Ομιλία Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Γαβριήλ στο 10ο Επιχειρηματικό Συνέδριο (CEO Summit 2016) στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με θέμα: « Η Δύναμη του Ενός στο Μαζί: Είναι η Συν-Εργασία λέξη ελληνική;»

10 Χρόνια CEO Summit
7 Δεκεμβρίου 2016

Αισθάνομαι πραγματικά επιτακτική την ανάγκη να εκφράσω από τα βάθη της καρδιάς μου ένα μεγάλο Ευχαριστώ στην Ελληνική Εταιρία Διοίκησης Επιχειρήσεων (ΕΕΔΕ) και στον Τομέα Ηγεσίας (ΤΗΓΕ) για την ιδιαιτέρως ευγενή και τιμητική αυτή πρόσκληση να παρίσταμαι απόψε εδώ ενώπιον σας, ημέρα που λαμβάνει χώρα το 10ο CEO Summit, το οποίο διοργανώνεται και παράλληλα ενισχύεται από τη συνεργασία με το Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) και τη Λέσχη Επιχειρηματικότητας (ΛΕ).

Το 10ο CEO Summit, μέσα από τη δεκαετή συνεχή και σημαντική παρουσία του, έχει καταστεί κομβικό σημείο αναφοράς, συνάντησης, αλλά και πεδίο ανταλλαγής σκέψεων και απόψεων για θέματα που αφορούν τις ελληνικές επιχειρήσεις, την πολιτική, τον πολιτισμό και τον ακαδημαϊκό κόσμο της χώρας μας, προσφέροντας ουσιαστικά οφέλη, επιπλέον κίνητρα, αλλά και υλικό προβληματισμού για περαιτέρω σκέψη, με τελικό σκοπό την ενίσχυση και την προώθηση μίας αποτελεσματικότερης επαγγελματικής δικτύωσης και προόδου.

Βεβαίως, σήμερα, και αυτό οφείλεται αποκλειστικά σε όλους εσάς, αλλά και στην ανύστακτη μέριμνά σας και αγωνία σας τόσο για το επιχειρηματικό αύριο της χώρας μας, όσο και για την ανάπτυξη της παραγωγικής της εξέλιξης το CEO Summit αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και πιο σπουδαία επιχειρηματικά συνέδρια της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο και ακόμη περισσότερους, αισθάνομαι πραγματικά μεγάλη ευθύνη και ιδιαίτερη τιμή που βρίσκομαι απόψε ανάμεσά σας!

Το θέμα, το οποίο προβάλλει, αλλά και ξεχωρίζει το φετινό συνέδριο, είναι κατά την προσωπική μου άποψη, εξαιρετικά επίκαιρο και συνάμα Προκλητικό! (Η δύναμη του Ενός στο Μαζί. Είναι η Συν-Εργασία λέξη ελληνική;). Και πράγματι, πώς να μην είναι προκλητικό όταν έννοιες, όπως η συλλογικότητα, η ομαδικότητα, η αλληλοβοήθεια, η αλληλεγγύη, η συνεργασία, η πίστη και η εμπιστοσύνη αποτελούν σήμερα, ειδικά στην πατρίδα μας, άγνωστες πλέον πρακτικές και συνάμα ξένες σε ουσία και περιεχόμενο λέξεις; Θεωρώ λοιπόν, σε μία εποχή όπως η δική μας, η οποία χαρακτηρίζεται από δυσχερή οικονομική – και όχι μόνο – κρίση, δεν θα μπορούσε παρά να αποτελέσει κυρίαρχο ζητούμενο και αναγκαίο καθήκον ο επαναπροσδιορισμός του περιεχομένου, τόσο των εννοιών αυτών, όσο και του ρόλου τους στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό γίγνεσθαι.

Πράγματι, ζούμε σε μία εποχή που ο κόσμος μας διαρκώς μεταβάλλεται. Ο ξέφρενος ρυθμός των νέων τεχνολογιών, οι νέες εφευρέσεις, οι εντυπωσιακές ανακαλύψεις, οι εκθαμβωτικές επινοήσεις έχουν ως άμεση συνέπεια την αλλαγή στον τρόπο, με τον οποίο ο άνθρωπος σκέπτεται, κινείται, ενεργεί και πράττει. Όσο η τεχνολογία συνεχίζει την ξέφρενη αυτή πορεία της, τόσο περισσότερο φουτουριστικός μοιάζει ο κόσμος μας, λες και αποφάσισε να κόψει ξαφνικά οτιδήποτε τον συνδέει με το παλαιό και να μεταμορφωθεί σε κάτι ολότελα διαφορετικό.

