Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα!

σκέψεις στον ευαγγελικό αναγνωσμα της Κυριακής 22 Ιανουαρίου 2017 (Η Σωτηρία του Ζακχαίου, Λουκ. ιθ’, 1-10)

Περνούσε ο Χριστός από μια πόλη. Τότε, μαζεύτηκε κόσμος γύρω Του. Ο τελώνης Ζακχαίος θέλησε να δει τον Χριστό αλλά το ανάστημά του δεν τον βοηθούσε. Ανέβηκε τότε σ’ ένα δένδρο. Ο Χριστός του είπε να κατέβει και ότι θα ξεκουραστεί το βράδυ στο σπίτι του. Τότε οι παρόντες δυσανασχέτησαν, δεδομένου ότι οι τελώνες ήταν κακόφημοι. Μάλιστα είπαν: “μα, πώς ο δάσκαλος θα περάσει το βράδυ στο σπίτι αυτού του αμαρτωλού;” Ο Ζακχαίος όμως μετανόησε κι ο Κύριος φανέρωσε τη σωτηρία του πρώην τελώνη.

Ο πειρασμός της κατακραυγής είναι τεράστιος. Περπατάμε στο ίδιο χώμα με τους άλλους ανθρώπους και παρά της διαφορά του σωματικού ύψους, το ότι βαδίζουμε στην ίδια γη και ότι το νερό που πίνουμε έρχεται από τις ίδιες πηγές, μας κάνει όλους ίσους. Σα να ‘χουμε το ίδιο ύψος ώστε κανένας να μην υψώνεται παραπάνω από τον άλλον. Και δε μιλάμε για το ύψος του σώματος αλλά για την απαλλαγή απ’ τον εγωισμό του πνεύματος.

Πόσο μάλλον, για ‘μας, τους χριστιανούς, που ομολογούμε ότι πάνω σε τούτη τη γη που πατάμε, έλαβε σάρκα ο Θεός ενώ το ίδιο νερό που μας ξεδιψά, αγίασε στη Βάπτισή Του. Για τους χριστιανούς ψηλότερα δε στέκεται μήτε άνθρωπος, μήτε άγγελος, αλλά ο Σταυρωμένος κι Αναστημένος Χριστός. Ο Θεός που μας ενώνει και υψώνεται πάνω απ’ όλους μας δεν είναι ούτε πολέμαρχος, ούτε εξουσιαστής αλλά πληγωμένος και νικητής, λαβωμένος πρώτα απ’ την ίδια την ανθρώπινη κατακραυγή: άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν!

Η κατακραυγή μας ψηλώνει από τους άλλους. Μας κάνει να αισθανόμαστε άρτιοι κι ανώτεροι. Η κατακραυγή καταστρέφει την ενότητα που μας εγκαινίασε ο Χριστός. Κάθε φορά που θα σηκώσουμε το δάχτυλο για να δείξουμε τον άλλον, κρίνοντάς τον, να σκεφτούμε ότι δεν γινόμαστε μονάχα σαν εκείνους του σημερινού Ευαγγελίου οι οποίοι απορούν με τον Κύριο που θέλησε να περάσει το βράδυ στο σπίτι του αμαρτωλού. Γινόμαστε επίσης σα κι εκείνους τους Ιουδαίους που όταν ο Πιλάτος τους ρώτησε αν θα έπρεπε να σταυρωθεί ο Ιησούς ή όχι, εκείνοι περίτρανα φώναξαν το “άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν”.

Ο Χριστός θέλησε να ξεκουραστεί στο σπίτι εκείνου που η κοινωνία της εποχής τον είχε για ανήθικο και προδότη. “Κατέβα γρήγορα” του λέει. Στους παρόντες κι ευσεβοφανείς αυτό δεν άρεσε καθόλου. Στον ευσεβοφανή, η μετάνοια του αδελφού είναι σκάνδαλο. Αυτός που προσποιείται τον ευσεβή, έχει υπερυψώσει τον εαυτό του πάνω από τους άλλους. Κάνοντας τον άμεπτο. Αυτή είναι η υποκρισία. Πώς να δεχτεί ο υποκριτής, με τον τόσο εγωισμό, ως αδελφό του, ως ίσο μ’ αυτόν, τον κακόφημο, τον δακτυλοδεικτούμενο κι ονομαστό κοινωνικά αμαρτωλό;

Ας φανταστούμε λοιπόν την αντισυμβατικότητα του Χριστού για τα δεδομένα της εποχής σ’ αυτή Του την πράξη αφού σκανδαλίσθηκαν πάντες οι παρόντες. Μαζί όμως να σκεφτούμε και τη συνέπειά Του. Ο καλός ποιμένας θ’ αναζητήσει ακόμα και στα τρίσβαθα της κοινωνίας τα πρόβατα της ποίμνης Του: θ’ αναζητήσει τον καθένα ακόμα κι εκεί που κανένας δεν το περιμένει. Για το “Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα” -της δικής μας ζωής- ζούμε.

Ιάσων Ιερομ.