Η θεολογική Σχολή της Χάλκης

Το Σάββατο 14 Μαρτίου 2015 ο σύνδεσμος Μικρασιατών Ν. Φιλαδελφείας «Οι αλησμόνητες Πατρίδες» παρουσίασε -με αφορμή την 54η επέτειο της αποφοίτησης της Α.Π.Θ. του Οικουμενικού Πατριαρχείου κ.κ. Βαρθολομαίου Α”- το ιστορικό ντοκιμαντέρ υπό τον τίτλο » Η Σιωπηλή Σχολή – Μία αναδρομή στην Ιστορία της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης». Ο Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας Πανοσιολ. Αρχιμ. Επιφάνιος Αρβανίτης έκανε σχετική ομιλία για τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας:

Σε μία από τις τρεις κορυφές του νησιού της Χάλκης, στο κέντρο των Πριγκιποννήσων, στη θάλασσα του Μαρμαρά, μία ώρα περίπου με το πλοίο από την Κωνσταντινούπολη, είναι κτισμένη σαν σε βάθρο η παλαίφατος Μονή, το καύχημα του Σεπτού Οικουμενικού Θρόνου που έχει συνδέσει άρρηκτα το όνομα της με την ιερή επιστήμη της Θεολογίας και την περί­φημη Θεολογική Σχολή της.

Στον λόφο αυτό, τον επονομαζόμενο «της Ελπίδος», ιδρύ­θηκε στους βυζαντινούς χρόνους η Μονή της Αγίας Τριάδος, πού συνδέεται με τον Μεγάλο Φώτιο και εν συνεχεία με τους ιδρυτές της Πατριάρχες Μητροφάνη Γ΄ και Γερμανό Δ΄. Ο τελευταίος επισκέφθηκε τον Σεπτέμβριο του 1842 την από του έτους 1821 ερειπωμένη μονή και κατόπιν αδείας ανέλαβε την ανίδρυση των οικοδομημάτων της. Δύο χρόνια αργότερα, την 1η Οκτω­βρίου 1844, ευλογήθηκε η έναρξη της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Σχολή της Χάλ­κης εισήλθε στην νεώτερη περίοδο της ιστορίας της. Το σημερινό λαμπρό οικοδόμημα ανεγέρθη με χορηγεία τοῦ Παύλου Σκυλίτση Στεφάνοβικ από τον αρχιτέκτονα Περικλή Φωτιάδη και εγκαινιάστηκε το 1896.

Η μορφή την οποία παρουσίαζε η σχολή ήταν μιας αδελφό­τητος εγκατεστημένης εντός της γαλήνης της φύσεως και αφοσιωμένης στην ακαδημαϊκή και λειτουργική ζωή, κατά τα πρότυπα των παλαιφάτων εκκλησιαστικών σχολών της Κωνσταντινουπόλεως και της χριστιανικής Ανατολής. Η βιβλι­οθήκη της Σχολής έχει ιστορία, οι απαρχές της οποίας ανάγο­νται στά βυζαντινά χρόνια, στον όσιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, τον Μεγάλο Φώτιο και την Αικατερίνη την Κομνηνή. Πρώτος ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης κάνει λόγο για τη Μονή «της Χαλ­κίτου» και το κάλλος της τοποθεσίας. Η Μονή «της Χαλκίτου» ήδη από τις αρχές του 9ου αι. αποτελούσε λοιπόν ένα οργανω­μένο πνευματικό καθίδρυμα συνασκουμένων πατέρων.