Ωστόσο, αποτελεί αδιάψευστη αλήθεια το γεγονός πως αυτή η ξαφνική αλλαγή και αυτή η διαφορετικότητα καμιά φορά τρομάζει. Και όταν ο άνθρωπος φοβάται και τρομάζει συχνά εγκαταλείπει, αποκόπτεται και απομονώνεται. Κλείνεται στον εαυτό του και στο εγώ του. Αυτή η απομόνωση τον οδηγεί στην ιδιοτέλεια, την ανασφάλεια, τη νευρικότητα, το άγχος και καταλήγει στην αποξένωση και στην απομάκρυνση, τόσο από τον συνάνθρωπό του (πλησίον), όσο και από τον ίδιο τον Θεό, ήτοι στην απόλυτη μοναξιά. Στην υποθετική περίπτωση που η εποχή μας είχε τον Αισχύλο της, τότε η σημερινή εκδοχή της τραγωδίας του Προμηθέα δεσμώτη, θα περιέγραφε τον σύγχρονο άνθρωπο που είναι δέσμιος του άγχους, της αγωνίας, του φόβου και της μοναξιάς.

Βεβαίως, το ζήτημα της οικονομικής κρίσεως δεν παύει ποτέ να βρίσκεται στο επίκεντρο του ευρύτερου προβληματισμού τόσο διεθνώς, όσο και στη χώρα μας, προκαλώντας συνεχώς πολλές και ποικίλες αλυσιδωτές αντιδράσεις. Ωστόσο, ολοένα και περισσότερο πληθαίνουν οι φωνές ότι η κρίση στην πατρίδα μας δεν είναι πρωτίστως οικονομική, αλλά κυρίως πνευματική και ηθική, είναι κρίση αξιών και ιδανικών, είναι κρίση θεσμών, είναι κρίση οραμάτων και ελπίδος. Ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη προς το ανθρώπινο πρόσωπο αντικαταστάθηκαν με την υποδούλωση σε απρόσωπους οικονομικούς θεσμούς, η ελευθερία του ανθρώπου εγκλωβίστηκε στην απόλυτη ελευθερία μίας ανεξέλεγκτης αγοράς, η συνεργασία και η αλληλοβοήθεια παραχώρησαν τη θέση τους στον άκρατο ατομισμό και στην υπεράσπιση του προσωπικού οφέλους, καταργώντας κάθε έννοια συλλογικότητας και αλληλεγγύης. Με άλλα λόγια, η κρίση που βιώνουμε είναι κρίση ανθρωπολογική. Και εδώ ακριβώς έγκειται η αποστολή και ο ρόλος της Εκκλησίας και θα τολμούσα να πω όλων μας.

Πολύ πριν από τη Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου η Εκκλησία είχε διακηρύξει το «πολύτιμο» της αξίας του ανθρωπίνου προσώπου, το «απαραβίαστο» της αξιοπρέπειάς του, το «ανεκτίμητο» της ψυχής του, προς την οποία δεν μπορούν να αντιπαραβληθούν όλοι οι θησαυροί του κόσμου. Μολονότι η Εκκλησία δύναται, σύμφωνα πάντοτε με μία κοσμική προσέγγιση, να θεωρείται ως ένας «οργανισμός διακονίας και αλληλεγγύης», εντούτοις και σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, η Εκκλησία αποτελεί το πνευματικό και μυστικό θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού, η οποία έχει ως κεφαλή τον ιδρυτή Της, τον ίδιο το Χριστό και μέλη όλους τους Χριστιανούς. Χριστός και Χριστιανοί αποτελούν ένα Σώμα. Όπως ακριβώς το σώμα είναι ένα, αλλά έχει πολλά μέλη, έτσι και τα μέλη του σώματος, καίτοι είναι πολλά, αποτελούν ένα σώμα και κάθε μέλος, που είναι ελεύθερο και ιδιαίτερο, καλείται να πραγματοποιήσει τον ιδιαίτερο εαυτό του σε αρμονία με το σύνολο, εν ειρήνη και αγάπη, η οποία αποτελεί και το βασικό γνώρισμα της θείας ενότητος.

