Το Οικουμενικό Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελβετία και η συμβολή του στην Εκκλησιαστική Διπλωματία

«Αποτύπωση Αρχών Πολιτικής και προτάσεις χάραξης Στρατηγικής για την άσκηση Θρησκευτικής και Εκκλησιαστικής Διπλωματίας»

Το Οικουμενικό Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελβετία και η συμβολή του στην Εκκλησιαστική Διπλωματία

Μητροπολίτου Ν. Ιωνίας και Φιλαδελφείας Γαβριήλ

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019

Το Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης ιδρύθηκε το 1966 με απόφαση του αείμνηστου Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα του Α΄ και της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο ιδρυτικός Τόμος (Ιούνιος 1966) καθόρισε με σαφήνεια τους σκοπούς του Κέντρου, με κύρια προοπτική την κατάλληλη υποστήριξη της οφειλετικής αποστολής της Μητρός Εκκλησίας για την προώθηση τόσο των διορθόδοξων, όσο και των διεκκλησιαστικών σχέσεων. Η αποστολή αυτή, η οποία ανταποκρινόταν και στα ευρύτερα συναισθήματα του λοιπού χριστιανικού κόσμου, εγκαινιάσθηκε με τις περίφημες Πατριαρχικές Εγκυκλίους του Πατριαρχείου (1902, 1904 και 1920) και καρποφόρησε τόσο με την επίσημη συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Οικουμενική κίνηση, όσο και με τη σύγκλιση των Πανορθοδόξων Διασκέψεων (1961-1968).

Κατά την περίοδο αυτή συνειδητοποιήθηκε πληρέστερα η ανάγκη ιδρύσεως στη Γενεύη – έδρα του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και της Οικουμενικής κινήσεως για την ενότητα των Χριστιανών – ενός Ορθοδόξου Κέντρου, ανάγκη η οποία υποστηρίχθηκε με εντυπωσιακό ενθουσιασμό από τους αείμνηστους Μεγάλους Ευεργέτες Γεώργιο και Κατίγκω Λαιμού, Όμηρο Πιζάνη και Θεόδωρο Λαγώνικο∙ οι προαναφερθέντες συνέβαλαν τα μέγιστα στην απόκτηση του πρώτου πυρήνα του Κέντρου.

Το ολοκληρωμένο πλέον Ορθόδοξο Κέντρο, με τις παλαιές και τις νέες κτιριακές εγκαταστάσεις, οι οποίες περατώθηκαν το 1975, ανακηρύχθηκε, με Πατριαρχικό και Συνοδικό Συγίλλιο, Πατριαρχικό Σταυροπήγιο της Μητρός Εκκλησίας, αλλά έχει «σκοπόν καί προορισμόν τῆς διακονίας ἁπάσης (…) τῆς ἁγίας, καθολικῆς, ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί συμπάσης τῆς ἐπί γῆς χριστιανοσύνης (…) εἰδικώτερον δέ τήν ἀνάπτυξιν ἐν αὐτῷ ἐπιστημονικοῦ Θεολογικοῦ φυτωρίου ἐν οἰκουμενικῇ προοπτικῇ…». Στα θεσμοθετημένα αυτά πλαίσια, τα οποία είχαν καθορισθεί με τον Ιδρυτικό Τόμο (1966) και προσδιορίσθηκαν με το Πατριαρχικό Σιγίλλιο (1975), αναπτύχθηκαν όχι μόνο οι σκοποί, αλλά και ο ευρύτερος κύκλος των διορθοδόξων και των διεκκλησιαστικών δραστηριοτήτων του Κέντρου.

