Ο Άνθρωπος ως πηγή των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Εισήγηση Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Γαβριήλ στις εργασίες του Διεπιστημονικού Συνεδρίου «Θρησκείες και Ανθρώπινα Δικαιώματα», του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας της Θεολογικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α.
Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου

Ὁ ἄνθρωπος ὡς «κατ’εἰκόνα» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δημιουργία ἀποτελεῖ ὄχι ἀπλά μόνο δυναμική φανέρωση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἤ καί «ἔργο» τῆς ἄρρητης θεϊκῆς ἀγάπης καί βουλήσεως, στό ὁποῖο ὁ Θεός «ἐνεφύσησε… πνοήν ζωῆς» , ἀλλά καί ἕνα ὑπαρκτικό γεγονός προσωπικῆς σχέσεως καί κοινωνίας, μία ὑπόσταση ἐλεύθερης ἀγάπης ἀπό κάθε προκαθορισμό , μία ἀνεπανάληπτη ἤ καί ἀναντικατάστατη ὀντολογική ἀξία, τήν αὐθεντική αἰτία θα λέγαμε καί ἀρχή ὅλων τῶν ἀξιῶν.

Βεβαίως, ἡ ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου δέν βρίσκεται στήν ὕλη, ἡ ὁποία ἁπλῶς συνιστᾶ τήν κτιστή ὑποδομή τῆς βιολογικῆς του ὑπάρξεως, ἀλλά στό πρωτότυπο, στό ἄκτιστο ἀρχέτυπο, ἀπό τό ὁποῖο λαμβάνει τό θεῖο περιεχόμενό της καί ὑψώνει τόν ἄνθρωπο στίς διαστάσεις τῆς θείας ἀπειρίας. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος, ὁ «χοῦς ἀπό τῆς γῆς» , ὁ «μικρόκοσμος» τῆς ὑλικῆς κτίσεως κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό δημιουργήθηκε γιά νά γίνει κοινωνός τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ καί μέτοχος τοῦ πληρώματος Αὐτοῦ , ἤτοι στήν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης πού εἶναι ἡ ὄντως ζωή.

Πράγματι, ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε μέ τή δυνατότητα νά ὑπάρξει ὡς
ὑπόσταση μέσα ἀπό τίς ἀγαπητικές σχέσεις πού ἀναπτύσσει καί καλλιεργεῖ μέ σκοπό νά ὁμοιάσει στό Δημιουργό του καί νά μιμηθεῖ τήν ἁγιότητά Του στό πρότυπο: «Ἅγιοι γένεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιος εἰμί» , μετέχοντας χαρισματικά ἔτσι στόν τρόπο ὑπάρξεώς Του.

Ὅπως ὁ Θεός ἀγαπᾶ ὅλους τούς άνθρώπους καί ἀνατέλλει τόν ἥλιο γιά πονηρούς καί ἀγαθούς , ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ὡς μιμητής τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ κοινωνία ἀγάπης κατά τό πρότυπο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί κινείται σέ μία ἐλεύθερη ἀγαπητική, προσωπική, κοινωνική σχέση τόσο μέ τά ἄλλα πρόσωπα, τά ὁποῖα καλεῖται νά ἀγαπήσει ὡς ἑαυτόν καί δίχως διακρίσεις, ἀνεξαρτήτως φυλῆς, φύλου, γλώσσας, μορφώσεως καί κοινωνικής θέσεως, ὅσο καί μέ τήν πηγή τῆς ἀγάπης, τόν ἴδιο τόν Θεό. Ἄλλωστε, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὁρίζει τόν χριστιανισμό «ὡς μίμησιν θείας φύσεως» , ἑνῶ κατά τόν ἅγιο Κλήμεντα Ἀλεξανδρείας ὁ χριστιανισμός διδάσκει «πολιτεύεσθαι εἰς δύναμιν ἐξομοιωτικήν τῷ Θεῷ».