Η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, αλλά και ως φανέρωση της Βασιλείας του Θεού μέσα στον χώρο και τον χρόνο ενδιαφέρεται πρωτίστως για τον άνθρωπο-πρόσωπο και προβάλλει ένα διαφορετικό μοντέλο αρχών και αξιών, που πηγάζει από τον ίδιο τον Ιδρυτή Της. Τέτοιες αξίες άλλωστε όπως: η αγάπη, η εμπιστοσύνη, η πίστη, η συνεργασία, η αλληλεγγύη, η συγχώρεση, η διαφάνεια δείχνουν να εκλείπουν σήμερα από την κοινωνία μας και κρίνονται περισσότερο επιτακτικές και αναγκαίες όσο ποτέ άλλοτε τόσο μέσα στις προσωπικές, όσο και ανάμεσα στις εργασιακές σχέσεις των ανθρώπων. Αυτό όμως είναι και το κάλεσμα της Εκκλησίας, αυτός είναι ο χώρος, στον οποίο Αυτή κινείται και ο χώρος αυτός αποτελεί σημείο αναφοράς, επιδεικνύοντας με τον πιο διαυγή τρόπο τι ακριβώς σημαίνει «δύναμαι να εργασθώ» για το κοινό και ωφέλιμο αγαθό.

Το ζήτημα της εργασίας έχει απασχολήσει κατ’ επανάληψη την Εκκλησία, η οποία εδώ και αιώνες έχει αναπτύξει μία πλήρη και ολοκληρωμένη θεολογία τόσο για την αξία της εργασίας, όσο και για τον ρόλο της σε μία κοινωνία. Η Ίδια τιμά και εξυψώνει την εργασία, ανάγοντάς τη σε κοινωνικό λειτούργημα.

Η εργασία υπήρξε, ήδη από την αρχή της Δημιουργίας του ανθρώπου, εντολή του ίδιου του Θεού προς τον άνθρωπο. Ο Θεός στην Π.Δ. έθεσε τους πρωτοπλάστους στον παράδεισο: «τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν». Από τότε η εργασία γίνεται σκληρή, βαριά, κοπιαστική και συχνά δυσάρεστη και συνδέθηκε με πόνο, ιδρώτα, αγωνία, αλλά και αποτυχία. Για τον λόγο αυτό, ο όρος «δουλειά», ο οποίος προέρχεται από τη λέξη «δουλεία» δείχνει αυτή ακριβώς την αλλαγή της φύσεως της εργασίας, η οποία από δημιουργική και ευχάριστη μεταβάλλεται σε καταναγκαστική και κοπιώδη, όπου ο άνθρωπος στερείται την προσωπική του ελευθερία, μην εξασφαλίζοντας πολλές φορές τα θεμιτά γι’ αυτόν θετικά αποτελέσματα.

Αλλά και στην Κ.Δ. η εργασία εξυμνείται και εξαγιάζεται από τον ίδιο το Χριστό, ο οποίος αναφέρει: «ὁ Πατήρ μου ἔως ἄρτι ἐργάζεται, καγώ εργάζομαι» και συνιστά στους ανθρώπους να εργάζονται: «τήν βρῶσιν τήν μένουσαν εἰς ζωήν αἰώνιον». Επίσης, ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει: «ἄξιος γάρ ὁ ἔργάτης τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ ἐστι», ήτοι «Άξιος όποιος εργάζεται για την τροφή του».