Η αίγλη της Σχολής διεκόπη αιφνιδιαστικά το 1971, όταν η Τουρκική κυβέρνηση απαγόρευσε διά νόμου τη λειτουργία ιδιωτικών ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και συνεπώς και του Θεολογικού Τμήματος της Σχολής. Οι άοκνες προσπά­θειες για την επαναλειτουργία της δυστυχώς έμειναν άκαρπες. Το κλείσιμο της Σχολής αποτέλεσε σοβαρότατο πλήγμα για την Ορθοδοξία, διότι κατέστη ανενεργό ένα σημαντικό πνευ­ματικό φυτώριο και επιτελικό κέντρο ζωής και δράσεως της Πρωτοθρόνου Εκκλησίας της Κων­σταντινουπόλεως. Η ιστορική Θεολογική Σχολή άνοιξε για πρώτη φορά μετά από 40 χρόνια από την αναστολή της λει­τουργίας της, για τη φιλοξενίας μιας εκθέσεως που εγκαινίασε ο Παναγιώτατος Σεπτός Προκαθή­μενος. Στις εγκαταστάσεις της προσέρχονται σήμερα προσκυ­νηματικά πολυάριθμοι πι­στοί και φίλοι της Ορθοδοξίας, ενώ πρόσφατα με πρωτοβουλία του Οικουμενικοῦ Πατριάρχου διοργανώνονται διεθνή Οι­κολογικά Συμπόσια και Συνέδρια με εκλεκτές συμμετοχές από όλο τον κόσμο. Η Μονή της Αγίας Τριάδος εξακολούθησε χωρίς διακοπή την πορεία της. Πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι Μονή και Σχολή ενσάρκω­ναν το ίδιο πνεύμα, το πνεύμα της Χάλκης, και συνα­ποτελού­σαν μία ενιαία πρόταση παιδείας και ζωής.

Η κατά Χριστόν παιδεία στη Χάλκη βιωνόταν στην πράξη ως ενότητα Εκκλησίας και παιδείας, άσκησης και γνώσης, φι­λοκαλίας και θεολογίας. Θεμελιωνόταν στην άρρηκτη σύζευξη του «ζην» με το «ευ ζην» και το «ζην κατά Χριστόν». Γράφει ο Καθηγητής Κωσταντίνος Δεληκωσταντής, ο οποίος είχε την ευλογία να σπουδάσει στη Χάλκη τα τελευταία χρόνια λει­τουργίας της: «Νέοι από όλο τον κόσμο ζούσαμε τέσσερα έως επτά χρόνια στο θρανίο και στο στασίδι, στον ναό και στην τάξη, στο αναγνωστήριο και στο αναλόγιο χωρίς εσωτερικούς διχα­σμούς. Ένα αυστηρό αλλά φιλάνθρωπο πρόγραμμα μαθημάτων, μελέτης, επαφής με τη φύση, κοινότητας του βίου και ανέμελης κοινωνικότητας σε συνδυασμό με τη λειτουργική ζωή θεμελίω­ναν ένα παράξενο δέσιμο με τα πρόσωπα, τον ευλογημένο χώρο και τα αντικείμενα, όπως στο πατρικό μας σπίτι. Ο γεμάτος ιστορικές μνήμες τόπος, η εγγύτητα στη Βασιλεύουσα, η άμεση σύνδεση με το κέντρο της Ορθοδοξίας μάς δέσμευαν και μας ενέπνεαν. Η τεράστια ιστορική βιβλιοθήκη, αστείρευτη πηγή σοφίας, η συνεχής προσωπική επαφή με τους δασκάλους μας, το φωτεινό πρόσωπο του ηγουμένου και σχολάρχου, μας έκαναν να αισθανόμαστε πραγματικοί «μαθητές». Νιώθαμε βαθιά ότι η παιδεία, η ελευθερία και η αγάπη χρειάζονται κόπο και χρόνο για να ριζώσουν. Πρέπει να μοχθήσουμε για να μάθουμε να αγα­πάμε, να ταπεινωνόμαστε, να είμαστε ελεύθεροι, να μαθαίνουμε. Πνεύμα σημαίνει άσκηση, πειθαρχία, ταπεινοφροσύνη».