Συνεπῶς, ἡ κορύφωση καί συγκεφαλαίωση τῆς θείας δημιουργίας εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί ὡς θείο δημιούργημα κατέχει ὅχι μόνο μία κυρίαρχη ἤ καί ὑπέροχη θέση μέσα στήν κτίση, ἀλλά καί μία ἱερότατη ἀξία, ἡ ὁποία διακρίνεται ἀφ’ἑνός μέν στόν τρόπο καί στά συστατικά μέ τά ὁποῖα πλάσθηκε, ἀφ’ἑτέρου δέ στήν ἀσύγκριτη τιμή τῆς πνευματικῆς καί ἀθάνατης ψυχῆς του, ἀφοῦ «οὐδὲν γὰρ ὅσον ἄνθρωπος ἱερόν, ᾧ καὶ φύσεως ἐκοινώνησεν ὁ Θεός» σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα . Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ οἰκουμενικός διδάσκαλος καί ἱερός Πατέρας τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας Μέγας Βασίλειος προτρέπει ἐπίσης ὅλους μας: «…Πρόσεχε σεαυτῷ· τουτέστι τῇ ψυχῇ σου… Ἐξέτασον σεαυτὸν τίς εἶ, γνῶθι σεαυτοῦ τήν φύσιν, ὅτι θνητόν μέν τό σῶμα, ἀθάνατος δέ ἡ ψυχή· ἐπιμελοῦ ψυχῆς πράγματος ἀθανάτου» .

Εἶναι λοιπόν εὐνόητο ὅτι κάθε ἄνθρωπος, ὡς ζωντανή εἰκόνα τοῦ Ζώντος Θεοῦ, καλεῖται νά τελειωθεῖ στήν ἀγάπη κατά τά πρότυπα της κοινωνίας καί τῆς ἀγαπητικής σχέσεως τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἤτοι νά ξεπεράσει τή θνητή του ἀτομικότητα, νά ἀπεγκλωβισθεῖ ἀπό τήν ἀπλή βιολογική του συνύπαρξη μέ τό διαφορετικό καί νά προβεῖ σέ μία οὐσιαστική καί βαθιά ἀγαπητική κοινωνία μέ τά ἄλλα πρόσωπα, καθώς καί σέ μία ἐλεύθερη θεληματική ἀποδοχή τῆς ἑτερότητας τοῦ ἄλλου, ἤτοι νά ζήσει ὡς πρόσωπο καί ὄχι ὡς ἄτομο.

Βεβαίως, αὐτή ἡ ἑτερότητα, τό ἀνεπανάληπτο καί ἰδιάζον τοῦ κάθε προσώπου δέν μπορεῖ νά ἀναλυθεῖ, δέν μπορεῖ νά ἐρμηνευθεῖ καί νά προσδιορισθεῖ κατά τρόπο θεωρητικό καί ἀφηρημένο παρά μόνο νά βιωθεῖ ὡς σχέση. Ἄλλωστε, αὐτή ἀποτελεῖ καί τήν κατεξοχήν εἰδοποιό διαφορά μεταξύ τοῦ «προσώπου» καί τοῦ «ἀτόμου», ἀφοῦ τό πρόσωπο ἀναδύεται μόνο ἀπό τή σχέση του μέ τά ἄλλα ὄντα , ἤτοι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἔξω ἀπό τή σχέση μέ τόν Θεό Δημιουργό καί τούς συνανθρώπους, μία σχέση, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κοινωνία ἀγάπης καί ἀπό τήν ὁποία ἀποκτᾶ ἀυτογνωσία καί συνείδηση.

Ἔτσι, μέ τή σχέση, ἡ ἀνώνυμη, ἀνθρώπινη, βιολογική ὕπαρξη μεταμορφώνεται σέ ἐπώνυμη ὑπόσταση καί γίνεται «πρόσωπο» , γι’ αὐτό καί ἡ ὀρθόδοξη θεολογική διδασκαλία, μέ ἀφετηρία προφανῶς τήν διάκριση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, προσδιόρισε τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ὡς τήν ξεχωριστή καί ἑπώνυμη ὑπόσταση, ἀντίθετα ἀπό τό ἀνώνυμο φυσικό ἄτομο .

Στό πλαίσιο αὐτό, ἔχει ἰδιαίτερη σημασία νά τονισθεῖ ὅτι ἡ ἱερότητα ἤ καί ἡ θειότητα τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ὡς μεμονωμένου φορέα τῆς εἰκόνας τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀπορρέει ἀπό τόν χριστιανισμό, ἀποτέλεσε ὄχι μόνο πηγή ἔμπνευσης γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἔθεσαν τά θεμέλια τῆς ὀντολογίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου γιά νά ἐμβαθύνουν στό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, ἀλλά βασική πηγή καί κέντρο τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἀφοῦ ὅλες οἱ σχετικές διακηρύξεις τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων κάνουν ἀναφορά τόσο στήν ἀξία τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ὅσο στήν ἐλεύθερη καί ὁλοκληρωμένη ἀνάπτυξή της. Τό γεγονός αὐτό ἀποδεικνύει ὅτι, ἀν μή τι ἄλλο, ὁ σεβασμός πρός τήν «προσωπικότητα» τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἵσως τό πλέον σημαντικό ἰδεώδες τῆς ἐποχῆς μας .