Η Εκκλησία ουδέποτε θεώρησε την εργασία ως σκοπό, αλλά ως μέσον εξυπηρέτησης των ανθρώπων, ο οποίος τίθεται υπεράνω της εργασίας και κυρίαρχος της φύσης, ως αντιπρόσωπος του Θεού στη γη. Για την Εκκλησία ο κάθε άνθρωπος είναι και αντιμετωπίζεται ως «εικόνα Θεού», ο οποίος αποτελεί ξεχωριστή και ιδιαίτερη προσωπικότητα και ουδέποτε συγχέεται και ταυτίζεται με αριθμούς. Αντίθετα, η εργασία είναι αυτή που πρέπει να υποτάσσεται στο σκοπό της υπάρξεως του ανθρώπου, ο οποίος δεν είναι άλλος από την τελείωσή του στην αγάπη, κατά το πρότυπο τού Θεού της αγάπης. Με την εργασία ο άνθρωπος μιμείται το Θεό και συμμετέχει στο δημιουργικό Του έργο, γινόμενος συνεργάτης και συνδημιουργός με τον Θεό, ενώ ταυτόχρονα συνεργάζεται και έρχεται σε κοινωνία με τον πλησίον. Έτσι, η προσωπική εργασία αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τον ανθρώπινο βίο και αποτελεί υποχρέωση οποιουδήποτε ανθρώπου δύναται να εργασθεί.

Άλλωστε, αυτό που καταδικάζεται δεν είναι άλλο από την οκνηρία: «τί ὧδε ἑστήκατε ὅλην τήν ἡμέραν ἀργοί», η οποία, καίτοι συχνά οφείλεται στην υποτίμηση της αξίας της εργασίας, εντούτοις αποτελεί το «πάντων χαλεπώτατον». Ο οκνηρός άνθρωπος αποφεύγει την εργασία, αποφεύγει την προσπάθεια και τον κόπο, δεν δημιουργεί, δεν παράγει έργο και δεν δραστηριοποιεί τις φυσικές και διανοητικές του ικανότητες, παρά ζει μειονεκτικά και συχνά καταλήγει στον παρασιτισμό.

Βεβαίως, η σπουδαιότητα της εργασίας απαιτεί την ανάλογη φροντίδα και μέριμνα για την επιτέλεσή της. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος υποδεικνύει ακόμη και την ανάγκη του επαγγελματικού προσανατολισμού. Η εκλογή του επαγγέλματος και η ανάληψη της εργασίας απαιτούν περίσκεψη και προετοιμασία, αφού η άσκησή της συνεπάγεται ευθύνη τόσο απέναντι στο Θεό, όσο και στους ανθρώπους. Ο σκοπός της δεν πρέπει να αποβλέπει στη συσσώρευση πλούτου, αλλά στην άσκηση της αγάπης. Όποιος είναι σε θέση να εργάζεται, οφείλει να προσφέρει σε αυτούς που έχουν ανάγκη, όποιος δεν θέλει να εργάζεται, δεν αξίζει ούτε να τρώει, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Απόστολος Παύλος «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδέ ἐσθιέτω».

Στόχος της εργασίας δεν πρέπει να είναι το εγώ, αλλά το εμείς, δεν πρέπει να είναι ο εαυτός μου, αλλά ο πλησίον μου, δεν πρέπει να είναι το άτομο, αλλά η ομάδα. Όποιος φροντίζει για τον εαυτό του, καλλιεργεί τη φιλαυτία, καλλιεργεί τον εγωισμό και την απομόνωση και είναι καταδικασμένος στην αποτυχία. Άλλωστε, η φιλαυτία αποσκοπεί και εκδηλώνεται στην αναζήτηση του ατομικού κέρδους, το οποίο αποτελεί βασικό και πολλές φορές επικίνδυνο κίνητρο. Στην Εκκλησία η επιθυμία του κέρδους δεν κατακρίνεται, αλλά μεταφέρεται σε άλλο επίπεδο, ήτοι σε αυτό που τοποθετήθηκε από το Χριστό: «Μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπται διορύσσουσιν καί κλέπτουσιν∙ θησαυρίζετε δέ ὑμῖν θησαυρούς ἐν οὐρανῷ ὅπου οὔτε σής οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδέ κλέπτουσιν∙ ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν».

