Η Προσωπική μας Παραλυσία

Όλοι κάπου, κάποτε, κάποια στιγμή έχουμε φωνάξει εκείνο το «είμαι μόνος» κι αδύναμος… για τον εαυτό μου, για μένα, δεν μπορώ να κάνω τίποτε! Ακόμα κι όταν προκύπτει μία ευκαιρία να κάνω κάτι, ένα βήμα παραπέρα, δεν έχω κανέναν σύγκορμα να μου σταθεί, έστω για λίγο, να με σηκώσει απ’ τη μοναξιά μου. Και περνά ο χρόνος, περνούνε σχεδόν τριάντα οκτώ χρόνια: όσα του Παραλύτου. Αν αθροίσουμε το τρία και το οκτώ, θα μας κάνει έντεκα, κι ο αριθμός έντεκα συμβολίζει μέσα στην Αγία Γραφή, το άπειρον της τιμωρίας. Γιατί αν δε βγω από αυτήν την μόνωση, διαλέγω την μόνιμη αυτο-τιμωρία, την απομάκρυνση από τον Θεό και τους αδερφούς μου, την όντως Κοινωνία κι ο Παράλυτος, τελικά, ήταν αυτο-τιμωριμένος στην μόνωσή του, πηγή της αμαρτίας του.

Αυτή είναι η ουσιαστική του παραλυσία και δε μπορεί βήμα να κάνει: «δεν έχω κανέναν», λέει στον Χριστό. Εκείνη την στιγμή, πήρε ένα τεράστιο ρίσκο μπροστά στη μοναξιά του. Είπε τον πόνο του, είπε αυτό που τον τρώει. Δεν έχω κανέναν! Ακούγεται απλό, μα πόσες ήταν οι φορές, που ουσιαστικά ήμασταν μόνοι, αλλά δεν μπήκαμε καν στη διαδικασία να το σκεφτούμε. Πόσο μάλλον να το ομολογήσουμε! Το κοίμισμα της συνειδητοποίησης του «ναι, είμαι μόνος» και η πώρωση σ’ αυτή την εσωτερική μοναξιά, συνθέτουν την χειρότερη παραλυσία μας. Θυμήσου πως απάντησε ο Θεός στην μοναξιά του Αδάμ. Η ανάγκη της αληθινής κοινωνίας των ανθρώπων είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου, πριν ακόμα απ’ την πτώση του, την απομάκρυνσή του δηλαδή απ’ τον Θεό.

Είναι Πάσχα ακόμη, και δεν είναι τυχαίο που μνημονεύσαμε την Κυριακή την ιστορία της θεραπείας του Παραλύτου. Για να δούμε τον αναστημένο Χριστό, έρχεται πρώτα η κατανόηση του «ναι, είμαι μόνος» σε ό, τι μορφή κι αν έχει στη ζωή μου, και της ομολογίας αυτής της μοναξιάς: «δεν έχω άνθρωπο να με σηκώσει»! Και στο ότι ναι, εν τέλει, ο Ιησούς με έκανε καλά. Αρχικά δεν ήξερε τ΄ όνομά του, μετά όμως που έμαθε, έτρεξε και το είπε, έχοντας αρνηθεί τις όποιες συμβάσεις. Αψηφά την ισχύ του νόμου που παραβιάστηκε. Και δεν ομολογεί αόριστα. «Ο Ιησούς με έκανε καλά!»

Τούτες τις μέρες του Πεντηκοσταρίου κάθε μέρα επαναλαμβάνουμε: «τὸ ὄνομά Σου, ὄνομάζομεν». Κάθε μας ομολογία μας στο λόγο και στην πράξη, να ‘ναι λοιπόν ξεκάθαρη, ότι ο Ιησούς είναι που μας δίνει όνομα, που μετέχει στην υπόστασή μας κι εμείς γινόμαστε ένα μ’ Αυτόν, ίδιο Σώμα, ίδιο Αίμα. Βέβαια, παραμονεύει ο κίνδυνος να εκληφθεί τούτο ως ιδέα. Όμως, τότε, καταλήγει σε σύμβαση σαν κι εκείνες του νόμου του Μωυσή. Όμως εμάς, μας ονομάζει ο Αναστημένος, η ίδια η Ζωή, εκεί που πιστεύουμε ότι λήγει η δική μας. Μεταμορφώνεται απ’ Αυτόν που σου λέει: «είσαι δυνατός, είσαι υγιής, περπάτα». Των αναστημένων η ζωή πάνω απ’ όλα έχει κίνηση. Οι στάσεις εμπόδια βάζουν: το άνω θρώσκω, ας είναι ο αγώνας μας.

Χριστός ανέστη,
και η Ζωή πολιτεύεται.

Ι. Ιεροδ.