Ἐπιπλέον, ἡ θεμελιώδης σημασία καί σπουδαιότητα τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος γιά τόν κόσμο, ἔρχεται νά ἑδραιωθεῖ καί ἀπό σύγχρονους εὐρωπαίους στοχαστές, οἱ ὁποῖοι ἐπισημαίνουν ὅτι ἡ χριστιανική διδασκαλία εἶναι τόσο σημαντική, ὥστε «ὅλες οἱ ἐπαναστάσεις τοῦ νεώτερου κόσμου, ἀνάμεσά τους βεβαίως καί ἡ οἰκουμενική Διακήρυξη τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, ἔχουν τίς καταβολές τους στόν χριστιανισμό, ἀκόμη καί ἄν ὡς πρός τό δόγμα τους ἦταν ἄθεες».

Πράγματι, τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου ἀποδείχθηκαν, κυρίως τούς δύο τελευταίους αἰώνες, μία δυναμική πραγματικότητα ἰκανά ὄχι μόνο νά ἀντιμετωπίζουν τίς νέες ἤ καί αἰφνίδιες παγκόσμιες κρίσεις καί προκλήσεις, ἀλλά νά ἐξελίσσονται ἤ καί νά προσαρμόζονται στά νέα δεδομένα, ἀκόμη δε καί νά ἀνταποκρίνονται στίς μεγάλες κρίσεις τῆς σύγχρονης πολυπολιτισμικότητας .

Εἶναι λοιπόν προφανές, ὅτι στήν ἐποχή τῆς σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, τῶν πολυπολιτισμικῶν κοινωνιῶν καί τοῦ πλουραλισμοῦ, τῶν κατάφορων καί προκλητικῶν παραβιάσεων ἤ καί ἀντιφάσεων, στήν ἑποχή ὅπου ἡ ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια καί ἐλευθερία καταρρακώνεται στό βωμό τῶν πολιτικῶν συμφερόντων καί οἰκονομικῶν σκοπιμοτήτων, ἀλλά καί σέ μία ἐποχή ἐξάρσεως τοῦ ἐθνικισμοῦ, τά ἀνθρώπινα δικαιώματα βρίσκονται καί σήμερα στό ἐπίκεντρο τοῦ παγκοσμίου ἐνδιαφέροντος, ἀφοῦ καλοῦνται νά παίξουν ἕναν καθοριστικό οἰκουμενικό εἰρηνοποιητικό ρόλο μέ βάση τόν σεβασμό τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας, ἡ ὁποία καί ἀποτελεῖ τό κεντρικό σημείο ἀναφορᾶς τους.

Πράγματι, ἡ Οἰκουμενική Διακήρυξη τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου πού υἱοθετήθηκε ἀπό τή Γενική Συνέλευση τοῦ Ὀργανισμοῦ Ἡνωμένων Ἐθνῶν (Ο.Η.Ε.) τόν Δεκέμβριο τοῦ 1948 ἀποτέλεσε καί συνεχίζει ἕως σήμερα νά ἀποτελεί τό θεμελιώδες ὑπόβαθρο γιά τήν θέσπιση ἤ καί καθορισμό τῶν βασικῶν ἀρχῶν πού ἐξασφαλίζουν τήν ἐλευθερία, τή δικαιοσύνη, τήν εἰρήνη καί τήν ἰσότητα μεταξῦ τῶν λαῶν τοῦ κόσμου, καθώς καί τό ὑψηλότερο κοινό ἱδανικό πού ἀφορᾶ στό σεβασμό, στήν αξία καί στήν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.

Ἔτσι, μετά τό τέλος τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κρίθηκε ἐπιτακτική ἡ ἀνάγκη, προκειμένου νά ἀποφευχθεῖ στό μέλλον ὁποιαδήποτε παρόμοια κτηνωδία ἤ καί ἀπαξίωση τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως, γιά τήν ἑδραίωση ἑνός καταλόγου Δικαιωμάτων πού θά διαφυλάττουν ἀκέραια τόσο τήν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως, τήν ἐλευθερία τοῦ λόγου, τῆς ἐργασίας, τῆς ἐκπαιδεύσεως, τῆς ἐκφράσεως, τοῦ συνέρχεσθαι καί συνεταιρίζεσθαι, ὅσο καί γενικότερα τήν ἐλευθερία τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, τά ὁποῖα καί θά συνέβαλαν ἀποφασιστικά στήν προώθηση καί ἐξέλιξη τῆς κοινωνικῆς προόδου. Μέ λίγα λόγια ξεκίνησε ἡ διαδικασία πραγματικῆς διεθνοποίησης τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου μέ τή σταδιακή ἔνταξή τους στό διεθνές δίκαιο, καίτοι, ἡ διατύπωση ἤ και ἡ προώθησή τους ἔγινε ὑπόθεση διεθνῶν ἐπιτροπῶν.