Η ιδιοκτησία και ο πλούτος δεν αποτελούν τροχοπέδη για κάποιον να εισέλθει στην Βασιλεία του Θεού, ούτε αντίκεινται στην πορεία τους προς την σωτηρία. Η στάση της Εκκλησίας απέναντι στα υλικά αγαθά είναι θετική. Τα αγαθά αυτά δημιουργήθηκαν από τον Θεό και προσφέρονται στους ανθρώπους για χρήση και ευχαριστία. Αντιθέτως, η Εκκλησία αποδοκιμάζει οτιδήποτε εμποδίζει την πραγμάτωση της Βασιλείας του Θεού. Η προσκόλληση στα υλικά αγαθά αποτρέπει απ’ αυτήν την πραγμάτωση, αφού οδηγεί σταδιακά στην πλεονεξία, καλλιεργεί τον εγωισμό και τη φιλαυτία, ενώ εκδιώκει την αγάπη, καθιστώντας τον πλησίον αλλότριο της Βασιλείας του Θεού. Ο ίδιος ο Χριστός ανάγει τις σχέσεις πλουσίων και φτωχών σε ανώτερο επίπεδο, όπου οι δύο τάξεις δεν βρίσκονται σε εχθρικά στρατόπεδα, αλλά συμπορεύονται μέσα στην Βασιλεία του Θεού. Η προτεσταντική αντίληψη ότι ευλογημένος από το Θεό είναι ο πλούσιος, διχάζει την κοινωνία, κατηγοριοποιεί τους ανθρώπους και φυσικά οδηγεί σε συγκρούσεις και ακρότητες. Άλλωστε, για την Ορθόδοξη Εκκλησία πλούσιος και φτωχός αποτελούν παιδιά και δημιουργήματα του Θεού. Έχουν ίσες ευκαιρίες και την ίδια ευθύνη απέναντι στο συνάνθρωπο. Αυτή είναι η δύναμη του Ενός. Μπορεί να αλλάξει και να μεταμορφώσει τον κόσμο και συνάμα να προσδώσει μία δημιουργική και ενεργητική ισχύ στο Μαζί, προσφέροντας στο σύνολο της ανθρωπότητας.

Καθ’ όσον αφορά στα υλικά αγαθά η Εκκλησία κινείται σε ένα φάσμα, που αρχίζει από την απλή ανοχή διατηρήσεώς τους με τη μορφή ιδιοκτησίας, όταν αυτή χρησιμοποιείται για κοινωνικούς σκοπούς και φτάνει έως την απόλυτη απόρριψη οποιασδήποτε ατομικής ιδιοκτησίας και την προβολή της κοινοκτημοσύνης. Μπορεί αυτό ίσως να ακούγεται ως μία «φιλελεύθερη» πολιτική άποψη, όμως διαφέρει απόλυτα, αφού το αξίωμα στον Χριστιανισμό είναι «καθετί που μου ανήκει είναι και δικό σου», σε αντίθεση με νεότερες εκσυγχρονιστικές θεωρίες που εκθειάζουν πως «καθετί που σου ανήκει είναι και δικό μου».

Η διδασκαλία της Εκκλησίας γενικότερα διέπεται από το πνεύμα της εκούσιας και ανιδιοτελούς προσφοράς. Ο Απόστολος Παύλος αναγνωρίζει σε κάθε πιστό πλήρη ελευθερία λέγοντας ότι «ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός», ενώ παράλληλα συνιστά την αυτάρκεια και παραγγέλλει στους πλουσίους να μη προσκολλώνται στον πλούτο, εναποθέτοντας σ’ αυτόν κάθε ελπίδα τους. Άλλωστε, όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί, καμία άλλη κακία δεν κατακρίθηκε από τον Κύριο τόσο αυστηρά, όσο η αγάπη για τον πλούτο. Η δημιουργία πρόσκαιρων αγαθών και όχι αιώνιων.

Παρατηρούμε λοιπόν ότι για την Εκκλησία τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Όποιος εργάζεται για τον πλησίον, εργάζεται για τον αληθινό εαυτό του. Όποιος βοηθάει τον πλησίον, βοηθάει τον αληθινό εαυτό του. Όποιος αγαπάει πραγματικά τον πλησίον, αγαπάει πραγματικά τον εαυτό του. Η αληθινή αγάπη του εαυτού μας, η «καλή φιλαυτία», περνά μέσα από την αγάπη προς τον πλησίον. Όταν κανείς ζει, ξεπερνώντας τη βιολογική του ατομικότητα, τότε – και μόνο τότε – ζει αληθινά! Καταφέρνει και ζει με τον άλλον, ή ακόμη καλύτερα ζει για τον άλλον.

