅλα τά ὄντα.

Αὐτή ἡ έκφραση «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» σηματοδοτεῖ ὅτι ὁ Θεός προίκισε τόν ἄνθρωπο μέ χαρίσματα, ὅπως ἡ ἐλευθερία, ἡ λογική, ἡ βούληση, ἡ σκέψη, ἡ συνείδηση, ἡ ἀγάπη, πού δέν ἔχουν τά ἄλλα δημιουργήματα, μέ ἀπώτερο σκοπό τήν πνευματική τελείωσή του, ἤτοι νά φθάσει στό «καθ’ ὁμοίωσιν» , νά γίνει κοινωνός θείας φύσεως καί ὅμοιος μέ τόν Δημιουργό Του κατά τή θέωση πού μυσταγωγεῖ ἡ χάρη Του. Ἀμφότερες αὐτές οἱ ἐκφράσεις προσλαμβάνουν, ὁπως ἔχει ἤδη παρατηρηθεῖ , τά χαρακτηριστικά τῆς ἔννοιας τοῦ «μυστηρίου», ἀφοῦ θεολογικῶς καί ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι μυστήρια ἀκατάληπτα.

Σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας ἡ δημιουργία του ἀνθρώπου κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ ἐκφράζει τήν ἄμεση σχέση, ἀλλά καί τήν ἀπόλυτη ἐξάρτηση κάθε ἀνθρώπου μέ τήν ὑπόσταση του Θεού, τήν εἰκόνα τοῦ Ὁποίου καί παριστά. Τό γεγονός αὐτό, ἐκτιμάται θεολογικῶς ὑπό τήν ἔννοια ὁτι κάθε ἄνθρωπος λαμβάνει ἄμεση γνώση τόσο τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεού, ὅσο καί τοῦ ἁγίου Θελήματός Του, ἤτοι γνωρίζει τόν Θεό καί ἀποκτά προσωπική σχέση μαζί Του, ἀφοῦ εὐρίσκεται σέ διαρκή ἐπικοινωνία μαζί Του.

Ἄλλωστε, εἶναι γνωστό πώς ὅ,τι βρίσκεται πλησιέστερα στόν ἄνθρωπο δημιουργεῖ μία προσωπική σχέση μέ αὐτόν καί γίνεται σέ αὐτόν γνωστό, ἐνῶ ἀντιθέτως ὅ,τι βρίσκεται μακριά του, δύσκολα γίνεται γνωστό ἤ καί κατανοητό καί θεωρεῖται ξένο. Ἡ ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ στήν ἀποκάλυψη τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Ὁ ἄνθρωπος πραγματοποιεῖ τήν προσωπική του ὑπόσταση μέσα στό γεγονός τοῦ εἰκονισμού τοῦ Θεοῦ : «οὕπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐάν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι».

Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή κατανοεῖται ἡ θεολογική σπουδαιότητα ἤ καί ἡ παιδαγωγική σημασία τῶν ἱερῶν εἰκόνων στή ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ οποίες καί ἀποτελοῦν τήν ὁλοζώντανη παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας ἤ ἀλλιώς τήν ἔσχατη σμίκρυνση τῆς θείας μεγαλοσύνης, τῆς κατ’εἰκόνα Θεοῦ δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Γιά τόν λόγο αὐτό, ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων κατέχει μία πολύ βασική θέση στήν παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί περιέχει συμβολικό χριστοκεντρικό, ἐκκλησιοκεντρικό καί σωτηριολογικό περιεχόμενο, ἀφοῦ «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός».

Πράγματι, μέ τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Ὑιοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Αγίας Τριάδος στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται ὄχι μόνο ἡ ἀλήθεια γιά τόν Τριαδικό Θεό, ἀλλά καί ἡ πλήρης ἀλήθεια γιά τόν κόσμο, γιά τόν ἀληθινό, τόν αὐθεντικό καί πλήρη ἄνθρωπο. Ἄμεση συνέπεια αὐτοῦ εἶναι ὅτι ἡ ὀρθόδοξη περί ἀνθρώπου διδασκαλία θεμελιώ¬νεται στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι «είκών καί χαρακτήρ ἀπαράλλακτος» τοῦ Θεού καί Πατρός, ἀφοῦ «ὁ ἑορακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα», εἶναι τό «ἀρχέτυπο» τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος γιά νά ἀναδειχθεῖ «ἀληθινός ἄνθρωπος» πρέπει νά γίνει αὐτό γιά τό ὁποῖο δημιουργήθηκε, ἤτοι, νά φθάσει στήν πνευματική τελείωση, νά γίνει κατ’ εἰκόνα Χριστοῦ.