Από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης αποφοίτησε πλειάδα αξιόλογων πνευματικών ανδρών, πολλοί από τους οποίους ανήλθαν στα ύπατα εκκλησιαστικά αξιώματα, ενώ άλλοι πρωτοπόρησαν στα γράμματα και τις επιστήμες. Οπωσ­δήποτε το πνευματικό και φυσικό περιβάλλον της Σχολής υπήρξε σημαντικός παράγων για την ανάδειξη κορυφαίων προσωπικοτήτων. Στις εξέχουσες πνευματικές φυσιογνωμίες αποφοίτων της Χάλκης συγκαταλέγονται πολλοί ιεράρχες και πανεπιστημιακοί καθηγητές, μεγάλες προσωπικότητες της Ορθοδοξίας: ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος και μακαριστοί Ιεράρχες, μεταξύ των οποίων ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Παρθέ­νιος, ο Αρχιεπίσκοπος Αμερι­κής Ιάκωβος, ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων, καθώς και ο συγ­γραφέας Γεώργιος Βιζυ­ηνός.

Αναμφισβήτητα, όσοι μαθήτευσαν στη Χάλκη γνώρισαν και διδάχθηκαν την προτεραιότητα του βιώματος έναντι στη στενή γνώση. Ό,τι διδάσκονταν στην τάξη δεν ήταν ποτέ αφη­ρημένο και αποκομμένο από τη ζωή. Δεν υπήρχε χάσμα μεταξύ θεολογίας και ζωής, παρόλο βεβαίως που στη Θεολογία δεν λείπουν εντελώς οι ακαδημαϊκές παρεκκλίσεις. Η καλλιέργεια της ιεράς επιστήμης είχε χαρακτήρα υπαρξιακό, έδενε με την εμπειρία και η Θεολογία αποτελούσε οργανική συνέχεια και έκφραση της εν Χριστώ ζωής.

Η Χάλκη αντιπροσώπευε το αληθινό νόημα και τη γοη­τεία της άσκησης: μιας άσκησης χωρίς καταπίεση και κατή­φεια, αδιάσπαστα δεμένης με την ευχαριστιακή σχέση προς τη Δημιουργία, απαλλαγμένης από όσα διχάζουν τον άνθρωπο εσωτερικά και διχάζουν τους ανθρώπους και μεταξύ τους. Αν η άσκηση αντιπροσωπεύει την πεμπτουσία της χριστιανικής ζωής και της ελευθερίας μας ως προσώπων, η Χάλκη μεταλα­μπάδευε στους μαθητές της τη θρησκεία ως βιωματική ελευθε­ρία, ως κατάφαση της ζωής, ως πνευματικό αγώνα με πίστη και ανα­στάσιμη ελπίδα, ως μια κριτική αλλά ανοικτή θρησκευτικό­τητα που πλουτίζει και ανυψώνει τον άνθρωπο, που δεν παρέ­χει απλώς φάρμακα εφήμερης παρηγορίας εκμεταλλευόμενη τον ανθρώπινο πόνο, αλλά τον θεραπεύει και τον ανανοημα­τοδο­τεί.

Το πνεύμα της Χάλκης είναι το ίδιο το πνεύμα του Οικουμε­νικού Πατριαρχείου. Είναι το πνεύμα του διαλόγου μεταξύ των Εκκλησιών και των θρησκειών. Είναι η ευαισθησία και η αγωνία για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Είναι η ορθόδοξη πρόταση ζωής. Είναι η ίδια η δύναμη και το πνεύμα της Ρωμιο­σύνης: εκείνη η πολίτικη αρχοντιά χωρίς

συμπλέγματα κατω­τερότητας απέναντι στη Δύση, χωρίς αντιευρωπαϊκές εξάρσεις. Είναι η θεολογική θεώρηση του προσώπου, η αλήθεια ως κοι­νωνία μέσα στον σύγχρονο κυκεώνα των εγωισμών. Είναι το πνεύμα της άσκησης, η διακονία πέρα από τις ιδιοτέλειες και τις ατομικές διεκδικήσεις. Είναι το σταυρικό και αναστά­σιμο μήνυμα της ελπίδας μέσα στο διάχυτο υπαρξιακό κενό.