Μολονότι θά μπορούσε νά θεωρηθεῖ εὔλογα ἀφάνταστο ἤ ἀκόμη καί τραγικό τό γενόνος αὐτό γιά τήν κοινωνία μας, ἤτοι νά φθάνουμε στό σημείο νά διεκδικοῦμε ἤ καί νά νομιμοποιοῦμε τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, ἀντί νά τήν θεωροῦμε ἀδιαπραγμάτευτο δεδομένο, ἐντούτοις ἡ Οἰκουμενική Διακήρυξη τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων καίτοι «οἱ περισσότεροι εἰδικοί ἀναφέρουν ὅτι πρόκειται γιά μία ἰδέα μοντέρνα» , δεν ἀναφέρεται, θά λέγαμε στό περιεχόμενό της, ἀπλά σέ «μοντέρνες» καί ἀφηρημένες μόνο θεωρητικές ἀρχές ἤ καί σέ στατικές τυπικές ἐκφράσεις.

Ἀντιθέτως, ἀποτελεῖ μία δυναμική πραγματικότητα πού ἀπορρέει τόσο ἀπό τή λογική, ὁσο καί ἀπό τή συνείδηση τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, πού στό περιεχόμενό της ὑπογραμμίζει ἀφ’ἑνός μέν τήν ἄρρηκτη σχέση τῶν θεμελιωδῶν ἐλευθεριῶν μέ τήν κοινωνική δικαιοσύνη, τήν εἰρήνη καί τήν ἀσφάλεια, ἀφ’ἑτέρου δε τήν ἱσοτιμία τῶν πολιτικῶν, κοινωνικῶν καί πολιτιστικῶν δικαιωμάτων καθώς καί τή μεταξύ τους ἀλληλεξάρτηση .

Βεβαίως, τό γεγονός ὅτι τά ἀνθρώπινα δικαιώματα θέτουν ὡς κέντρο τους τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί θεμελιώνονται στήν ἰδέα ὅτι ἀπόλυτη ἀξία ἔχει ὁ ἄνθρωπος ὡς ἡθικῆ ὀντολογική ὕπαρξη δέν σημαίνει ὅτι ὁ πολιτισμός στερεῖται ἀξίας. Ἀπεναντίας, ὡς θεμελιώδεις ἀξίες, προφυλάσσουν καί καθιστοῦν δυνατό τόν πολιτισμό, δίνοντας στήν πολιτισμική ἔκφραση τήν ἀληθινή της θέση καί ἀξία, ἀφοῦ στό ὅνομα τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας, ἡ ἰδέα τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων ἀπαιτεῖ τή σχετικοποίηση τοῦ δικοῦ μας ἐπιμέρους πολιτισμοῦ μέ στόχο τό «ὕψιστο πολιτικό ἀγαθό» , ἤτοι τήν αἰώνια εἰρήνη, μέσα ἀπό τήν ὁποία προωθεῖται ἡ διαπολιτισμική συνεργασία, ἡ δημιουργική ἔκφραση καθώς καί ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν πολιτισμῶν .

Ἀναμφίβολα, ἡ Ορθόδοξη Εκκλησία ἀναγνωρίζει καί σέβεται τή Διακήρυξη τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων τόσο ὡς ἐμπνευσμένο κατόρθωμα, ὅσο καί ὡς κορυφαίο επίτευγμα τῆς ἀνθρώπινης βουλήσεως, ἀφοῦ πηγή της ἀποτελεῖ ὁ ἄνθρωπος. Σέ ἀντίθεση μέ τον δυτικό πολιτισμό, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται κυρίως ἀπό ρώσους φιλοσόφους «ὡς ξένος πρός τήν Ὀρθοδοξίαν» , ἀφοῦ δομικό στοιχείο του εἶναι τό ἀκοινώνητο ἄτομο καί τά δικαιώματά του, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προβάλλει ἑναν χαρακτήρα ἀποφασιστικά «ἀντιατομιστικό».