Υπό την έννοια αυτή το Κέντρο υπάρχει, αναπτύσσεται και λειτουργεί αφ’ ενός μεν στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής του ταυτότητας ως Πατριαρχικού Σταυροπηγίου, αφ’ ετέρου δε ως Ορθόδοξο Βήμα οικουμενικού διαλόγου για την ενότητα των Χριστιανών. Η επιλογή της πόλεως της Γενεύης, κέντρου των διεθνών και διεκκλησιαστικών Οργανισμών οικουμενικού διαλόγου, υπήρξε σημαντική όχι μόνο για την άμεση καθιέρωσή του, αλλά και για την οικουμενική του ακτινοβολία. Η ίδια η ύπαρξή του στην πόλη, η οποία επιλέχθηκε ως έδρα του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και της Διασκέψεως Ευρωπαϊκών Εκκλησιών, λειτούργησε ως ένα μόνιμο ερέθισμα προς τους εγγύς και τους μακράν όχι μόνο να γνωρίσουν την Ορθοδοξία, αλλά και να αναπτύξουν έναν ευρύτατο κύκλο προγραμματισμένων επαφών σε όλα σχεδόν τα επίπεδα του εκκλησιαστικού βίου.

Βάσει των ανωτέρω, η εσωτερική δομή και λειτουργία του Κέντρου ακτινοβολεί στη Δύση τη σύγχρονη εικόνα της Ορθοδοξίας μέσω της εποικοδομητικής λειτουργίας των διορθόδοξων σχέσεων. Ως Πατριαρχικό Σταυροπήγιο βιώνει αδιαλείπτως τον ανεξάντλητο πλούτο της θείας λατρείας στον ημερήσιο, εβδομαδιαίο και ετήσιο κύκλο των ιερών ακολουθιών και εορτών. Άλλωστε, η λειτουργική εμπειρία είναι πηγή εμπνεύσεως και σημείο αναφοράς στην ορθόδοξη πνευματικότητα για την επιτέλεση της πολυδιάστατης αποστολής του Κέντρου, η οποία καλύπτει έναν ευρύτερο κύκλο θεσμοθετημένων δραστηριοτήτων για την πληρέστερη υποστήριξη των διορθόδοξων και των διεκκλησιαστικών σχέσεων, όπως ήταν και είναι: η υποστήριξη των επισήμων, διμερών και πολυμερών, Θεολογικών Διαλόγων της Ορθοδοξίας με τον λοιπό χριστιανικό κόσμο, η αποτελεσματική λειτουργία της Γραμματείας επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Κρήτη, Ιούνιος 2016), η τακτική σύγκληση των διεθνών Θεολογικών Σεμιναρίων και Συνεδρίων, η άρτια λειτουργία του Μεταπτυχιακού Ινστιτούτου Ορθοδόξου Θεολογίας, η πρωτοβουλία ακαδημαϊκών Διαθρησκειακών Διαλόγων με τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ, η κατάλληλη προβολή των δραστηριοτήτων με πολύγλωσσες, καλαίσθητες, περιοδικές ή αυτοτελείς, θεολογικές εκδόσεις και γενικότερα η πρόθυμη συμμετοχή σε κάθε πρωτοβουλία οικουμενικού διαλόγου για την ενότητα των Χριστιανών.

Η προβολή και η απήχηση του Ορθοδόξου Κέντρου ως αξιόπιστου βήματος οικουμενικού διαλόγου της Ορθοδοξίας με τον λοιπό χριστιανικό κόσμο οφείλονται αφ’ ενός μεν στην πανορθόδοξη αναγνώριση του θεσμικού του ρόλου για την ενίσχυση των διορθοδόξων σχέσεων, αφ’ ετέρου δε στην υποστήριξη των πρωτοβουλιών για την προώθηση των διεκκλησιαστικών σχέσεων. Στα πλαίσια αυτά, η συμβολή του πρώτου Προϊσταμένου του Κέντρου Μητροπολίτου Τρανουπόλεως Δαμασκηνού Παπανδρέου υπήρξε όχι μόνο μεγαλόπνοη, αλλά και καθοριστική. Τόσο η ανάπτυξη των κτιριακών συγκροτημάτων γύρω από τον Ιερό Ναό του Αποστόλου Παύλου, όσο και η συνεχής διεύρυνση των διορθοδόξων και διεκκλησιαστικών δραστηριοτήτων καθιέρωσαν το Κέντρο στη συνείδηση του χριστιανικού κόσμου ως μία ανοικτή γέφυρα επικοινωνίας της Ορθοδοξίας με τις άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες.