Σήμερα η Χάλκη μιλά με τη σιωπή της. Τα άδεια θρανία της αποτελούν μομφή έναντι εκείνων που δεν κατάλαβαν, δεν σεβάστηκαν, δεν άντεξαν το πνεύμα της. Αυτό το πνεύμα όμως παραμένει ακόμη ζωντανό στη Μονή της Αγίας Τριάδος και στο ιερό Φανάρι. Το εκφράζουν, σχεδόν σαν ελεύθεροι πολιορ­κημένοι, ο Οικουμενι­κός μας Πατριάρχης και ο αξιώτατος ηγούμενός της, Σεβα­σμιώτατος Μητροπολίτης Προύσης κ. Ελ­πιδοφόρος. Διδάσκουν σε ολόκληρη την Οικουμένη ότι ζωή και ύπαρξη σημαίνει σταυρός και θυσία, ότι κάθε πορεία προς την Ανάσταση περνάει από τον Γολγοθά. Αν μας επιτρέπεται να παραφράσουμε τον μεγάλο Κυρηναίο του Γένους μας, τον Παναγιώτατο Πα­τριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, στα λόγια του προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Υπάρχουμε, επειδή ξέρουμε να σηκώνουμε τον σταυρό μας και να μην χάνουμε την ελπίδα μας.

Το πνεύμα της Χάλκης είναι το διαχρονικό πνεύμα της Οικουμενικής Ορθοδοξίας: το πνεύμα της ειρήνης και της κα­ταλλαγής, της καλλιέργειας της γνώσεως ως ομόνοιας, της ελευθερίας ως αγά­πης, της ομορφιάς ως σχέσης. Από αυτή την αείρροη πηγή αντλούμε και σ’ αυτήν προσβλέπουμε ακόμη και σήμερα. Αυτό το πνεύ­μα με­τα­λαμ­πα­δεύεται σήμερα στους φοι­τη­τές του Ορ­θο­δό­ξου Ιν­στι­τού­του του Chambésy στη Γενεύη, όπου θεμελιώ­θηκε μία νέα Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή τῆς Χάλ­κης με το όραμα μιας Ορθοδο­ξίας ικανής να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις των σύγ­χρονων καιρών και να εργασθεί σκληρά με αυτή την προο­πτική.

Η αναστολή της λειτουργίας της Σχολής δεν έκαμψε το αγωνιστικό φρόνημα για την άρση μιας ιστορικής αδικίας εις βάρος ενός υπεραιωνόβιου ιερού πνευματικού καθιδρύματος με οικουμενικό χαρακτήρα και αναγνώριση. Το αίτημα της επα­ναλειτουργίας της κατέχει κεντρική θέση στα οράματα της Ορθοδοξίας. Αυτό το παιδευτικό στολίδι και ιερό φυτώριο της Ορθοδοξίας, απ’ όπου προήλθαν τόσες φυσιογνωμίες που πε­ρικόσμησαν και περικοσμούν τους μητροπολιτικούς θρόνους της Ελλάδος και της καθ’ ημάς Ανατολής, απ’ όπου ανέβλυσαν τα ευσεβή νάματα της σοφίας, της επιστήμης και της εκκλησι­αστικής παιδείας. Ακόμη περισσότερο, καθίσταται πανανθρώ­πινο σύμβολο διεκδίκησης του αγαθού της ελευθερίας τής γνώσεως και της παιδείας. Αρκεί η φλόγα που άναψε αυτό το «ομοδίαιτον και ομόσπουδον ιερόν σχολαστήριον», να εξακο­λου­θεί να φωτίζει «ὡς λύχνος ἐν τόπῳ αὐχμηρῷ, ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ» (Β΄ Πέτρου 1, 19). Ας ευχηθούμε όλοι ο Θείος Δομή­τωρ της Εκκλησίας να ενεργήσει εις ευόδωσιν των αγώνων για την επαναλειτουργία της.