Σύμφωνα με τον Μ. Βασίλειο, ο εργαζόμενος, οφείλει να μην αυτονομεί την εργασία του, γιατί έτσι καλλιεργεί εγωιστική και ατομοκρατική διάθεση. Αντίθετα, θα πρέπει να έχει την συνείδηση ότι λειτουργεί συλλογικά ως μέλος ενός οργανικού σώματος, ως μέλος μιᾶς ομάδος, ως μέλος μίας κοινωνίας προσώπων. Βεβαίως, ό¬ταν κάποιος δεν ανταποκρίνεται με συνέπεια στον ρόλο της εργασίας του ζημιώνεται πρωτίστως ο ίδιος, περισσότερο όμως κινδυνεύει από το γεγονός ότι ενεργεί εις βάρος του κοινού σώματος, εις βάρος της ομάδος και του συνόλου.

Πράγματι, η έννοια της συλλογικότητας (collectivité) και της αλληλεγγύης (solidarité), αποτελεί την πεμπτουσία της χριστιανικής ανθρωπολογίας, αφού μέσα στην συλλογικότητα υπάρχει τόσο η έννοια της σχέσης, όσο και η έννοια της οργάνωσης. Η άσκηση της ανυστερόβουλης αλληλεγγύης αποτελεί την ύψιστη φανέρωση της πραγμάτωσης του χριστιανικού ιδεώδους, που δεν είναι άλλο από τη σωτηρία του ανθρώπου. Η σωτηρία, σύμφωνα πάλι με τον Μ. Βασίλειο δεν είναι αποκλειστικά εσχατολογική, στο μακρινό και απώτατο μέλλον. Η σωτηρία είναι εδώ, ανάμεσά μας, παρούσα και χειροπιαστή, είναι πρώτα από όλα παροντική και στενά συνδεδεμένη με την καθημερινότητα, την κοινωνικότητα, την συνεργασία, την επικοινωνία και εν τέλει με την καλή αλλοίωση του ανθρώπου.

Αυτή η έλλειψη συλλογικότητας, συνεργασίας και αλληλεγγύης αποδεικνύεται δυστυχώς περίτρανα από τα γεγονότα που πραγματώνονται τα τελευταία έτη στην πατρίδα μας, τα οποία βεβαίως χαρακτηρίζονται από την σταδιακή και αυξανόμενη ύφεση τόσο στο οικονομικό, όσο και στο ευρύτερο εθνικό και κοινωνικό περιβάλλον. Βεβαίως, όλη αυτή η βαριά ατμόσφαιρα αβεβαιότητος και αμφιβολίας που επικρατεί, σε συνδυασμό με τις καλά ριζωμένες κακές νοοτροπίες που αναπτύχθηκαν στην κοινωνία μας δυσχεραίνει ολοένα και περισσότερο την προοπτική ενός καλά οργανωμένου επιχειρηματικού σχεδιασμού. Επίσης, τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας, ως αποτέλεσμα λανθασμένων πολιτικών και κομματικών χειρισμών του παρελθόντος, η συνεχής μείωση της ρευστότητας υπό την άμεση απειλή περισσοτέρων και πιο δυσβάστακτων φόρων και μέτρων λιτότητος, αλλά και το μεταναστευτικό-προσφυγικό, το οποίο αποτελεί ένα μεγάλο και ακανθώδες ζήτημα για όλη την Ευρώπη, αποτελούν μερικά ακόμη σημαντικά εμπόδια ως προς την επίτευξη περαιτέρω αναπτυξιακών ενεργειών, μειώνοντας παράλληλα συνεχώς την αξιοπιστία της χώρας μας τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό.

Σε αντίθεση με την όλη βεβαρυμμένη ατμόσφαιρα και παρά τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούν, αποτελεί πράγματι μία ηλιαχτίδα φωτός, αλλά και παράγοντα αισιοδοξίας, η δυναμική που αποπνέεται μέσα από τη νέα ελληνική επιχειρηματικότητα, ήτοι μέσα από τα νέα και ενδιαφέροντα επιχειρησιακά προγράμματα που σκοπό έχουν να αναδείξουν παραγωγικούς και συνάμα ανταγωνιστικούς και εξωστρεφείς τομείς της οικονομίας μας και αφορούν τον τουρισμό, την ενέργεια, τις νέες τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, την αγροδιατροφή, την υγεία, την φαρμακευτική βιομηχανία, το περιβάλλον, κ.α. Με τα νέα επιχειρησιακά προγράμματα ενισχύεται η ανταγωνιστικότητα και προωθείται η εξωστρέφεια των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να πραγματοποιείται η μετάβαση σε μία ποιοτικότερη και πιο κερδοφόρα επιχειρηματικότητα, με αιχμή πάντοτε τόσο την καινοτομία, όσο και την αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας.