Πράγματι, το Κέντρο λειτουργεί ως ένα ανοικτό παράθυρο της Ορθοδόξου Ανατολής προς τη Δύση, όπως προσφυώς χαρακτηρίσθηκε, αλλά και της Δύσεως προς την Ορθόδοξη Ανατολή. Υπό το πνεύμα αυτό, ο Πάπας Ιωάννης-Παύλος ο Β΄, κατά την επίσημη επίσκεψή του στο Κέντρο (12 Ιουνίου 1984), εγκωμίασε όχι μόνο το επιτελούμενο έργο, αλλά και τις μεγάλες προοπτικές στον σύγχρονο οικουμενικό διάλογο για την ενότητα των Χριστιανών: «Το Κέντρο αυτό του Οικουμενικού Πατριαρχείου διασφαλίζει με τις ποικίλες δραστηριότητές του μία αδελφική διακονία σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και διευκολύνει μία καλλίτερη γνωριμία μεταξύ της Ανατολής και της Δύσεως. Η αμοιβαία αυτή γνωριμία έχει ακόμη ανάγκη από εμβάθυνση και κάθαρση από κάθε πρόληψη ή ανεδαφική κρίση, για να μπορέσει η αλήθεια να μας ελευθερώσει. Προς τον σκοπό αυτό συγκαλούνται τακτικά στο Κέντρο αυτό συνέδρια για να προετοιμάσουν μία νέα γενεά, η οποία θα αναπτυχθεί μέσα στον διάλογο και από τον διάλογο…». Ανάλογα βεβαίως υπήρξαν και τα εγκωμιαστικά σχόλια για το επιτελούμενο έργο από τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων και των άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών, οι οποίοι επισκέφθηκαν το Κέντρο ή φιλοξενήθηκαν σε αυτό και υπογράμμισαν την πολυσήμαντη αποστολή του σε μία εποχή συγχύσεων στις προοπτικές της Οικουμενικής κινήσεως.

Είναι λοιπόν προφανές ότι το Κέντρο, ως Πατριαρχικό Σταυροπήγιο του Οικουμενικού Θρόνου, αποτελεί όχι μόνο θεσμική προέκτασή του στη Δυτική Ευρώπη, αλλά και επιτελικό όργανο της οικουμενικής του αποστολής τόσο στις διορθόδοξες, όσο και στις διεκκλησιαστικές σχέσεις. Είναι χαρακτηριστικοί οι λόγοι του Προϊσταμένου του Κέντρου κατά τη συμπλήρωση εικοσαετίας (1966-1986) από την ίδρυσή του: «Ο Οικουμενικός Θρόνος, στην εκπλήρωση της ιστορικής του αποστολής, προσομοιάζει με ένα αιωνόβιο καρποφόρο δένδρο, γιατί, όπως εκείνο, δεν τρέφεται από τους καρπούς που παράγει. Οι θεσμοί του, που διακονούν την ιερά αυτή πνευματική μυσταγωγία, προεκτείνουν το πρότυπο, γι’ αυτό και αυτοί, όπως εκείνο, δεν τρέφονται από τους καρπούς που παράγουν. Το Ορθόδοξο Κέντρο, με τις ποικίλες δραστηριότητές του στον Ορθόδοξο και διεκκλησιαστικό χώρο, λειτουργεί ως μία από τις χορδές της οικουμενικής αυτής αποστολής της Μητρός Εκκλησίας και είναι προσαρμοσμένο στον Οικουμενικό Θρόνο ως «χορδαί κιθάρας», κατά την εικονική διατύπωση Ιγνατίου του Θεοφόρου. Όπως μόνο η προσαρμοσμένη στην κιθάρα χορδή παράγει εναρμόνιο τόνο, έτσι και το Ορθόδοξο Κέντρο μόνο με την προσαρμογή του στην οικουμενική αυτή αποστολή της Μητρός Εκκλησίας συνθέτει, με τις πολλαπλές πνευματικές του δραστηριότητες εναρμόνιο μέλος προσφοράς για την ενότητα και την οικουμενική αποστολή της Ορθοδοξίας στον διεσπασμένο σύγχρονο χριστιανικό κόσμο…».

