Η μοναξιά του Νώε και οι δικές μας μοναξιές

(από το Αγιογραφικό Ανάγνωσμα της Προηγιασμένης, 6.4.2016)

«…Ο Νώε ήταν γεωργός και ο πρώτος που φύτεψε αμπέλι. Ήπιε από το κρασί και μέθυσε και ξεγυμνώθηκε μέσα στη σκηνή του. Όταν ο γιός του Χαμ είδε τον πατέρα του γυμνό, βγήκε έξω και το είπε στους αδερφούς του. Τότε ο Σημ και ο Ιάφεθ πήραν ένα πανοφώρι, το έριξαν στις πλάτες τους, βάδισαν προς τα πίσω και σκέπασαν εντελώς τη γύμνια του πατέρα τους. Και καθώς το πρόσωπό τους ήταν στραμμένο στην αντίθετη κατεύθυνση, δεν είδαν τη γύμνια του πατέρα τους…» (Γεν. 9, 19-21)

Είδαμε σήμερα τον συνετό άνθρωπο, τον άνθρωπο του Θεού, Νώε – έτσι τον είχαμε συνηθίσει από τις διηγήσεις των περασμένων ημερών – να ξεγυμνώνεται, παρά την ηλικία του και ν’ ασπάζεται έναν εαυτό ψεύτικο: να χάνει την αλήθεια του, μαζί και την όποια προσδοκία. Το πιο βαρύ όμως είναι ότι το μεθύσι τον έκανε υποχείριό του. Τον έκανε να ξεχάσει. Κι από ‘κει που διαβάζαμε στα περασμένα κεφάλαια της Παλαιάς Διαθήκης για το πόσο ευλογημένος είναι, αυτός που σώθηκε μαζί μ΄ όλη του την οικογένεια από τον κατακλυσμό, είναι ο ίδιος που δέχεται τη λύπησή μας. Ο δάσκαλος της ευσέβειας των παιδιών του, φανερώνεται διαφορετικός. Κοιτά, έστω και λίγο να κρυφτεί από το Θεό. Σαν να μην άντεχε την τόση παρουσία Του.

Μάταια αυτός, μάταια και ‘μείς προσπαθούμε να κρυφτούμε απ’ το Θεό, να κρατήσουμε κρυμμένα, να γίνουμε σκιές, εμείς οι φωτοφόροι. Λες και δεν διδαχθήκαμε από το παρελθόν. Φερόμαστε οι χριστιανοί σαν να μην είδαμε ποτέ τον Χριστό, σαν να μην ακουμπήσαμε τις πληγές Του, σα να μη φωτιστήκαμε απ΄ της Ανάστασης το Φως. Πάθαμε ό, τι συνέβη στο Νώε. Μαζευτήκαμε στην Εκκλησία για να σωθούμε και δεν ακτινοβολήσαμε ό, τι λάβαμε, δεν ακτινοβολούμε από Χριστό. Μια μετριότητα. Και τους χλιαρούς, ο Θεός θα τους ξεράσει.

Θα λέγανε πολλοί ότι εδώ προγευόμαστε τη Βασιλεία του Θεού, η Σύναξη μας η λειτουργική, εδώ τούτη τη στιγμή φωνάζει ότι εδώ την ζούμε. Δίνουμε κοινό ασπασμό και ομολογούμε τον Χριστό. Ζούμε την Βασιλεία των Ουρανών.

Βέβαια καμιά φορά στα λόγια είμαστε πρώτοι, γιατί, όπως φαίνεται από τις κοινωνίες που φτιάξαμε, δεν έγινε η κάθε μας κίνηση Χριστός, η κάθε μας κίνηση Εκκλησία. Και άμα έτσι δε γίνει, από Χριστό τίποτε δεν καταλάβαμε. Χωρίς λόγο ήρθαμε στην Εκκλησία και κοινωνάμε χωρίς λόγο, επίσης. Σαν τον Ιούδα ένα πράγμα. Σα να μη λειτούργησε ποτέ στα μέσα μας το Μυστήριο. Δε μας μεταμόρφωσε, δε κύλησε στα έσχατα της ύπαρξής μας, στα νεφρά και τα σπλάχνα της υπόστασής μας. Σαν τον Ιούδα. Κοινώνησε και πήγε και κρεμάστηκε. Δεν ιερούργησε ποτέ το Μυστήριο. Δεν το τέλεσε και δεν το κήρυξε όπως, μετά από λίγο, οι Απόστολοι. Γι΄ αυτό στην υμνολογία λέγονται «ὀχήματα τοῦ Λόγου». Ταξιδέψαν τον Χριστό στις άκρες της οικουμένης.