Συνεπῶς, ἡ ἀπεικόνιση τοῦ Χριστοῦ ὑποδεικνύει τήν ἀδιάψευστη ἀλήθεια καί τήν ζωντανή πραγματικότητα τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του. Εἰκονίζοντας τόν Χριστό δείχνουμε ὅτι «οὐχί κατά φαντασίαν καί σκιωδῶς τήν ἡμετέραν φύσιν ἤνωσεν ἑαυτῷ, καθώς τινες τῶν ἀρχαίων αἰρετικῶν πλανηθέντες ἐδογμάτισαν, ἀλλ’ ὅτι αὐτῷ πράγματι καί ἀληθείᾳ ἄνθρωπος γέγονε τέλειος κατά πάντα, δίχα μόνης τῆς ἐπισπαρείσης ἡμῖν ἐκ τοῦ ἐχθροῦ ἀμαρτίας».

Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, φθάνοντας στήν πνευματική τελείωση, ἤτοι στήν κατά χάριν Θεοῦ θέωση ὑπαγόρευσαν θεολογικῶς καί ὀρθοδόξως τήν κατασκευή καί χρήση τῶν ἱερών εἰκόνων τους στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὑποδεικνύοντας ἔτσι τόσο τήν θέση, ὅσο τήν τιμή καί τήν προσκύνηση αὐτῶν στή θεία λατρεία. Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ὁλοκλήρωσαν τόν σκοπό τῆς ζωῆς τους, προσλήφθηκαν ἀπό τόν Θεό, μιμήθηκαν τόν Χριστό καί ἔτσι ἔφθασαν στήν θέωση, ἐπιτυγχάνοντας τήν τέλεια θεογνωσία μέσα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἁφοῦ καί Αὐτή, κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ἀποτελεῖ τύπο καί εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι, ὄταν οἱ Χριστιανοί προσκυνοῦν τίς εικόνες τῶν Ἁγίων ἀφ’ἑνός προσφέρουν λατρεία στό Θεό, ἀφ’ἑτέρου τιμή, σεβασμό καί δόξα πρός πάντες τους «ἀπ’ αἰῶνος εὐαρεστήσαντες τῷ Θεῷ» Ἁγίους, ἤτοι στούς φίλους καί στρατιώτες τοῦ Χριστοῦ, πρός τόν ὁποίο ἄλλωστε Κύριο καταλήγει ἡ τιμή, γιατί Αὐτός τούς δόξασε καί αὐτοί δόξασαν τήν Ἁγία Του Ἐκκλησία. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀναφέρει: «ἱστοροῦμεν οὗν Χριστόν τόν Βασιλέα καί Κύριον, οὐ γυμνοῦντες αὐτόν τοῦ στρατεύματος. Στρατός γάρ τοῦ Κυρίου οἱ ἁγιοι. Γυμνωσάτω ἑαυτόν τοῦ οἰκείου στρατεύματος ὁ ἐπίγειος βασιλεύς, καί τότε τόν ἑαὐτοῦ βασιλέα καί Κύριον… Εἰ γάρ κληρονόμοι Θεοῦ καί συγκληρονόμοι Χριστοῦ, καί τῆς θείας δόξης καί βασιλείας κοινωνοί ἕσονται, τῶν παθημάτων Χριστοῦ κοινωνήσαντες∙ πώς οὐχί καί τῆς ἐπί γῆς δόξης συμμέτοχοι χρηματίσουσιν οἱ φίλοι Χριστοῦ; ».

Ἡ εἰκόνα λοιπόν ἔχει τριαδολογική θεολογική ἔννοια καί παραπέμπει στό ἀπόλυτο, ἀπρόσιτο καί ἀκατανόητο μυστήριο, ἤτοι στόν ἴδιο τόν Θεό, διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα Θεοῦ : «εἰκών τοῦ Θεοῦ ἔστιν ὁ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ γεγονώς ἄνθρωπος, καί μάλιστα Πνεύματος Ἁγίου ἐνοίκησιν δεξάμενος. Δικαίως οὗν τήν εἰκόνα τῶν τοῦ Θεοῦ δούλων τιμῶ καί προσκυνῶ καί τόν οἴκον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δοξάζω».

Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν βλέπει στήν εἰκόνα μόνο μία μορφή ὀρθόδοξης διδασκαλίας, ἀλλά τήν καθολική ἔκφραση τῆς θείας Οἰκονομίας, ἡ οποία συνοψίζεται στήν ἴδια τήν διδασκαλία της πού ἀναφέρει ὅτι: «ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός». Συνεπῶς, γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ εἰκόνα δέν ἀποτελεῖ μία ἀπλή ἀπεικόνιση ἤ ἀκόμη καί μία ἀπλή εἰκονογράφηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά βεβαίως κάτι πολύ πιό σημαντικό. Ἡ εἰκόνα εἶναι ἰσότιμη τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος, εἶναι μία ἁγιογραφία, ἕνα λατρευτικό σκεύος, πού συμμετέχει ὁλόκληρο στή λειτουργική ζωή , εἶναι ὁμολογία Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἤτοι ὁμολογία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Ὑιοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, μαρτυρία τῆς πραγματικῆς, ἀποκαλυπτικῆς, ἀληθινής καί ὄχι φανταστικῆς σάρκωσής Του καί ὡς σκοπό ἔχει νά μεταμορφώσει τήν ἀνθρώπινη πραγματικότητα.

Βεβαίως, ἡ εἰκόνα δέν ἔχει οὐδεμία σχέση μέ τή βλασφημία τῶν εἰδώλων , ἁφοῦ καί ὁ σεβασμός πρός αὐτές δέν ἔχει λατρευτικό χαρακτήρα. «Ἡ τῆς εἰκόνος τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει» ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ Μέγας Βασίλειος καί «προσκυνοῦμεν δέ ταῖς εἰκόσιν οὐ τῇ ὕλῃ προσφέροντες τήν προσκύνησιν, ἀλλά δι΄αὐτῶν τοῖς ἐν αὐτοῖς εἰκονιζομένοις» μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ὡστόσο, τήν διαφορά αὐτή ἀνάμεσα στήν εἰκόνα καί στά εἴδωλα δίνει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος καί ἀναφέρει: «Ἄλλο εἶναι εἴδωλον, ἄλλο ἄγαλμα, καί ἄλλο εἰκών. Τό γάρ εἴδωλον διαφέρει ἀπό τήν εἰκόνα, καθ’ ὅ ἡ μεν εἰκών ἀληθοῦς πράγματος καί πρωτοτύπου εἶναι ὁμοιότης, τό δέ εἴδωλον, ψευδοῦς καί ἀνυπάρκτου πράγματος, καί ὁμοίοσις εστί, κατά τόν Ωριγένην καί Θεοδώρητον, καθώς ἦτο τά εἴδωλα τῶν ψευδῶν καί ἀνύπαρκτων θεῶν τῶν ἑλλήνων».

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέ πρώτο τόν Μέγα Βασίλειο προβάλουν τήν «ἀποστολική» προέλευση τῆς χριστιανικῆς εἰκονογραφίας στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι ἀνάγουν τήν ὕπαρξη εἰκόνων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἀποστόλων ἤδη κατά τους ἀποστολικούς χρόνους. Ἄλλωστε, ὅλοι οἱ μετάσχοντες Πατέρες καί στίς ἔξι πρώτες Οἰκουμενικές συνόδους γνώριζαν τήν πράξη τῆς χρήσεως, τῆς τιμῆς καί τῆς προσκύνησης τῶν ἱερῶν εἰκόνων ὡς πράξη ἑνός γενικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ θεσμοῦ. Γιά τόν λόγο αὐτό, οἱ θεοφόροι Πατέρες τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (787) κατέφυγαν κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιών αὐτῆς καί στίς γνώμες πάντων τῶν πρό τῆς συνόδου ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, ὥστε οἱ ἀποφάσεις τῆς συνόδου νά εἶναι σύμφωνες πρός τήν πανάρχαια καί ἑνιαία ἀποστολική παράδοση τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σύνοδος χαρακτήρισε τήν τιμή καί τήν προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων «ἔγκριτον, θεάρεστον θεσμοθεσίαν καί παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, εὐσεβές αἴτημα καί ἀνάγκην τοῦ πληρώματός της».

