Χριστός και σκοτάδι, μαζί δεν πάνε

σχόλιο στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής 17 Ιουλίου 2016 (Ματθ. ε’, 14-19)

Εύκολα θα πεις ότι “σκοτίστηκα, δεν με νοιάζει, δεν με αφορά” κι εκεί που θα κλειστείς στον εαυτό σου και τίποτε δεν σε αφορά, θα βάλεις χρώμα μαύρο και με σκοτάδι θα ντύσεις την πραγματικότητα που σε κάνει να θέλεις να φύγεις, να παραιτηθείς γιατί βαριέσαι και βαριέμαι να ασχοληθούμε με τον Άλλο, γιατί αυτό θέλει στ’ αλήθεια κότσια. Αυτό το “σκοτίστηκα” της καθομιλουμένης μας γλώσσας, δείχνει ακριβώς αυτήν την ετυμολογική συνάντηση της παραίτησης με το σκοτάδι. Θα ακούσεις σήμερα παντού να λένε “έλα μωρέ, κοίτα τον εαυτό σου και παράτα τους άλλους. Διώξε τις αρνητικές σκέψεις. Κοίτα εσύ να “σαι καλά”. Και καταλήγουμε ν’ αναζητούμε μια κάποια σπουδαιότητα μες στο σκοτάδι του αυτοπεριορισμού μας.

Όταν λέει κάποιος ότι πράττει το θέλημα του Θεού, δε μπορεί να πλανάται σε τέτοιους αυτοπεριορισμούς. Ξέρεις πότε θα γίνεις στ’ αλήθεια σπουδαίος; Πότε θα ονομαστείς μεγαλύτερος; Όταν πράξεις και δείξεις στον άλλον πως να πράττει. Στην αναζήτηση της σπουδαιότητας προτεραιότητά σου να ‘ναι ο άλλος. Κι άσε τον άλλον να πει αν είσαι σημαντικός ή όχι. Το βλέπεις στους Πατέρες, που κάνανε θαύματα τη μέρα και τη νύχτα ζητούσαν το Έλεος του Θεού για τις αμαρτίες τους. Δεν είπαν “είμαστε φτασμένοι τώρα, σκοτιστήκαμε, δε μας νοιάζει τίποτε, τονε σώσαμε τον εαυτό μας”. Μαζί τους σήκωναν και τις θλίψεις όλου του κόσμου και δεν σκοτίζονταν γι’ αυτές. Τις έκαναν προσευχή κι έτσι το φως τους λάμπει πάνω από όλα τα βουνά και φωτίζει κάθε σκοτεινό σημείο του νοητού μας σπιτιού, της οικουμένης. Και βλέπεις τα ασκηταριά των καλογήρων, να λάμπουν σα να ‘ναι το ψηλότερο σημείο της γης.

Δεν μας αρέσει να σηκώνουμε τίποτα στον ώμο. Εδώ, δεν αντέχουμε τα δικά μας, θ’ ασχοληθούμε με τ’ αλλουνού; Μα ακόμα και να ασχοληθούμε, παραμονεύει ο σατανάς λογισμός που λέει: “είσαι άψογος…Τι καλός που είσαι!”. Κι έπειτα, άμα το πιστέψεις, κρίνεις ότι είσαι για τους άλλους αναγκαίος. Υπερυψώνουμε τους εαυτούς μας και χωμένοι στο σκοτάδι μας δεν λάμπουμε και μάταια νομίζουμε ότι συμβαίνει. Ξεχνάμε την αγάπη, αρχίζουμε να λυπόμαστε. Για παράδειγμα, δίνω σε κάποιον ελεημοσύνη και σκέφτομαι: “αχ, τον καημένο!”. Αφήνω ένα κέρμα…. και αισθάνομαι τόσο όμορφα: μιαν αυτοδικαίωση. “Μηδένισα το κοντέρ των αμαρτιών μου, έδωσα ελεημοσύνη, χάθηκαν οι αμαρτίες μου”. Κι η αλήθεια είναι ότι πορνεύσαμε βαθιά, κάναμε χρήση της ανάγκης του άλλου για την δική μας ευχαρίστηση.

Άμα δεν αγαπήσουμε τον εαυτό μας, πώς θ’ αγαπήσουμε τον άλλον; Κι αν δεν τον αγαπήσουμε πώς θα αναπαύσουμε; Αυτή κι η διαδρομή απ’ το σκοτάδι μας στο φως κι από ‘κει στη Βασιλεία.
Ντόμπρους μας θέλει ο Χριστός, συμφωνία πράξης και λόγου.

Ιάσων Ιερομ.