Συνεπώς, το Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι ανοικτό προς όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, με τις ευλογίες δε και την καθοδήγηση του σεπτού Οικουμενικού Θρόνου λειτουργεί ως σημείο συναντήσεως και επικοινωνίας των επί μέρους Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Με «την εξυπηρέτησιν των επαφών μεταξύ των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών» και με τις διορθόδοξες δραστηριότητες του, το Πατριαρχικό Κέντρο της Γενεύης συμβάλει στη διατήρηση και περαιτέρω προώθηση της Ορθοδόξου ενότητος. Βεβαίως, η λειτουργία του Ορθοδόξου Κέντρου άρχισε σε εποχή, κατά την οποία είχε αυξηθεί το ενδιαφέρον για την Ορθόδοξη θεολογία και πνευματικότητα εκ μέρους προσώπων άλλων χριστιανικών παραδόσεων. Ήταν, λοιπόν, αναμενόμενο το Οικουμενικό Πατριαρχείο να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην προβολή της Ορθοδόξου σκέψεως και ζωής.

Υπό το πρίσμα αυτό, η διορθόδοξη αποστολή του Κέντρου βεβαιώνεται τόσο από τις επίσημες διορθόδοξες συναντήσεις εκπροσώπων όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όσο και από την ήδη από το 1975 προγραμματισθείσα ίδρυση «επιστημονικού θεολογικού φυτωρίου», στο οποίο θα φοιτούν νεαρά πρόσωπα από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και θα καταρτίζονται «μεταπτυχιακώς» στελέχη, τα οποία θα εμφορούνται από Ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα, θα λαμβάνουν έγκυρη θεολογική γνώση και θα καλλιεργούν συνείδηση του οικουμενικού χρέους της Ορθοδοξίας. Ο στόχος αυτού του φυτωρίου είναι κατά το Σιγίλλιο του 1975 διττός: αφ’ ενός μεν να καταρτίζονται ικανά στελέχη για τις ανάγκες των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, αφ’ ετέρου δε να έχουν οι απόφοιτοί του τις απαραίτητες θεολογικές και επιστημονικές προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή «διορθοδόξων και διαχριστιανικών διαλόγων».

Συνεπώς, το Πατριαρχικό Κέντρο της Γενεύης ως οίκος διορθόδοξος στο κέντρο της Ευρώπης, αλλά και ως «οίκος πνευματικός» (Α’ Πέτρ. Β΄, 5) έχει αποστολή και προορισμό τη διακονία της όλης Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως και «συμπάσης της επί γης Χριστανοσύνης», αλλά και της «καθόλου ανθρωπότητος» και η λειτουργία του αποδεικνύει ότι η Ορθοδοξία μπορεί να έχει ζωτική παρουσία και ουσιαστικό λόγο τόσο μέσα σε παραδοσιακά δυτικά περιβάλλοντα, όσο και μέσα στον συγχυσμένο κοινωνικά, θρησκευτικά και πολιτισμικά σύγχρονο ευρωπαϊκό κόσμο.

Σας ευχαριστώ!

Ο Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας, Φιλαδελφείας, Ηρακλείου και Χαλκηδόνος ΓΑΒΡΙΗΛ