Συνεπῶς καί μέ βάση τά παραπάνω, γίνεται εὔκολα κατανοητό ὅτι ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων συνιστά ὀντολογικό καί θεμελιώδες στοιχείο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μέσα ἀπό τίς ἱερές εἰκόνες προβάλλεται ὁ κατ΄ ἐξοχήν μυστικός καί αὐθεντικός χαρακτήρας τῆς ζωῆς τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Τόν χαρακτήρα αὐτό προβάλλει ἄλλωστε καί ἡ «Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας» ὡς ἑορτή τοῦ θριάμβου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀπό τήν εὐσεβή αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντίου Θεοδώρα (843).

Ὡστόσο, ἑμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, σέ ἀντίθεση μέ τή Δύση, κρατήσαμε ἀκλόνητη τήν πίστη καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπό τήν ἵδρυσή της μέχρι σήμερα, ἀκολουθώντας τό παράδειγμα καί μιμούμενοι τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν ὅσων παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας στά ἁγιογραφικά κείμενα καί στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί τῶν Τοπικῶν συνόδων. Ὁ σεβασμός καί ἡ ἀξία στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζεται μέ τήν Ὀρθοδοξία καί ἀποτελεῖ τό βασικότερο στοιχείο στά πρακτικά τῆς Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, πού οἱ θεοφόροι Πατέρες ἀναφέρουν: «τηρήσαμε τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας χωρίς νά ἀφαιρέσουμε οὔτε νά προσθέσουμε κάτι, ἀλλά ὅπως διδαχθήκαμε ἀπό τούς ἀποστόλους, κρατοῦμε τίς παραδόσεις πού παραλάβαμε, ἀποδεχόμενοι ὅλα ὅσα ἀκριβώς ἡ ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό τήν ἀρχή προφορικά καί γραπτά παρέλαβε, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ κατασκευή τῶν εἰκόνων».

Ὁ Ἑλληνισμός, ἀπορρίπτοντας κάθε τροχοπέδη, κάθε δεισιδαιμονία ή καί πρόληψη τοῦ παρελθόντος, υἱοθέτησε καθετί πού προάγει καί ἀναδεικνύει τήν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Ἡ εἰκόνα ἄλλωστε εἶναι ἡ βεβαίωση τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἡ βεβαίωση της ἐλευθερίας. Ὁ Ἑλληνισμός ἀποδέχθηκε τόν εἰκονισμό, τόν μπόλιασε στήν ἐσωτερική του ἀλήθεια, τοῦ προσέφερε διδακτικό περιεχόμενο καί τόν ἀνύψωσε σέ ὕψιστη τέχνη. Ἄλλωστε, οἱ εἰκόνες τοῦ Κυρίου, τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων καί τῶν μαρτύρων, οἱ ὁποίες κοσμοῦν τούς ὀρθόδοξους ναούς μας ἀποτέλεσαν καί αποτελοῦν γνήσιο γνώρισμα τῆς αὐθεντικῆς ἱστορικής ὑποστάσεως τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἀπό τήν ἐποχή τῶν κατακομβῶν ἕως καί σήμερα λειτουργοῦν ἀκατάπαυστα ὡς διδακτικό ἐγχειρίδιο τῶν ἀναλφαβήτων στούς ναούς.

Ὁ θρίαμβος τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἔχει βασική σημασία ὄχι μόνο γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνικό πολιτισμό, ἀλλά καί γιά τόν παγκόσμιο. Ἡ εἰκόνα ἀναπαριστά τό πρόσωπο. Ἀναπαριστά μέ συμβολικό τρόπο τήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου μας, ἀπελευθερωμένου ἀπό τόν ζυγό τῆς ἀμαρτίας καί ἀνακαινισμένου ἐν Χριστῷ. Αὐτό ὅμως πού διδάσκει ἤ καί ἐμπνέει στόν σύγχρονο ἄνθρωπο εἶναι καί ἡ ἀνάγκη ἀναστηλώσεως τοῦ δικοῦ μας προσώπου, τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀπό τό ὁποῖο ἀπορρέει ἡ ἀγάπη γιά τόν πλησίον, ἡ συνεργασία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἰσότητα, ἡ ἀνάγκη ἀπεγκλωβισμοῦ ἀπό τήν φιλαυτία καί τήν ἐσωτερική άπομόνωση καί τό ἄνοιγμα πρός τήν εὐαγγελική ἀλήθεια πού σηματοδοτεῖ τήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία.

Ἀμήν!

Ο Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος ΓΑΒΡΙΗΛ