Κι εμείς αδυνατούμε, όχι μόνο να Τον ταξιδέψουμε, αλλά να Τον γνωρίσουμε. Και από μας αταξίδευτος μένει στα σπίτια μας, στις δουλειές μας, στις πόλεις και τις κοινωνίες μας. Κι άμα ποτέ Τον βρούμε, θαρρούμε ότι Τον κατέχουμε, ότι γίνεται κτήμα δικό μας. Όμως στην Εκκλησιά παρακαλάμε με το «ημείς» κι έτσι πριν λίγο στην Τρίτη Ώρα διαβάσαμε: «ἔγγυσον ημάς, ἔγγυσον ὁ πανταχού». Εσύ που είσαι παντού, πλησίασε και εμάς, που γίναμε σπίτι ένα στο Όνομά Σου! Η μοναξιά μας μας γύμνωσε σαν τον Νώε και μας κάνει περίγελο στα μάτια των παιδιών μας: περνάνε οι Σαρακοστές, οι Αναστάσεις, Πεντηκοστές και Χριστούγεννα και γινόμαστε από το Νώε χειρότεροι, γιατί δεν κατανοούμε τη γύμνια μας και κάνουμε κοινωνίες ωμές, πιστεύοντας ότι κατέχουμε μιαν αλήθεια, του εαυτού μας την αλήθεια, που ποτέ δεν κατέβηκε να συναντήσει τον Άλλον και την αλήθεια του.

Κι έτσι δηλώνουμε απόντες σ’ ένα κόσμο που διψά να γνωρίσει Χριστό γιατί πεθαίνει και ξέρει πολύ καλά γιατί πεθαίνει. Ας αναγνωρίσουμε λοιπόν ότι εμείς φέρουμε ευθύνη αφού αρνούμαστε την ίδια τη ζωή σ΄ ένα επίπεδο πρώτο και σ΄ ένα δεύτερο, αφού αρνούμαστε – απανωτά – να καταλάβουμε ότι αρνούμαστε τη ζωή. Όποιος θεώρησε ότι γνώρισε και δέχτηκε τη ζωή κλεισμένος στον εαυτό του, μέγα λάθος έκανε.

Το κακό της μοναξιάς του εαυτού μας είναι ότι μεγιστοποιεί, μεγαλώνει τα πάντα. Πρώτα απ’ όλα τον ίδιο τον εαυτό θεωρεί τόσο δυνατό που κάθε δρόμος επικοινωνίας με τον Άλλον είναι νεκρός. Έτσι τρέφουμε οι άνθρωποι την εικόνα ενός υπέρτατου εαυτού. Και βάζουμε αυτόματα τον εαυτό μας πάνω από τον άλλον, τόσο ψηλά που δε μπορούμε να δούμε κανέναν πόσο μάλλον εκείνον που δεν μας μοιάζει. Ωστόσο, όλοι ξέρουμε ότι αγαπάμε περισσότερο εκείνο που μας μοιάζει. Δείτε, στη καθημερινότητά σας. Η μοναξιά μας αυτή δικαιολογεί τις μοναξιές της κοινωνίας. Μοναξιά και Χριστός μαζί δεν πάνε.

Κι η Ειρήνη έρχεται εκεί που συναγωνιζόμαστε λυτρωμένοι από τις μοναξιές μας. Ξεχνάει, τόσο εύκολα το γένος των ανθρώπων. Και το συν γίνεται αντί και ο συναγωνισμός γίνεται ανταγωνισμός. Ανάγκη επιβολής για να παγιώνεται η ανωτερότητά μας. Σα να ακούγεται περισσότερο από ποτέ ηχηρή η φωνή του Δαβίδ από τους ψαλμούς που διαβάσαμε στην αρχή της Λειτουργίας των Προηγιασμένων: «Μετὰ τῶν μισούντων τὴν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικός• ὅταν ἐλάλουν αὐτοῖς, ἐπολέμουν με δωρεάν» που θα πει: «πάρα πολύ καιρό κατοίκησα μ’ αυτούς που την είρήνη μισούν. Εγώ Ειρήνη επιθυμώ, μα όταν γι’ αυτή μιλώ, εκείνοι αρχίζουν πόλεμο». Στην κοινωνία που ξεχνά τον Άλλον, με μια συνάντηση προσώπων όχι απότοκη της φιλανθρωπίας αλλά ως αναγκαιότητα επιβίωσης.

Ειρήνη ζούμε μες την Εκκλησία, Ζωή και απουσία θανάτου. Αυτή και η Ομολογία μας στις κοινωνίες που εμμένουν στην ανισότητα, στην επιβολή και εν τέλει στο θάνατο. Το κατανοούμε και παρακαλάμε τον Θεό, με τα λόγια του ψαλτηρίου της Προηγιασμένης Λειτουργίας: «ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, ὅτι ἐπὶ πολὺ ἐπλήσθημεν ἐξουδενώσεως, ἐπὶ πλεῖον ἐπλήσθη ἡ ψυχὴ ἡμῶν. Τὸ ὄνειδος τοῖς εὐθηνοῦσι, καὶ ἡ ἐξουδένωσις τοῖς ὑπερηφάνοις» (ψαλμός 122, 3-4).

Ι. Ιεροδ.