Επίσης, καθίσταται πλέον επιτακτική ανάγκη για την ελληνική οικονομία η επιστροφή και η επένδυση σε ασφαλείς και γνωστούς γι’ αυτήν χώρους, όπως είναι η γεωργία. Η μετάβαση σε μία ποιοτική γεωργία κρίνεται πλέον απαραίτητη, όπως απαραίτητος είναι κι ένας άρτια καλά οργανωμένος και συνεπής σχεδιασμός ώστε, με την κατάλληλη γεωτεχνική καθοδήγηση να μπορέσει ξανά ο αγροτικός τομέας να καταστεί ανταγωνιστικά παραγωγικός και να αποτελέσει τον κύριο αιμοδότη της ελληνικής οικονομίας. Η χώρα μας, άλλωστε, διαθέτει τις αντικειμενικές εκείνες προϋποθέσεις που απαιτούνται για την ανάπτυξη αγροτικών προϊόντων και, αφενός, με τη δημιουργία αφενός παραγωγικών συνεταιρισμών, με την ανάλογη πάντοτε κρατική επιστημονική στήριξη και, αφετέρου, με ειδικά ινστιτούτα που θα μπορούν να δίνουν λύσεις στα προβλήματα θα μπορέσει να εξασφαλισθεί η ανάπτυξη της κλίμακας παραγωγής και να μειωθεί το συνολικό κόστος.

Κύριος και καθοριστικός όμως τομέας τόσο για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, όσο και για την ανάπτυξη του γενικότερου βιοτικού επιπέδου της χώρας μας κρίνεται η άμεση επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο, ήτοι στην εκπαίδευση. Η επένδυση στην εκπαίδευση και στην Παιδεία αποτελεί πλέον μονόδρομο για την ελληνική οικονομία, αν βέβαια θέλει και αυτή να ελπίζει σε ένα πιο αισιόδοξο μέλλον. Η εκπαίδευση αποτελεί τον πιο σίγουρο και ασφαλή δρόμο για την ουσιαστική ανάπτυξη μίας κοινωνίας, αφού η ίδια αποτελεί τον στυλοβάτη που στηρίζει την κοινωνία και το καύσιμο εκείνο που κινεί την οικονομία και φυσικά λαμβάνει διαφορετικό νόημα και αξία όταν πραγματοποιείται σε δύσκολες και απαιτητικές στιγμές οικονομικής κρίσεως. Βεβαίως, απαιτείται κι εδώ σοβαρή μελέτη και ουσιώδης σχεδιασμός που να αποσκοπεί στην καταπολέμηση της ανισότητας και στην παροχή ίσων ευκαιριών μάθησης και εκπαίδευσης για όλους, στην δημιουργία και ίδρυση των κατάλληλων μέσων και υποδομών, αλλά και σε μία υψηλού επιπέδου με σοβαρή κατάρτιση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, έχοντας στόχο την βελτίωση ή ακόμα και την αλλαγή της εκπαιδευτικής πράξης.

Η ιστορία μας έχει διδάξει ότι η χώρα αυτή και κατά το παρελθόν έχει περιέλθει σε ανάλογες προβληματικές και δύσκολες δοκιμασίες. Η πατρίδα μας βρέθηκε αντιμέτωπη με πάρα πολύ δύσκολα και δυσεπίλυτα ζητήματα, τα οποία ωστόσο, με πίστη, αγώνα και αποφασιστικότητα, σηκώνοντας ψηλά το λάβαρο της ανυποχώρητης ελληνικής καρδιάς, κατάφερε εντέλει να τα ξεπεράσει. Και το κατόρθωσε αυτό με την συσπείρωση, με την ενότητα, με τη συλλογικότητα, βάζοντας πρώτα μπροστά το εθνικό και ύστερα το προσωπικό συμφέρον του καθενός.