Ἔτσι, μολονότι ὁ λόγος Της ὑπήρξε πάντοτε διακριτικός ὡς μία ὀφειλετική παρέμβαση ὑπέρ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ προσέγγιση τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου ἐπικεντρώνεται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στόν κίνδυνο ἐκπτώσεως τοῦ ἀτομικού δικαιώματος, στόν ἀτομοκεντρισμό, στόν δικαιωματισμό, ἤ καί στόν ὑποκειμενισμό, ἀφού τά δικαιώματα τοῦ άνθρώπου μετατρέπονται εὔκολα σέ ὑποκειμενικά αἰτήματα, προκειμένου νά προφυλάξουν τήν ἰδιωτική σφαίρα τοῦ ἀτόμου. Ἀσφαλῶς, μία τέτοια ἐκτροπή μπορεῖ ἀφ’ἑνός μέν νά λειτουργήσει εἰς βάρος τοῦ κοινοτικοῦ περιεχομένου τῆς ἐλευθερίας, ἀφ’ἑτέρου δε νά ὑποσκάψει τά θεμέλια τῶν κοινωνικῶν ἀξιών τοῦ ἔθνους, τῆς θρησκείας, τῆς οἰκογενείας , ἀλλά καί τῆς ἱσότητας τῶν δύο φύλων.

Ἄλλωστε, ἡ εμβληματική διακήρυξη τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παῦλου ὅτι «οὐκ ἔνι Ἰουδαίος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θήλυ∙ πάντες γάρ ὑμεῖς εἰς ἐστέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» ὑπενθυμίζει σέ ὅλους μας ὅτι ἡ ἀναγνώριση τῆς ἱσότητας ἤ καλύτερα τῆς ἱσοτιμίας τῶν ἀνθρώπων βρίσκει τό πραγματικό της περιεχόμενο μόνο ἐν Χριστῷ καί ὅτι ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἶναι μία ζωντανή πραγματικότητα χάρη στόν Ἐνανθρωπήσαντα Κύριο.

Γιά τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου κατοχυρώνονται, ὄταν συνδέονται μέ τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα καθιστοῦν τόν ἄνθρωπο ὑπεύθυνο καί ἐλεύθερο ἀπέναντί του. Τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ πού ἀπορρέουν τόσο μέσα ἀπό την τήρηση τῶν ἐντολῶν Του, ὅσο καί μέσα ἀπό τό εὐαγγελικό μήνυμα τῆς ἀγάπης συνεπάγονται τήν ἐφαρμογῆ τῆς δικαιοσύνης στήν καθημερινή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Τό γεγονός αὐτό σημαίνει ὅτι ὅταν τά δικαιώματα αὐτά γίνουν σεβαστά, τότε ἔτσι γίνονται σεβαστά καί τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καί μέ τόν τρόπο αὐτό ἱκανοποεῖται ὁ βαθύτερος ἀνθρώπινος πόθος γιά ἐλευθερία καί ἱσοτιμία .

Συνεπῶς, γιά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ἡ θεμελίωση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων δέν στηρίζεται ἀπλά στήν ὀρθή λειτουργία τῆς κοινωνίας, ἀλλά μετατίθεται σέ μία διαφορετική κεντρική βάση, ἤτοι τήν ὀντολογική ὕπαρξη τοῦ προσώπου σέ μία ἁγιαστική καί ἐλεύθερη κοινωνία ἀγάπης μεταξύ τῶν προσώπων μέ κριτήρια τόσο τόν σεβασμό στό πρόσωπο αὐτό καθ’ ἑαυτό ὡς κατ’ εἰκόνας τοῦ Θεοῦ δημιουργία, ὅσο καί τήν ἀνιδοτελῆ ἀγάπη στόν πλησίον πέρα ἀπό τόν ἀτομοκεντρισμό, τήν σκοπιμότητα καί τήν ἰδιοτέλεια.

Ἄλλωστε, ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία πού ἀποτελεῖ ὑψιστη δωρεᾶ τῆς θείας χάριτος δέν διεκδικεῖ δικαιώματα, ἀλλά τίθεται σέ ἕνα πλαίσιο ἀγάπης ἐντεταγμένο σέ μία ἀνυπέρβλητη κίνηση πρός τόν πλησίον. Γιά τόν λόγο ἀυτό, ἡ ἐπιδίωξη τῆς Ἐκκλησίας προβάλλει πολύ πιό ἐπαναστατική ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη πολιτική ἤ κοινωνική ἐπιδίωξη, διότι πολύ ἀπλά δέν μεριμνᾶ μόνο γιά τήν παγκόσμια εἰρήνη, τή δικαιοσύνη ἤ καί τήν εὐημερία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κυρίως νοιάζεται νά μεταμορφωθοῦν οἱ ἄνθρωποι σέ ἀληθινούς ἀνθρώπους, «σέ τέκνα φωτός» , σέ ἀληθινά πρόσωπα.

Σᾶς εὐχαριστῶ!

Ο Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος ΓΑΒΡΙΗΛ