Ημερολόγιο Τεσσαρακοστής Δ’

Βιαζόμαστε και στη βιασύνη μας αυτή, είμαστε ανυποχώρητοι. Θέλουμε κι αγωνιούμε στ’ αλήθεια γι’ αυτό, να κατακτήσουμε τα πάντα χωρίς τον μηδαμινό αγώνα. Κι έτσι, πάμε να κάνουμε κάτι, ένα βήμα και, συχνά, πριν ακόμα το κάνουμε, γκρεμιζόμαστε, ίσως και χειρότερα από πριν. Βλέπεις τα ασκητικά κείμενα, τις προτροπές δηλαδή των αββάδων της ερήμου στους μαθητές τους: “τήρει σεαυτόν ἀκριβῶς”. Αυτό το “τήρει” βγαίνει από το ρήμα “τηρέω” και αυτό με την σειρά του από τη λέξη “τηρός” που θα πει “φρουρός”. Επίσης αυτό το “τήρει” εμπεριέχεται τόσο στην επιτήρηση, όσο και στην παρατήρηση.

Έρχομαι λοιπόν θέλοντας να παραφυλάξω τον εαυτό μου ακριβώς, πρώτα να τον παρατηρήσω για να τον επιτηρήσω και, αν θέλω να είμαι του Χριστού, να τον κρατήσω, ουσιαστικά, σε συμπόρευση με τον ίδιο τον Χριστό. Το συχνότερο πρόβλημα των ανθρώπων είναι ότι μπαίνουμε σε διαδικασίες στην καθημερινότητα μας, χωρίς να έχουμε μπει ποτέ στην διαδικασία της παρατήρησης του ίδιου μας του εαυτού. Αφήνουμε λοιπόν το πρώτο βήμα και πάμε απ’ ευθείας στο δεύτερο: βιαζόμαστε να μπούμε στη διαδικασία της επιτήρησης γιατί μέσα μας πιστεύουμε ότι έτσι θα είμαστε «ασφαλείς».

Φρουρούμε λοιπόν κάτι, το οποίο δεν γνωρίζουμε. Και εισερχόμαστε στην Εκκλησία και θέλουμε να κάνουμε αγώνα πνευματικό με βιασύνη, τηρώντας έναν εαυτό που, τελικά, δεν γνωρίζουμε. Δες την κλίμακα του Αγίου Ιωάννου, που γιορτάσαμε την τέταρτη Κυριακή των Νηστειών: η πνευματική άνοδος είναι κλίμακα. Σιγά-σιγά! Αν επιμένουμε ότι κάναμε βήματα πνευματικά και αισθανόμαστε μιαν αυτοδικαίωση, τότε -ίσως- θα πρέπει να το συζητήσουμε με τον πνευματικό μας. Τούτο φαίνεται στις περιπτώσεις εμμονής στους τύπους ή στην άσκηση φιλανθρωπίας. Στη δεύτερη περίπτωση, όταν η φιλανθρωπία ασκείται όχι από αγάπη στο ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά με στόχο αποκλειστικά την διεξαγωγή της ίδιας της φιλανθρωπίας. Όταν δηλαδή η πράξη γίνεται αυτοσκοπός επειδή, φερ’ ειπείν, επιβάλλεται από κάποιον κανόνα ή διαταγή.

Στην Εκκλησία δεν ακολουθούμε τον Χριστό σαν να είμαστε οπαδοί του. Οι χριστιανοί είμαστε ντυμένοι από τον Χριστό. Ανεβήκαμε στο Σταυρό μαζί Του, μπήκαμε στον Τάφο, αναστηθήκαμε μαζί Του. Αυτός είναι ο πνευματικός αγώνας μας: αφού πλέον είμαστε ένα με τον Χριστό (…άρα και μεταξύ μας!) παλεύουμε να τηρούμε τους εαυτούς μας σε ετοιμότητα ώστε ν’ απαντούμε πάντοτε στη συνεχή κλίση του Θεού που μας θέλει κοντά Του, ώστε να είμαστε παιδιά και μαθητές Του. Ο καθένας με το δικό του χάρισμα, δηλαδή, να κηρύττει ότι στ’ αλήθεια ο Κύριος αναστήθηκε, να γίνεται ομολογητής του Χριστού στον κόσμο. Δε μπορώ να είμαι χαρούμενος και να μην το λέω παντού!

Αυτός σε κάθε υποστιγμή του χρόνου, με τη Δόξα του μας ντύνει, μας οπλίζει στη σκάλα που μαζί Του αποφασίσαμε ν’ ανέβουμε. Σ’ αυτή τη περίπτωση δεν υπάρχει ανελκυστήρας και σε κάθε σκαλί κάτι περισσότερο για τον εαυτό μας θα μάθουμε. Βέβαια, εδώ οι ευκολίες του κόσμου δε χωράνε. Θέλει αγώνα για να εργαστούμε στο μυστικό του Χριστού Αμπελώνα. Και είναι μυστικός, όχι επειδή είναι κρυφός αλλά γιατί από το Μυστήριο ζει: αυτό είναι η Εκκλησία. Χωρίς τον Βασιλέα της Δόξης, που χωρίς να δαπανάται στους αιώνες προσφέρεται, το Ευαγγέλιο, χωρίς Ζωή, μπορεί να μεταβληθεί πολύ εύκολα σε σύνολο κανόνων: όπως έγινε στην προτεσταντική Δύση -η δε Εκκλησία πεδίο προβολής των φόβων του καθενός από εμάς. Κι οι καταστάσεις, σίγουρα, αυτές χαράς στερούνται.

Ιάσων Ιεροδ.