Η Ελλάδα αποτελεί ταυτόσημο της δοκιμασίας. Αυτό που έχει πραγματικά ανάγκη ο τόπος μας είναι η διαμόρφωση ενός ενιαίου εθνικού σχεδίου που θα ξεπερνά την οποιαδήποτε υποταγή σε μνημονιακές υποχρεώσεις, δίνοντας παράλληλα την ευκαιρία στην χώρα μας να μπορέσει να σταθεί μόνη όρθια και με αξιοπιστία στα πόδια της, δουλεύοντας σε συνεργασία και μέσα στην Ε.Ε. με σκοπό την οικονομική της ανάκαμψη και την ανάκτηση της χαμένης ανταγωνιστικότητας και αξιοπιστίας, επουλώνοντας τις μέχρι τώρα πληγές της. Η χώρα μας έχει ανάγκη και πρέπει να παραμείνει στην τροχιά της ευρωπαϊκής της πορείας. Όχι με τον τρόπο που την βιώνουμε σήμερα, η οποία θίγει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την αξία του ανθρωπίνου προσώπου, αλλά σε αυτή που οραματίστηκαν οι εμπνευστές της, μία Ευρώπη με κατεύθυνση και προσανατολισμό, μία Ευρώπη ίσων Κρατών-μελών και ίσων ευκαιριών. Μέσα από αυτή την πορεία να κατορθώσει να υπερβεί τις όποιες μικρότητες και διαφορές που την κρατούν όμηρο και με εθνική ομοψυχία να ενισχύσει το «επιχειρείν» στους νέους και στις νέες της πατρίδος μας. Η Ελλάδα μπορεί να το επιτύχει αυτό και σήμερα, τώρα, μέσα από την εθνική ενότητα, την συλλογικότητα, την αλληλεγγύη, την εμπιστοσύνη.

Αυτό άλλωστε βιώνει και διδάσκει η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία έχει ως χρέος απέναντι στην σημερινή ευρωπαϊκή κοινωνία να κατευθύνει τον άνθρωπο με το βλέμμα προς την παράδοση και όχι προς την συντήρηση. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη τη γνώση από την ιστορία του καλού παρελθόντος, από την οποία μπορεί να διδαχθεί και να αποφύγει λανθασμένες επιλογές συντηρητικής πολιτικής που οδηγούν στην πόλωση και στην ακρότητα. Η πατρίδα μας έχει ανάγκη από ορατή και χειροπιαστή συνεργασία με απτά παραδείγματα και ουσιώδη αποτελέσματα και όχι από θεωρίες και μεγαλοστομίες που αποβλέπουν στην ανούσια προσωπική προβολή. Έχει ανάγκη από παραδείγματα. Τόσο απλά και ξεκάθαρα.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία, επιδεικνύοντας τη μέριμνά της για την ειρήνη, την ενότητα και την συνεργασία των ανθρώπων προβάλλει το πρότυπο της ενότητας, της κοινωνίας και της αγάπης του Τριαδικού Θεού, συμβάλλοντας στην αρμονική συνύπαρξη των λαών πέρα από φυλετικές, κοινωνικές και θρησκευτικές διακρίσεις με γνώμονα πάντοτε την σταυρική – θυσιαστική αγάπη, η οποία δίδει πνοή σε κάθε εποχή που διψά για ελπίδα, ευημερία και συγκροτημένη ανάπτυξη.

Το Ορθόδοξο μοντέλο αποτελεί ένα ξεχωριστό τρόπο ζωής, έναν αληθινό τρόπο ελπίδας, ο οποίος αποτελεί μία αιώνια και διαχρονική πορεία με κατεύθυνση τον «άλλον», στον οποίο βρίσκεται ο Θεός, ο σαρκωμένος Λόγος της αγάπης και της θυσίας. Μέσα από αυτό το μοντέλο αγάπης και εμπιστοσύνης καλείται ο σημερινός Έλληνας να πιστέψει και να αποδείξει ότι η Συν-Εργασία ήταν και παραμένει λέξη Ελληνική!

Σας Ευχαριστώ θερμά!